Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

η γυναίκα για εκείνον, είναι ένα ξέχωρο σημείο, στον ορίζοντα.
Βρίσκεται εκεί που θέλει να κοιτά.
Επιθυμεί να ερωτευτεί για να αισθανθεί ζωντανός. Έως τη στιγμή, που μέσα του, κάτι θα έρθει για να φέρει τη συνειδητοποίηση. Πως φέρεται στις γυναίκες, αντίθετα από το θέλω της πραγματικότητας, που καθοδηγεί την καρδιά, σε ρεαλιστικά μονοπάτια, τόσο επίπονα για κεντρικό ήρωα, του βιβλίου.

η ανάγκη να βλέπει το αρσενικό, τη γυναίκα ως τη μόνη πηγή ομορφιάς, στη γη. Απλά πρέπει να χαραχτεί στο θέλω, εκείνου, ως φωτεινή ψυχή, με δικαιώματα, παρά ως μια θηλυκή μορφή, που επιδέχεται κορόϊδεμα.
Ώστε να μην είναι μόνος του, κανείς.

Η ανατροπή δεν θα αργήσει να φανεί.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Μυθιστόρημα - Γυναίκα - Γεράσιμος Μηνάς 2006 - 2007







Κάθομαι και σου γράφω, ξανά, τώρα που η γη, εξακολουθεί το ελλειπτικό της ταξίδι, στον γαλαξία. Γύρω απ’ το πυρακτωμένο, διαρκώς, υλικό, που θερμαίνει τελικά, την ατμόσφαιρα μας. Να μην κρυώνουν, όσοι είναι μόνοι.
Βράδυ ξανά, σε πλάθω ζωντανή, πλάι μου, όπως έπρεπε να είναι τα πάντα. Φυσικά, αυθόρμητα, με σεβασμό και αγάπη βαθύτερη και νοσταλγική. Εκτιμώντας τούτο το καλούπι, που ανέλαβε να κυριαρχήσει στη γη, ξεχνώντας όμως, να ξεχωρίσει τις γωνίες και τις καμπύλες του είναι. Της θερμότητας που χαρίζει στο καλούπι, ζωή. Που είναι θερμό, χάρη στα ιδιαίτερα συναισθήματα. Που θα ‘πρεπε να φροντίζουν, κάθε άλλο νοήμων πλάσμα, ιδιαίτερα αν αγνοούν την ελλειπτική κίνηση και τροχιά τούτης της σφαίρας, που αποκαλούμε σπίτι μας.
Γι’ αυτό θα κρατήσω την παλάμη σου, τρυφερά, σαν ένα σύμπαν, μετά το μπιγκ μπάνγκ του, γεννώντας εσύ, τ’ αστέρια σου, τα όνειρα σου, μες τον βραδινό ουρανό. Ενόσω όλα ησυχάζουν, για τους ήρεμους χαρακτήρες. Στην ανάπαυση της μοίρας, η οποία κι εκείνη, ήρεμη –όπως εσύ- διακρίνει τις ποικιλίες των χρωμάτων, κει που ο ήλιος κοκκινίζοντας, χάνεται, για λίγες στιγμές. Δίνοντας κάθε φορά τον λόγο του, τον οποίο κρατά. Και κάθε πρωί δηλώνει την ακεραιότητα του, φυσικά, δίχως αίσθημα προβολής ή με αλαζονεία στα λόγια.
Ευτυχώς έχουμε και τα λόγια. Η ζωγραφική των λέξεων, που οι περισσότεροι από εμάς, γνωρίσαμε ένα πρωί.

Είσαι εδώ, πλάι μου, με γυρτό το πρόσωπο, βλέπεις να σου λέω πως είσαι εδώ. Όπως τα δέντρα έξω, μεθυσμένα διαρκώς, τελευταία, από την συγκράτηση της θερμότητας, υπερβολικά, στον αέρα, που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε.
Είσαι τόσο διακριτική στις λεπτότητες της διαβίωσης. Τόσο θερμή για να ζεστάνεις κι εμένα, επειδή δεν είναι καλό, στον άνθρωπο, να είναι μόνος του, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου;
Ώστε ν’ αντέχουμε να εξακολουθούμε, ενόσω γύρω μας, το θάρρος έχει χαλάσει τους ανθρώπους, πιστεύοντας πως είναι ώριμοι, εφόσον έχουν τα πάντα, γραμμένα. Ιδιαίτερα τους γονείς τους. Ελεύθεροι που είναι. Φιλελεύθεροι.., αποτολμώντας, ενάντια στους δικούς μας φραγμούς, που ορίζουν ακεραιότητα. Τι έχουν στ’ αλήθεια, αυτοί οι απρόσωποι που δεν στέκονται πουθενά, επειδή δεν αντέχουν την ηρεμία, ώστε να τους δίνουμε δικαιώματα; Να εισέρχονται εκεί που δεν φτάνει ο λογισμός τους, επειδή απλά, τα μάτια τους δεν είναι ανοιχτά, ούτε, παραδέχονται πως έχουν ζαλιστεί. Επειδή κινούνται συνεχώς –λένε, αυτοί παίζουν το παιχνίδι της ζωής, χρησιμοποιώντας τους άλλους, ως χαρτί τουαλέτας.

Η γη δεν παύει να γυρνά, μήτε να ταξιδεύει. Δεν παύει όμως να εκτιμά όσους την αγαπούν, όπως αγαπώ τούτη τη στιγμή, μ’ εσένα, μαζί. Εδώ. Στην ησυχία της στιγμής, που όσο παραμένεις μαζί, αποκτά αξία. Συνέπεια. Ακεραιότητα. Ως λόγος που δίδεται και κάθε φορά, απλά, βλέπω το πρόσωπο σου.
Πως θα διεγείρω, αγάπη μου –ρώτησες- την καρδιά μου;
Μήπως με σοκολάτες; Καφέ; Κακάο ή αναψυκτικά; Ή μ’ εκείνες τις άρρωστες συμπεριφορές, που ολοένα προκαλείς το γείτονα ή όποιον άμεσα επηρεάζεις;
Η καρδιά σου είναι σχηματισμένη για εδώ, απαντώ.
Για την καίρια στιγμή που είναι τώρα, εδώ, με αποδοχή. Προσπαθώντας τα λόγια μου ν’ αντικαταστήσουν άξια, κείνο που απλά, παρατηρείς, χωρίς να το εξυψώνεις. Χωρίς να το πονηρεύεις ή να αποτελεί γάγγραινα άπιστη και υποκριτική. Επιπόλαιο σ’ αγαπώ, για να κλωτσάς τη μοναξιά, έξω, στο κρύο περιβάλλον της νύχτας και κάθε ημέρας, που ο ήλιος δεν θερμαίνει, δεν ηρεμεί, δεν αναδεικνύει την καθημερινότητα.
Δεν παραδέχεται ποτέ, ο υποκριτής, ότι είναι ψευδής κατά πάντα, ενόσω είναι ζαλισμένος για να δει τι κάνει στον εαυτό του. Τι υπερασπίζει, με το κοστούμι του το ακριβό ή τον παχυλό του μισθό ή μ’ εκείνο το θάρρος στα μάτια –θράσος δηλαδή και μυαλό σαν διαφήμιση, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Μες σε μια υποτιθέμενη ασφάλεια ενός γάμου, για τον γάμο. Ψηλομύτες και επικίνδυνοι για τον εαυτό τους. Ή όποιους γειτονεύουν, αφού η ανωτερότητα τους, τους επιτρέπει να φέρονται θαρραλέα.. και ..ώριμα..
Η φασαρία, τους προδίδει. Το ότι στήνονται κάπου και περιμένουν να φανούν δυνατοί.
Τόσο αδύναμοι, εμπρός μου, στα μάτια μου. Τώρα που σ’ αγκαλιάζω απαλά, ξανά, σαν φάλαινες που πρέπει ξανά, ν’ ανεβούμε να πάρουμε αέρα. Στην ηρεμία της επιφάνειας που όλα συμβαίνουν. Ξανά στην καθημερινότητα, που όλα περιστρέφονται. Χάρη στην καρδιά που δίνει στο σώμα, σχήμα και πνοή. Όπως οτιδήποτε απαλό και λεπτό, στους τρόπους και στην οφειλή. Να επιλέγεις το καλό. Την αγάπη. Το σταθερό και ότι τρέφει την πηγή του πνεύματος που δένει μαζί, δύο ψυχές. Το αρσενικό με το θηλυκό. Τη γλυκιά σου φωνή με το μελωδικό ζεστό τόνο από τις φωνητικές μου χορδές. Επειδή ότι αγαπούμε, είναι και η χροιά της φωνής ενός άλλου προσώπου.
Όπου γεννιούνται οι αναμνήσεις και η παρηγοριά των στιγμών που δηλώνουν τρυφερότητα. Συγκρατώ εσένα, κοντά μου, εδώ. Ενόσω όλα περιστρέφονται ξαφνικά. Η γη, στο διάστημα. Γύρω από τον άξονα της. Οι τεκτονικές πλάκες, οι δείκτες του ρολογιού. Η σκέψη ότι βρίσκομαι κάπου εκεί κοντά σου.
Μες την διαβίωση όπως την έχουμε σταθμίσει, προσπαθώντας ο καθένας να προχωρήσει μία ακόμη μέρα, στη ζωή και το πέρας των λεπτών. Με εκείνους τους ήσυχους ή τους τραχείς ήχους που ορίζουν εμάς, εδώ. Τώρα. (που συνήθως, κανείς δεν ακούει).
Η τριβή της παλάμης στο χαρτί. Των ρούχων στην επιφάνεια που ακουμπάς, στέκεσαι ή ξεκουράζεσαι. Τα βήματα που σε γυροφέρνουν στις υποχρεώσεις. Οι μηχανικοί θόρυβοι που εξυπηρετούν κάτι. Η πίστη στο καθετί, να βρίσκεται εκεί που τ’ αφήσαμε.
Η ανάγκη να κυριαρχεί ειρήνη, μαζί με τον χαιρετισμό της καλημέρας, στο πρώτο φως. Εκεί όπου αντλούμε ενδιαφέρον. Που καταναλώνεται ο χρόνος. Που τροφοδοτούμαστε το καύσιμο, για να συνεχίσουμε, σε πνευματική δύναμη και ηρεμία. Εκεί όπου θα σε κοιτάξω ξανά, τόσο κοντά στο δικό σου, ανθρώπινο πρόσωπο, οφειλέτης της ακεραιότητας, τώρα, σ’ εσένα, και στα άξια, πάντα.
Ο χρόνος παύει, όσο είσαι εδώ.

Το επόμενο κεφάλαιο



Αναρωτιέμαι, πως σε θέλω, όταν τα πράγματα δεν θα ‘ναι τόσο ήρεμα κι οι δυσκολίες θα αντικαθιστούν, όλη την αύρα. Το κλίμα που ηρεμεί και γαληνεύει κείνο που αποκαλούμε πνεύμα. Θέληση για οτιδήποτε στη ζωή.
Εσύ, αν είσαι εσύ, κείνη που επιλέχτηκε να είναι το πλευρό μου που λείπει, για να γεννήσει την γυναίκα σ’ εσένα. Την πιστή σύντροφο. Κείνη που ερωτεύομαι, όπως η φλόγα στο τζάκι, τρώει τα ξύλα, αφαιρώντας τους το σχήμα.
Αναρωτιέμαι τι αφαιρώ από σένα, προκειμένου να μείνεις κοντά.
Αν σε θέλω αδύναμη, ώστε να ανέχομαι την ελευθερία σου, γνωρίζοντας ότι δεν θα με προδώσεις από δειλία, κυρίως, στην περιπέτεια, παρά στο να απιστήσεις απέναντι μου, όταν κάποιος άλλος σου προσφέρει κάτι, που ο ίδιος αδυνατώ να προβλέψω ότι έχεις ανάγκη. Ή είμαι ικανός να συνεισφέρω, μα το αγνοώ.
Αδύναμη ώστε να με ανέχεσαι στα δικά μου ξεσπάσματα. Περισσότερο στα θέλω της καθημερινότητας που μόνο να αδικεί, ξέρει. Ακόμη και ατομικά. Μόνο που δεν διαισθάνονται όλοι, τη σοβαρότητα να έχεις, το δικαίωμα να αποτελούν οι νόμοι και οι θεσμοί, τμήμα του βίου σου.
Άραγε, αν είσαι αδύναμη, που πρέπει, ακριβώς;
Ως καθεστώς υποτίμησης προσωπικής σου, απ’ όσους πληγώνουν με πράξεις και λόγια, ως αποτέλεσμα καταστάσεων, που ποτέ ως πληγές, δεν έκλεισαν; Βασανίζοντας τρίτους, ώστε κανείς, συναισθηματικά, να μην αισθάνεται ασφαλής. Ή και γενικότερα.
Αδύναμη να αμυνθείς στη σωματική βία, δικών σου προσώπων, που μια ζωή, λειτουργούσαν ως ψυχολογικοί βιαστές, ώστε να μην ανεξαρτητοποιηθείς, ποτέ. Που πάντα πίεζαν να συνέλθεις. Άραγε, θέλουν μια ζωή, να σ’ έχουν του χεριού τους;
Αδύναμη να αποφασίζεις όταν στο ζητούν, ποιους θα αφήνεις να ελέγχουν το παρόν σου, όπως και το μέλλον των τέκνων σου, ψηφίζοντας τους, επειδή μόνο δύο κόμματα διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία. Και κανείς δεν θέλει να γνωρίζει τι θα συμβεί, εάν ένας τρίτος, πάρει ξαφνικά, τα χαλινάρια, από τ’ Αμερικανάκια.
Αν είσαι αδύναμη συναισθηματικά, όλο και κάποιος άλλος θα σε ελέγχει. Ποιος, που, και πότε, θα μεγαλώνει τα παιδιά μας, ενόσω εμείς θα εργαζόμαστε. Κάθε πότε θα παίρνεις άδεια, όταν οι δικοί σου εργοδότες, αποφασίζουν. Αδύναμη να αμύνεσαι, στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, συναδέλφων και εργοδοτών. Μη αντιδρώντας. Μη δημιουργώντας κακό κλίμα στη δουλειά, ώστε εσύ η ίδια να φανείς τελικά.. πως δεν αποτελείς στα μάτια των προϊσταμένων, ήρεμο και συνεργάσιμο.. πνεύμα.
Αν σε θέλω αδύναμη, μες την άγνοια, που, βρίσκει κανείς, γιατρό, για το νεογέννητο. Πόσο κουτό είναι να συλλογίζεται κανείς, να ‘χει άβουλο σύζυγο, δίχως διεκδικήσεις. Για το δικό της ατομικό καλό μα και των πιο κοντινών της, αγαπημένων, προσώπων.
Μια αδύναμη γυναίκα, φαντάζομαι, δεν έχει δικαιώματα, στα θέλω του σώματος της ή στο να ολοκληρωθεί ως νοήμων, πλάσμα. Οπότε, άραγε, τι σεβασμό να αντλήσει, μια τέτοια γυναίκα, από τα παιδιά της;
Πόσες και πόσες γυναίκες παντρεύτηκαν γρήγορα, προκειμένου να γλιτώσουν απ’ το περιβάλλον του χωριού. Από ένα αποπνικτικό περιβάλλον. Λόγω προξενιού ή επειδή η οικογένεια είχε πολλά τέκνα, και με την πρώτη παρασπονδία, ίσως, μιας κόρης, την πάντρευαν άρον άρον –για να γλιτώσουν και το παραπάνω στόμα που κατανάλωνε φαγητό! Πόσα εξίσου όμως, αγνοούμε για τις γυναίκες. Μάλλον επειδή δεν μας εμπιστεύτηκε καμία τους, πως βλέπει τους άλλους, γύρω της. Τους άντρες ειδικότερα. Αν εξαρτά το παρουσιαστικό της από τα πρότυπα, που ορίζει το αντρικό θέλω, για να είναι μια γυναίκα όμορφη ή θελκτική –ομογενοποίηση στα χαρακτηριστικά του θηλυκού γένους, ώστε το γυναικείο φύλο να φαίνεται, όπου κυκλοφορεί, και να μην απορρίπτεται.
Αν το σύνολο της κοινωνίας, παραδέχεται το ρόλο της γυναίκας, ιδιαίτερα στην εξουσία, σε πολύ υψηλά όμως, πόστα. Μα για να φτάσει τόσο ψηλά, μια γυναίκα, πρέπει να είναι δυναμική, τολμηρή, και με αγωνιστικό πρακτικό πνεύμα –κει που υστερούν οι άντρες. Και ποιος θέλει μια επαναστάτρια στην εξουσία; Αν και βέβαια, δεν λείπουν, τα κρούσματα γυναικών με σοβαρές θέσεις στην εξουσία, που παραδίδουν οτιδήποτε θεωρούν εφικτό, για την διατήρηση της καρέκλας τους. Ως συνέχεια –εννοείται- του κλίματος οδηγιών, που παρέλαβαν, από τους άντρες, κι αυτοί, από τα μεγάλα αφεντικά τους (ο νοών νοείτω. Όπως είπε και ένας σύμβουλος ψυχικής υγείας, στην τηλεόραση, η προδοσία, αποτελεί Εθνικό προιόν).

Αλήθεια, ποιος θέλει να έχει στο πλάι του, μια αδύναμη γυναίκα, ειδικότερα ως σύζυγο, η οποία τελικά, ή θα γίνει υποχείριο ή θα αναδύει απάθεια, που είναι και το χειρότερο;
Ως γνωστό, δημιουργούνται, αρχικά, σχέσεις για το τίποτα –πού χάθηκε η ευγένεια, μάτια μου; Η ειλικρίνεια και το απλό βλέμμα.
Μόνο για τις ορμόνες, λοιπόν. Κοροϊδεύοντας συναισθήματα κλπ. Η θεωρία –στην πράξη- να μην πάει χαμένος ο χρόνος. Να μην σε λυπούνται που είσαι μόνος. Να μην περιθωριοποιείσαι γι’ αυτό.

Αδύναμη μαρκάρεται μια γυναίκα, όταν έχει το θάρρος να δείξει πως έχει αισθήματα. Θέλει να τα προσφέρει. Είναι κι εκείνη, άνθρωπος.
Το βλέπει. Το ξεχωρίζει. Το διεκδικεί.
Σέβεται: Αξίες. Έθιμα. Συναισθήματα. Το ρόλο της.
Η δύναμη της φάνηκε στα βουνά της βορείου Ηπείρου, όταν μετέφερε με γαϊδούρια, σε δριμύ ψύχος, πολεμοφόδια, ενόσω πολεμούσαμε τους επιτιθέμενους Ιταλούς –στο Αλβανικό μέτωπο.
Το απέδειξε όταν κατέκτησε την ψήφο στο πολιτικό εκλέγειν. Ενόσω έριχνε ακόμη άλλο ένα αντρικό προπύργιο, σε δουλειές, που είχαν χαρακτηριστεί με ένα “απαγορεύεται” για το γυναικείο φύλο: αεροπόρος, στρατιώτης, αστροναύτης κλπ. Δυνατό το θηλυκό, να διαισθάνεται την ευθύνη να γεννά μια νέα ζωή. Όσες τουλάχιστον ξέρουν τι πράττουν. Διαφορετικά θα εξακολουθεί να παρατηρείται, η εξής κατάσταση: μάνες να εγκαταλείπουν τα τέκνα τους, ή να τα παραμελούν. Αν όχι λόγω κατάθλιψης ή αλκοολισμού, σίγουρα λόγω χρήσης ναρκωτικών.
Με το πέρας των χρόνων, μερίδα γυναικών, έδειξαν το δυναμισμό τους, με “επιθετικές” διαθέσεις, χάνοντας το ρόλο τους ως “θήραμα”, ως προς την διεκδίκηση, ως ταίρι. Άρχισαν επομένως να χάνουν το μέτρο στο σωστό ντύσιμο, οπότε δικαιολογημένα το μάτι των αντρών άρχισε να πονηρεύει. Καταλήγοντας γρήγορα στον κορεσμό και στην απάθεια ως προς την έγνοια, δέσμευση. Χάθηκε η μαγεία στο αναμεταξύ τους δέσιμο. Με τα θηλυκά να παραπονούνται, πού πήγαν οι άντρες. Γιατί δειλιάζουν. Γιατί δεν είναι οι ιδανικοί που εκείνες αναζητούν.
Μήπως τους θέλουν ως ασφαλείς συζύγους και μόνο;

Αναρωτιέμαι γλυκιά μου, πως θα έπρεπε να φερόμουν, για να αισθάνεσαι ασφάλεια. Ν’ αποδέχομαι μήπως, πως έχεις ανάγκη να προβάλλεις τη θηλυκότητα σου; Αφαιρώντας όμως από “εμένα”, το δικαίωμα –το παράπονο των αντρών που δεν εκτιμούν- να “κοιτώ” και άλλες γυναίκες –λες και δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Λες και το έχω ανάγκη, ενώ βρήκα ότι πολυτιμότερο χρειαζόμουν. Αντ’ αυτού, ν’ αρχίσω να ξενοκοιτάω. Να παίζει το μάτι. Λες κι “εσύ” ως γυναίκα, έχεις τόση ανάγκη να αρέσεις. Να βλέπει ο καθένας, σημεία στο σώμα σου, απ’ ότι παραδίδεις κάθε βράδυ, στον δεσμό σου.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τις γυναίκες, πιθανόν επειδή κι εκείνες έχουν μπερδέψει τα θέλω τους. Τη λάθος συστολή να μην μιλάνε για τον εαυτό τους, συγχρόνως με μια πονηρή εξωστρέφεια, λες και λαβαίνουν επιβεβαίωση. Ένα άτυπο βραβείο για τις καμπύλες στο σώμα τους –ειδικότερα όταν η δεκαετία των τριάντα, τις εγκαταλείπει. Πάμπολλα τα άγευστα κρούσματα, παρενόχλησης, προς νεότερους τους.
Φαίνεται είναι γραφτό μου να μην κάνω ποτέ, έρωτα, σαφώς επειδή μου έμαθαν να μισώ το σώμα μου και τις ικανότητες του. Η θρησκεία, οι γονείς, η άγνοια. Το πέρας των χρόνων. Η ξηρασία. Η στασιμότητα. Τ’ αρρωστημένα θέλω των λογικών…
Ασφάλεια επομένως αισθάνεται κανείς, όταν έχει βαρεθεί να θεοποιεί τα σώμα και τις ορμόνες που το ταλαντεύουν (μην τρώτε τόσες πολλές σοκολάτες). Άρα σταματάς να ψάχνεις, γύρω, για διαφορετικές περιφέρειες –86 74 88, 94 76 88 κλπ.
Άρα γλυκιά μου, για τούτο, να είσαι σίγουρη.
Τι; Ρωτάς.
Να σου είμαι πιστός, αν είσαι γλυκιά και συμπονετική, μαζί μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν μας μένει τίποτα άλλο να έχουμε, στην ενηλικίωση. Παρά εκείνο το ένστικτο που δίδεται στους ενήλικους, να συνεχίσουν το είδος, κι ας λένε όλοι οι υπάνθρωποι και μισάνθρωποι, για τέλος του κόσμου. Για σημεία και τέρατα και άλλες τέτοιες …
Τώρα τι γίνεται.

Τώρα να αισθανόμαστε ασφάλεια. Προσωπική πλήρωση. Συναισθηματική. Αξιοπρεπής βίος, με μισθό. Ανεξάρτητοι οικονομικά, και ήρεμοι. Ασφαλείς μέσα μας, ο καθένας στο καθήκον του, και όχι φτιάχνουμε ένα είδος εδώ, ένα άλλο σε διαφορετικό πλανήτη. Ένα άλλο σε μακρινό γαλαξία κλπ. Πάντοτε δηλαδή εξαρτημένοι από μια απειλή. Κάποιος να μας προστατεύει, επειδή, ναι, ο βίος εδώ είναι άδικος. Μα ο άνθρωπος δέχεται αγκαλιά, μόνο από άλλο ανθρώπινο οργανισμό, και ευτυχώς, μάτια μου, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Μόνο γι’ αυτό, αισθανόμαστε αισιόδοξοι.
Εγώ πάντως, γλυκιά μου, δεν είμαι ικανός να σε προστατέψω, με σωματική δύναμη δική μου, ούτε μες το ίδιο μας το σπίτι, σαφώς επειδή δεν είμαι μποντιμπιλντεράς, ούτε ξέρω καράτε. Ούτε έχω γρήγορα αντανακλαστικά, ώστε να προλάβω, πρώτα, να ψάξω να βρω τα γυαλιά μου, και απευθείας να επιτεθώ στον άγνωστο διαρρήκτη. Ο οποίος ίσως κρατά μαχαίρι, μα αν πυροβολήσει εν ψυχρώ;
Άρα, πως έχεις τόσες μεγάλες απαιτήσεις να σε προστατέψω, ενόσω ο νόμος, μου αφαιρεί το δικαίωμα να αμυνθώ, μες το ίδιο μου το σπίτι; Πως θέλεις να είμαι συνεχώς φρουρός, ενώ δεν έχω λάβει ποτέ, αποδοχή –όχι από τρίτους. Λες και εσύ δεν έχεις αδυναμίες ή ελαττώματα –μα τα παραλείπω σε εσένα, αρκεί να είσαι υπομονετική μαζί μου.
Θα είσαι;
Κι αν σε φοβίζει κάτι σ’ εμένα, γίνε η δικλείδα ασφάλειας, που μαντρώνει κάθε απότομη συμπεριφορά. Ας προσφέρει ο ένας στον άλλο, κείνο που έχει ανάγκη. Που καταπραΰνει και ενημερώνει για τη φύση κάθε φύλου. Το μη τέλειο. Το παροδικό. Τα διαφυγόντα χρόνια. Το μη τέλειο.

Πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια, αγάπη μου. Ούτε στο σπίτι μέσα, εκτός κι αν έχεις για να πληρώνεις μπράβους. Ούτε στο δρόμο –εκεί είναι που δεν ξέρεις από πού θα σου σφυρίξει καμιά σφαίρα, ανταλλάσσοντας ριπές, ο σεκιουριτάς με τους ληστές χ ψ τράπεζας. Ούτε ενώ διαδηλώνεις. Ούτε ενώ περπατάς αμέριμνος. Μήτε στη δουλειά, ορθοστασία 10 και 12 ώρες, καθημερινά –να σου λέει ο διευθυντής απ’ τα πριν: σου λέμε πως θα είναι, μην έρθεις μετά και μας πεις, με πονάει ο πισινός μου (μου έχει τύχει κι αυτό, ψάχνοντας εργασία). Χαμογελάς; Χαμογέλα γλυκιά μου, να ζεσταίνεται η καρδιά μου.
Ωραίος ορθόδοξος κατά όνομα! αυτός ο διευθυντής. Παρομοίως όπως λέμε: δεν κοιτώ την ομορφιά, αλλά το εσωτερικό του άλλου.
Σήμερα, για πρώτη φορά, σκεπτόμουν, μάτια μου, ακριβώς αυτό.
Η στιγμιαία εντύπωση που μας προκαλεί η ομορφιά του αντίθετου μας φύλου, που όμως μπορεί να είναι παλιοχαρακτήρας. Είρωνας άνθρωπος. Απαθής και πολλά κοσμητικά ακόμη. Χωρίς αισθήματα δηλαδή. Ή ανάγκη τελικά, δική σου, να γνωρίσεις ένα τέτοιο επιπόλαιο πλάσμα, που από τις κινήσεις και τις ματιές μόνο, καταλαβαίνεις πολλά, μέσα σε λίγα λεπτά.
Στα γράφω αυτά για να σου εξηγήσω, πως στην αρχή, μου φάνηκες τόσο γλυκιά και συναισθηματικά, ποθητή (μάλλον γιατί δεν πρόσεχα το εξωτερικό σου). Την επομένη, μου φάνηκες μια απλή κοπέλα, αφαιρώντας σου όμως, όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά. Εκεί ήταν που απόρησα, πως δεν το είχα δει, ξεφουσκώνοντας το δικό μου συναίσθημα. Πιθανόν επειδή δεν αισθάνομαι άξιος, να αγαπηθώ. Όπως μου είπε και μια ξαδέλφη μου, το έχω αυτό, να απομυθοποιώ εκείνο που έχω ανάγκη.
Τις επόμενες ημέρες, αποφάσισα να σε ξεχάσω. Κατόπιν σε σκεπτόμουν, ξεκινώντας να γράφω αυτό. Αμέσως μετά, σε έχασα πάλι απ’ το ραντάρ, ενδιαφέροντος μου (Δεν γνωρίζω τη συνέχεια. Δεν συνέβη ακόμη).
Ξημέρωσε Σάββατο 16 Δεκέμβρη 2006. Προσπαθώ αγάπη μου να μπω, στην ουρά του γυναικείου κομήτη (κι είναι αρκετές οι γυροβολιές εκεί έξω). Μήπως και τα μάτια σου, μου πουν –όπως συμβαίνει συχνά, σ’ εσάς- κείνα, που τα λόγια, απλά, δεν ικανοποιούν, να δεις το πρόσωπο, που τόση ώρα, σου μιλά. Δεν εμπιστεύονται τα λόγια, τι αισθάνεται μια γυναίκα, έως και καθόλου φορές. Δικαιολογημένο λοιπόν, να μη βρω ποτέ, σε ράφια βιβλιοπωλείου, τόμο γραμμένο από θηλυκό, με τίτλο: άντρας.
Αναρωτιέμαι γιατί είστε τολμηρές στο βλέμμα και το ντύσιμο, μα όχι στο διάλογο. Αφού ούτως ή άλλως, είμαστε και τα δύο μέρη, ανθρώπινοι και θνητοί. Με το χρόνο να μας κυνηγά. Τρέχουμε επομένως να δείξουμε ότι είμαστε νέοι, έστω και στα τριαντα-τόσα μας, έτη, χάνοντας την αίσθηση που αφήνει η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός, σε διάλογο ξεκάθαρο και μοναδικό. Μοναδικό, λόγω απλότητας. Λόγω ρεαλισμού.
Παρόμοιο με τις ιδιωτικές στιγμές, συζητήσεων, χωρίς το ρατσισμό, να εναρμονιστείς με μικρές κοινωνίες, όπως της παρέας, αναγκαστικά, φορές, ώστε να βρίσκετε κοινά σημεία. Εκεί που τα άλλα δυστυχώς, διαφέρουν. Το σεμνό ντύσιμο ή το επιμελές –να μην δημιουργώ και αντιπάθειες.
Το αντίθετο δηλαδή, από τη συστολή των ματιών, συνοδευόμενο από την εσωτερική αύρα του μέλους, που αποκαλούμε σύντροφο ζωής, το οποίο άτομο, χρειάζεται στοργή και αγάπη.
Ηρεμία. Όπως καθετί ασφαλές.
Η Whitney Huston, φωνάζει, ερμηνεύοντας: I will always love you, με παρόμοιο γνώθι εαυτόν με το οποιοδήποτε πουλί που κάνει πράξη την επίγνωση, πως πρέπει να κουνήσει πολύ γρήγορα τα φτερά του, ώστε να καταφέρει να πετάξει.
Στην αγκαλιά σου.
Με λόγια λουλούδια, και άνθη αληθινά. Τα οποία φθάνουν ως συνεχόμενη θύμηση, διαρκή σκέψη, εκεί όπου αγαπάμε. Όπως η γύρη από ορισμένα φυτά, μεταφέρεται με τον αέρα, μετακινούμενη μακριά. Τροφοδοτώντας ζωή, μερικά ακόμη εκτάρια, γης. Χώμα, χρόνος, χαρτί, καταγραφή και υλικές αποδείξεις για το αυτονόητο της αγάπης.
Κάποιος χτυπά την πόρτα

Δεν είμαι έτοιμος.
Ενδυματικά.

(Σκέψεις πριν μπεις).
«Χτες, αγάπη μου, σκεφτόμουν την ανάγκη του απλού, καθημερινού, ανθρώπου, να φλερτάρει, έχοντας βέβαια είναι, μονήρης στην επιλογή του. Ωραία προσωπικότητα που αγαπά, κείνο που δεν έχει, προτού το αποκτήσει. Ως κάτι που μπορείς να αγκαλιάζεις και ποτέ να μη βαριέσαι, που είναι και το πιο σοβαρό σε μια σχέση. Να μη σβήνει η λάμψη της ένωσης των ψυχών. Καθεμία με αδυναμίες, σαφώς επειδή, αδυναμία εστί, να απαιτείς σεβασμό απ’ τον άλλο. Την ώρα που μπαίνεις στο λεωφορείο. Δίνοντας τη θέση σου στο παγκάκι, στη στάση –εκτός κι αν είσαι λιώμα. Τα μέλη σου τα καταπονημένα, λόγω εργασιακής εκμετάλλευσης.
Μετά είδα, πως ετούτο είναι η καθημερινότητα, και η ανάγκη μας, ν’ αντικαταστήσουμε τα συναισθήματα, με αυτό το ελάχιστο –καταναλωτικά- παραπάνω. Εκτός του ότι ο οργανισμός, συνεχώς διαμαρτύρεται, για τον εσωτερικό βιασμό. Κιτρινισμένα ιδιαίτερα, ούρα. Ελάχιστο πόσιμο νερό, καθημερινά. Οργανισμός που ιδρώνει χωρίς παύση, προκειμένου να απομακρύνει το συνοθύλευμα, τελικά, άχρηστων “τροφών”, οι οποίες καταναλώνονται γρήγορα, χωρίς σκέψη, σε τι υποβάλλουμε τον οργανισμό.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, επιτιθέμεθα φραστικά σε κάποιον, ιδιαίτερα αν αυτός ο κάποιος, δήλωσε εμμέσως, ότι ο Θεός, του κάνει τη ζωή δύσκολη. Προσπαθώντας να προσαρμόσει αυτόν τον ένα –κάθε φορά- άνθρωπο, στη ζωή, έχοντας του προηγουμένως καταστρέψει την έννοια: ολοκλήρωση (εννοείται ορμονικά, επειδή αυτό είναι το μέσο, η ζυγαριά για ότι κάνουν οι άνθρωποι. Δυστυχώς). Φορές αναρωτιέσαι όμως, αν η ολοκλήρωση που μας χωράει ή που άλλοι θέλουν να χωρέσουμε, πρέπει αναγκαστικά σ’ εμάς, να είναι μόνο πνευματική. Και όχι όπως στο ζωικό βασίλειο, το καθετί στην ώρα του.
Τα ζώα φαίνεται δεν έχουν ψυχή.

Εγώ διαλέγω από δω και στο εξής, τι σημαίνει ζωή.
Για μένα,
η ζωή μυρίζει φρέσκο, μόλις –απ’ το φούρνο- κέικ (όχι σοκολάτα).
Ρωτάς αν εκτιμώ την προπαρασκευή, προτού σταλθεί η εντολή, να κινηθώ κατά το σημείο αποθήκευσης του γλυκίσματος–βίου».

Κάποιος μου χτυπά την πόρτα (η ζωή είναι σκληρή, αγενής. Γιατί, περίμενες απάντηση;).

Είναι εκείνη. Η αγάπη μου.
Συνεχόμενη (χωρίς διαφημίσεις).
Οι οφθαλμοί χαμογελούν. Τα μέλη τρέμουν.
Πέρασε, μη στέκεσαι, λένε τα χέρια.
Χαίρομαι που είσαι εδώ, ζεσταίνεται η καρδιά.
Εδώ.
Ελεύθερη βούληση. Γνωριμία κοντινότερη, δίχως εξωτερικά ερεθίσματα.
«Έχω, και σου δίνω. Όλες μου τις εμπειρίες. Στο χαρτί, τυπωμένες. Οι στιγμές. Τα λεπτά στο ρολόι, διαφορετικά ανά ποίημα. Ημερομηνία. Διαθέσεις καιρού. Έμπνευση που θυμίζει σύννεφα, που ταξιδεύουν στον ουρανό, φορές, γρήγορα. Χάνοντας όμως σε σχήμα – ομπρέλα, πάνω απ’ το κεφάλι μας. Κίνηση παντού. Η φύση που δεν αγαπιέται.

Έπειτα μου έδωσες το χέρι σου, φροντίζοντας περαιτέρω, το κοινό ενδιαφέρον. Κομμάτια φροντίδας, που κρατούσες στις λεπτές, αγαπημένες σου, παλάμες, διαβάζοντας, όποτε το αισθανόσουν ανάγκη, ή απλή περιέργεια –για την υφή του χαρακτήρα μου. Τι ήταν εκείνο που άγγιξε έναν ξένο, ώστε να προσφέρει στο χαρτί, εμπειρίες. Γράμματα, στιγμές, στο ρολόι, εκείνου που θέλουμε να φτιάξουμε: το χρόνο. Περιορίζοντας τον. Μια εμμονή να ανήκει καθετί, στον γενικότερο ισολογισμό. Έλεγχος. Παντού.

Όχι.
Εμείς είμαστε εδώ.
Δίχως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, εν λειτουργία, να αρρωσταίνουν, ότι καταφέρνουν. Επειδή οι άνθρωποι βαριούνται, ένας προς έναν. Έχουν ανάγκη από χαβαλέ. Κάτι να φάνε. Να πιουν. Να καπνίσουν. Απασχολώντας χέρια και νου. Βουλώνοντας τον “νιπτήρα” των συναισθημάτων, που φροντίζουν κάθε ακέραιο χαρακτήρα.
Πόσες φορές, στο λέω εμπιστευτικά, έκανα πολλούς στην άκρη, λόγω χαβαλέ!
Είσαι εδώ. Είσαι γλυκιά.
Είσαι το κίνητρο, που ο Θεός μπορεί να καταστρέψει –αν Θέλει- αφού δεν πάω σ’ Αυτόν. Να ευνοηθώ, μόνο πνευματικά –εννοείται.
Εκτός κι αν η λογική, αποκτάται ως ρεαλισμός, και μόνο. Χάνοντας τα μικρά και τρυφερά όνειρα. Εκείνη τη διάθεση, να ‘ρθω να κάτσω σιμά σου, για να ‘βρει το βλέμμα σου, το στόχο. Εκεί που θες τώρα, κι εσύ, αγαπημένη να δώσεις διακριτικά έστω, τη θέρμη όσων ειλικρινά και αυθόρμητα, γέννησες.
Σα δυο σώματα καλοριφέρ, σε επικοινωνία με το κατάλληλο μέσο. Σου έδωσα λίγες εμπειρίες μου. Μου δίνεις κι εσύ, την παρουσία σου. Που μιλά πιο ουσιαστικά, μαλακά και γλυκά στο κουμπί: κίνητρο. Ολοκλήρωση. Ηρεμία.
Εκείνο το λίγο, να εξατμίζεται η ταραχή. Να επιθυμείς σταθερότητα. Ν’ ανακαλύπτεις εσένα. Εκείνο που αρνιόσουν, μα στο ζωικό βασίλειο, τακτοποιείται.
Κάθε φορά που σε σκεπτόμουν ήταν σα να ‘ρχόμουν σ’ εσένα. Να σε πάρω μαζί μου. Προσφέροντας τρυφερότητα και χαμηλωμένο βλέμμα. Μάτια σε μάτια, χορδές από κιθάρα. Φτερά, ηπιότερου, διακριτικού, παγωνιού –μόνο που το τελευταίο κρύβει το πρόσωπο, κι όσα η φύση χάρισε απλόχερα, ίσως».

Αγάπη

Συζητάς: κάνουμε ότι μπορούμε. Ή οι αντοχές του νου, δίνουν εντολή, να ενεργοποιηθούμε, να σαστίσουμε, να φύγουμε μακριά. Να είμαστε ατόφιοι. Εδώ. Και στο κάθε τώρα, της στιγμής, που δεχόμαστε το χτύπημα ή εκείνο που πρέπει να αντέξουμε. Για να δίνουμε, μήπως, στο παρόν, ανάλογες στιγμές;
Φορές, η φυσιολογία κάποιου, σε αφήνει άφωνο, αναγνώστη. Εννοώ ως οργανισμός, και ψάξε στο δικό σου νου, θύμησες που επαληθεύουν το σκεπτικό μου. Που απλά είναι η πραγματικότητα. Για διαφορές. Κάτι χειρότερο, μόνιμο, μη αναστρέψιμο –όχι όμως και αρρώστια- από το να έχεις μια αρρώστια.
Εμείς γλυκιά μου, είμαστε εδώ τώρα.
Χρησιμοποιούμε με τα χέρια μας, ότι μας ευχαριστεί. Καθετί λειτουργικό ή μηχανικά. Μα είμαστε άνθρωποι, γλυκιά μου, τωρινοί, με τη γεύση του γλυκού, στο στόμα. Του κέικ που η όσφρηση απαιτεί δυναμικά. Εδώ. Τώρα. Στο παρόν. Ζωντανοί. Με σάρκα. Με ηλεκτρικές λειτουργίες, εσωτερικά. Μεταδίδοντας εντολές. Αναλύοντας αντιδράσεις. Ορίζοντας τις δικές μας, που είτε ενεργοποιούνται, είτε αποφεύγουν κάτι που ζητά λύση ή περνά ως ευκαιρία.

Ευκαιρία; Με διακόπτεις.
Ευκαιρία να πράξεις το κακό, παρά να συμμετέχεις, όπως και όταν. Κατάληξη στρεβλής διαπαιδαγώγησης: ξημερώματα, ανοίγεις το καλοριφέρ, κάνοντας φασαρία, που ακούει ο γείτονας, ακόμη και πίσω από διπλά τζάμια.
Επιλογή.
Να μη βλέπεις τη ζωή.
Συνήθισες.

Γιατί ήρθες σ’ εμένα; Ρωτάς.
Μήπως επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο;
Όπως η μανία όσων θέλουν να σε καταστρέψουν –και μόνιμα (χωρίς επιστροφή. Παράδειγμα οι μη ανεστημένοι).







Είναι μια βραδιά αγάπης. Δυνατή αγάπη, και ηρεμία.
Σαν ζεστό γλυκό, που λιώνει στα χέρια και στο στόμα.
Βραδιά αγάπης και αποδοχής των ανθρώπων, που φαίνονται ήρεμοι. Σαν να έχουν όλα, συγχωρεθεί. Τα δάκρυα εκείνων που δεν αγκαλιάστηκαν ποτέ. Ή δεν έλαβαν ένα ευχαριστώ. Ή έστω ένα ισχνό δώρο. Μια χειραψία καλής θέλησης, ως συγνώμη. Επειδή τα λόγια είναι αέρας, για να γεμίζουν χαρτιά και βιβλία. Αναλύσεις. Αναφορές. Εξιστορήσεις.
Ασφάλεια.
Μακριά από ανθρώπους, που ως ανίκανοι γενικά, αδυνατούν να δουν, πότε τους δουλεύεις, και πότε απλά δίνεις τον εαυτό σου. Αφού ο χρόνος σε αποδέχεται και σ’ αγαπά. Όπως κάθε φυσικό σχήμα και ότι φτιάχνεται με τα χέρια επιμελώς. Με συνέπεια και σκέψη μακριά, αρκετά, από συνουσίες και ακαθαρσίες του νου.

Απόψε στα νοσοκομεία, η αγάπη ρέει στους “σωλήνες” των διαδρόμων. Εκπνέει στα δωμάτια των ασθενών, φροντίδα και περίθαλψη, αληθινή. Κάτι από το αίσθημα αληθινού καθήκοντος, των καλογριών μοναχών, προς την ανθρώπινη ψυχή. Απόψε, κάθε μικρός, κάθε ενήλικας ασθενής, βλέπει τρυφερότητα στα μάτια όσων έχουν αναλάβει να κρατούν παρέα, να είναι ο χρόνος κάτι αόριστο για κείνους. Τους υγιείς αγγέλους. Όχι επειδή πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Είναι μόνο μια γιορτή. Μια φιέστα.

Είσαι τυχερή γλυκιά μου, που βρίσκεσαι εδώ, καλεσμένη καρδιά και νόηση, μια ημέρα αγάπης –τόσο σπάνια πια, και κοινωνικά.
- Πόσο χρόνο έχεις; Σε ρωτώ.
- Για τι; Ανοίγεσαι προσεκτικά.
(για να σε φλερτάρω)
- Γιατί σε εκτίμησα, αποκρίνομαι.
- Τόσο γρήγορα;
- Αισθάνομαι ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον. Κάτι ξέχωρο από τη παρούσα αγορά.
- Τι εννοείς; (όλο ρωτάς, γλυκιά μου).
- Όχι επιπόλαιο. Μου αρέσει η παρέα σου. Αυτό εννοώ.
- Θα είναι σταθερή η επικοινωνία;
- Αρκεί να υπάρχει μια γλυκιά πνοή. Ένα ενδιαφέρον, από σεβασμό, για τη ζωή. Σου αρέσει η μουσική; –πλημμυρίζω τώρα έναν άλλο τομέα, συζήτησης.
Χαμογελάς φυσικά όπως αναπνέεις. Όπως αναπαύεται κανείς, κάπου που αισθάνεται ασφάλεια.
(Μήπως επειδή έχουν όλα, συγχωρεθεί; Ή από άγνοια για το βαθύτερο χαρακτήρα του άλλου;).
- Ξέρεις, κομπιάζω.
- Πες μου (γλυκιά μου. Φωνή).
- Αναρωτιόμουν τελευταία αν απομυθοποιούμε ότι έχουμε ανάγκη, μιλώ.
- Στην καθημερινότητα εννοείς.
Κουνώ καταφατικά το κεφάλι.
- Εκεί δεν σηκώνει επιπολαιότητες.
(όλο εκεί στρέφεται η συζήτηση. Η γλυκιά μου, χτίζει, τούτη τη πυραμίδα της συζήτησης).
- Ναι, πρέπει να είμαστε αληθινοί, αποκρίνομαι. Όχι όπως μερικοί στην τηλεόραση, που τη μια, το παίζουν ευαίσθητοι, χαμηλώνοντας τους τόνους. Άλλες φορές πάλι, τις περισσότερες, προσπαθούν να μοιάσουν στην Όπρα. Η λεγόμενη διπροσωπία.
(Αγαπώ κάθε τι, πάνω σου. Πως κάθεσαι. Ένας ζωντανός οργανισμός, που γεμίζει ένα μικρό χώρο. Ένα σημείο στον καναπέ. Με το έπιπλο να αποδέχεται τούτο το “βάρος”. Που είναι ψυχή, με προσωπικότητα, όπως όλα όσα αγαπάμε να θυμόμαστε).
Ντρέπομαι να σε κοιτώ, (είναι τόση η χαρά μου).
Αναπαύομαι όμως, έτσι.
Παρομοίως όπως επιθυμώ να έχω ανάγκη να θαυμάζω το ηλιοβασίλεμα, που όμως το έχω δει, λιγότερο από δέκα φορές στο βίο μου. Αν θυμάσαι, αγαπημένη ψυχή, το έντονο της φύσης, τούτου του φαινομένου.
- Έτσι να μου μιλάς –παίρνεις το λόγο.
- Χτες σκεφτόμουνα αγάπη μου, πως τα λόγια και η ποίηση, είναι όμορφα και αποδεκτά, ιδιαίτερα αν είναι χρωματισμένα με τρυφερότητα, μα η αγκαλιά ή να σου κρατώ τη παλάμη, είναι μια αίσθηση, πιο ζεστή. Που θυμάσαι, όταν είστε χώρια. Μόνο που δεν σέβονται όλοι, πως δεν θα ζήσουμε αιώνια.
- Τι θέλεις να πεις;
- Γίνομαι λίγο στρυφνός, τώρα, μα ποτέ δε μάσησα τα λόγια μου. Θέλω απλά να επαναλάβω, πως οι ζωηροί και επιπόλαιοι άνθρωποι, ποτέ δεν θα μοιάσουν ή θα “διαβάσουν” μια αξιόλογη και διαχρονική μορφή, που αρκετοί Έλληνες, ξεχώρισαν. Τούτη η άποψη, είναι αληθινή, κι όχι, πείσμα ή φραστικός πόλεμος, που είναι και ψυχοφθόρος.
- Χωρίς λόγο ύπαρξης, μιλάς τώρα.
- Χαμένος χρόνος, συμφωνώ.
- Γι’ αυτό και πολεμά ο ένας τον άλλο.
- Ως ένδειξη ανωτερότητας; -προσπαθώ να σου αφήσω μια φράση στη γνώμη, ακόμα.
- Κακή ένδειξη ελευθερίας θα έλεγα. Στρεβλή δημοκρατική έκφραση.

Πίνεις μια ακόμη γουλιά, από τσάι, με μέλι.
Το απολαμβάνεις.

- Πως τα πέρασες όλες αυτές τις μέρες; Ρωτώ.
- Κούραση (πολλές ημέρες, δουλειά).
- Καταλαβαίνω.
- Εσύ; Στρέφεσαι σ’ εμένα.
- Προσπαθούσα να σε σκέπτομαι.
- Γιατί προσπαθούσες;
- Για να δεχτώ τη ζωή.
- Τι σου έκανε;
- Η ζωή; απορώ…
Τα μάτια σου χαμογελούν.
Σαν να ‘ναι “ο δικηγόρος” της ζωής, “παρών”.
Μια ένδειξη προσέγγισης.
- Όλοι έχουμε ανάγκη από τρυφερότητα –μιλάς, πολύ γλυκά.
Συγκινούμαι.
Θέλω ν’ αγγίξω τη παλάμη σου, απαλά και τρυφερά, σα να ‘σαι η σύντροφος που επέλεξες η ίδια, να ξύσεις περισσότερο, με προσοχή, όμως, την φθαρμένη επιφάνεια, του: ανοίγομαι.
Με την ίδια αθωότητα που σε κοιτά ένα τρίχρονο παιδί. Με τα μεγάλα και λαμπερά του μάτια. Που δεν απαιτούν επεξήγηση. Ούτε οτιδήποτε άλλο, δημοκρατικό. Όπως τούτο το γραπτό που δεν στέκεται τεμπέλικα απέναντι σε ανθρώπους που ξεχωρίζουν, το γιατί. Που σέβονται. Αφήνουν.
Επειδή Δημοκρατία δεν σημαίνει να κυριαρχεί το θρασύ θάρρος. Η κατά μέτωπο, επίθεση, λόγω κυριαρχίας μιας άποψης ζωής. Ή επειδή, μας έθιξαν...
Την καλοπέραση, μήπως;
Θέλω όμως, γλυκιά μου οργανισμέ, να δίνω έμφυτα. Αυθόρμητα. Να δίνω σε μια κοινωνία που επικρατούν οι φελλοί και οι ατάλαντοι. Καλύτερα ακραίος, καρδιά μου, παρά επιπόλαιος.
Δεν έχουμε ανάγκη, ο ένας τον άλλο;
- Μετανιώνεις ποτέ, για κάτι; Εμβαθύνεις στη συζήτηση.
- Θέλω να μετανιώσω όσον αφορά σε δικούς μου ανθρώπους. Θα ήταν όμως, μια ακόμη “αγορά” εφημερίδας, αγγελιών. Όπου χιλιάδες άνθρωποι, στοιβάζονται, ψάχνοντας ο καθένας ότι απαιτεί. Απλά στοιβάζονται, όμως. Σαν απρόσωπο φάντασμα της όπερας. Ξέρεις τον χαρακτήρα.
Σε παρατηρώ που συγκαταβαίνεις.
- Δεν μπορούμε όμως να περιμένουμε την αντίδραση, πάντα, όπου επιθυμούμε.
- Δεν είμαι τόσο ακραίος, χαμογελώ. Ούτε και καλλιεργώ δύναμη (μετριάζω τι εξηγώ, μες την τελευταία φράση).
- Είχες θάρρος όμως, να με πλησιάσεις.
- Ναι, στην αρχή.
- Έτσι λοιπόν; -σου ξεφεύγει ένα παράπονο;
- Θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντι σου. Η φωνή σου, μου αρέσει πιο πολύ. Η φωνή, «του νοιάζομαι», που αντικαθιστά το άγγιγμα, ή φέρνει κοντά, το άλλο πρόσωπο, όταν επικοινωνείτε τηλεφωνικά.
- Δεν σου αρέσω; -εκπλήσσεσαι.
- Εκείνη η ζεστασιά που γέννησες σ’ εμένα, την πρώτη φορά, δύσκολα τη συγκρατώ (επειδή δεν σε έβλεπα συχνά όπως το είχα ανάγκη). Τη διατηρώ, πιότερο τούτη την ημέρα αγάπης. Μα λέω ευχαριστώ στο χρόνο που ξεδιαλύνει, αραιώνει, την ομίχλη της αντίστασης.
- Ως προς την απόρριψη; Με διακόπτεις.
- Περίπου, κομπιάζω.
- Εσύ δεν με απορρίπτεις τώρα; Υψώνεις λίγο τη φωνή.
- Αν σε απέρριπτα, θα είχα φύγει μακριά. Και δεν θα έγραφα, τούτο εδώ. Απλά θα έβλεπες παγετώνα στο κενό μου.
- Δεν θα ήμουν εκεί, να το δω.
- Θα το καταλάβαινες, όμως.
- Τι θέλεις από μένα; -δειλιάζεις τώρα, να με αγγίξεις.
- Λίγη υπομονή –τα μάτια μου, μόλις, κοκκινίζουν.
- Αν αγαπά κανείς, πρέπει να ‘ναι, πολύ.

Δεν αποκρίνομαι.
Βρίσκομαι εδώ;

Θέλω να τα ξαναπούμε.
Είναι εφικτό;





Θέλω να σε ξαναδώ.
Γιατί μου το στερείς αυτό;
(Φτιάχνει τα μαλλιά της στο πλάι, σκύβει λίγο το κεφάλι, και χαμογελά).
Θέλω να ‘ρθεις κύριε ποιητή, εδώ, ανάμεσα στα εποχιακά, Χριστουγεννιάτικα είδη, που πωλούνται σ’ ετούτο το μαγαζί. Με τις κάρτες, γεμάτες ευχές, που σπάνια μεταδίδονται, απλά γιατί ελάχιστοι, ψωνίζουν. Κλείνω με σάλιο, το φάκελο, κι έπειτα, αν η ευχή είναι από καρδιάς, ο νους είναι ευχαριστημένος.
Θα ‘ρθείς;
Σε περιμένω. Δεν εννοώ τι συμβαίνει.
Κι είναι τόσο ίδια, όλα, σε κάθε ωράριο. Η ορθοστασία με τσακίζει.
Αλήθεια κατάλαβες ότι είμαι γλυκιά;
Ένα μικρό όνειρο, να διαβαίνει η μέρα, οι ώρες, τα λεπτά. Σ’ ετούτο το ρημάδι που ονομάζεται δουλειά.
Όλα αυτά τα στολίδια, χωρίς πνοή. Χωρίς να φύγουν από δω. Να κλείνονται σε ζεστές, ανθρώπινες παλάμες, με αληθινές ζωές, σε μόνιμη κατάσταση. Σταθερή. Γιατί κι εγώ να μην είμαι ευτυχισμένη, όπως ευχήθηκες. Χωρίς να με ξέρεις καν. Μόνο από την αύρα. Αυτό το λίγο, που με κρατά και αισθάνομαι άνετα.
Άραγε, τι σκέπτονται οι άντρες όταν κοιτούν μια γυναίκα.
Σ’ αρέσω πραγματικά;
(τα μαλλιά της είναι μακριά και όμορφα. Η φωνή γλυκιά, αν και λιγότερο, όταν μιλά δυνατά, στη συνάδελφο, στο ταμείο. Να συνεννοούνται -εξηγείται).

Θυμήθηκα που ξύπνησα ξανά, μόνη, το πρωί.
Κάθισα λίγα δευτερόλεπτα στην άκρη του κρεβατιού, με τις πατούσες σαν μπαλαρίνα, στον αέρα. Λες και πετούσα, ψάχνοντας τα κύματα που εκπέμπει το δικό μου ταίρι. Έπειτα κοίταξα τις παλάμες μου, μα δεν με είδα να κρατώ, κάτι σημαντικό –εκτός από τον βίο μου.
Σαφώς επειδή, μόνο επειδή ένα δικό σου πρόσωπο, απέναντι σου, γίνεται ο φάρος, το φως μες την ομίχλη της καθημερινότητας. Το μικρό όνειρο. Η επικοινωνία που επιθυμείς να είναι τακτική. Στην θέση που σε περιμένω, ποιητή μου, άνθρωπε. Να έρχεσαι, να λες μια κουβέντα –όχι τόσο γρήγορα.
Σε προειδοποιώ όμως. Θα είμαι προσεκτική. Θα είμαι, είμαι δηλαδή, το αντίθετο σου φύλο, μόνο. Άνθρωπος είμαι. Έχω ψυχή. Αξίζω περισσότερα, για να μ’ έχεις να περιμένω.
Στο ρολόι που ρυθμίζεις, να ξυπνάς στην ώρα σου. Καταλήγοντας στον ουρανοξύστη της Κοινωνίας. Με όλες αυτές τις επίπονες σκάλες, επειδή από ψηλά, η θέα είναι πιο όμορφη. Τ’ αστέρια, το ηλιοβασίλεμα. Ακόμη και η πόλη. Που σπάνια στεκόμαστε, να δούμε όλα αυτά ή να χαρούμε.
Μα δεν μπορείς κάθε μέρα να ανεβαίνεις όλα αυτά τα σκαλιά.
Της ευτυχίας (αν με συλλογίζεσαι). Άραγε γράφεις τώρα; Έχεις ξυπνήσει; Εργάζεσαι; Ποιητή μου. Άνθρωπε πάνω απ’ όλα.
Πάλι ξύπνησα σήμερα. Επειδή έπρεπε. Είμαι εδώ. Ανάμεσα στα άψυχα στολίδια. Με τις γιορτές να πλησιάζουν. Ποιον θα κεράσω, πίσω, στο σπίτι, ένα γλυκό; Που είσαι να με βοηθήσεις με τα δικά μου στολίδια. Τη δική μου ψυχή. Το μικρό όνειρο που αρκετοί αρνιούνται και κατακρίνουν,
(Έχει αφαιρεθεί, η νέα, ετούτη. Άραγε).

Ύστερα θα ‘ρθεις να με βρεις. Φορώντας λευκά. Η καπαρντίνα “μοιάζει” με τον χιτώνα των ιπποτών, όσο είμαστε ικανοί να ονειρευόμαστε. Μες το όνειρο που θεμελιώνουμε και μπορούμε. Όπως η ατμόσφαιρα μιας θεατρικής παράστασης, που σε χαρίζει σε άλλους κόσμους. Ακόμη και σε τοπία, σα να μετατέθηκες σε άλλη χώρα. Σε τόπο που σε κάλεσε ο χρόνος. Μια σύμπτωση ίσως. Το μικρό όνειρο που φροντίζεις, πασπαλισμένο με ρεαλισμό.
Επειδή είμαι εκείνη που είδες. Τωρινό παρόν. Εργασία. Αναγκαστικά ή από συνήθειο. Να κινείσαι μες τον κόσμο, μήπως βρεις αυτό το ένα πρόσωπο που από κοινού, αποδέχτηκε την ανθρώπινη αξία. Απλά, ρεαλιστικά μα πασπαλισμένα (χαμογελά ξανά), για πάντα, με δόσεις ρομαντισμού και μικρών ονείρων, σε όσα θα ζήσουμε. Συντροφικά με το πρόσωπο που επικρατεί στο τώρα. Ορίζοντας το ίδιο, ακέραια, τις αξίες ως θέλω, χωρίς να ‘ναι προϊόν, λίγα δευτερόλεπτα, κάνοντας ζάπιγκ. Ιδιαίτερα, αργά το βράδυ, που στα μισοσκότεινα, οι άνθρωποι αισθάνονται τόσο απελευθερωμένοι, πιστεύοντας πως τα πάντα είναι εύκολα. Εφικτά. Επιπόλαια δηλαδή.
Αλήθεια, εσύ τι πιστεύεις πως θα συμβεί. Αν αποφασίσεις να ‘ρθείς, να σε δω. Τα μάτια, το βλέμμα, δίχως τα γυαλιά ηλίου –σε κλειστό χώρο. Αλήθεια, για ποιο λόγο;

Η συνάδελφος θα με “ξυπνήσει” ξανά.
Είναι ψυχοφθόρο να δουλεύει κανείς, πολλές ημέρες, συνέχεια.
Τι όρεξη, με τι όρεξη, να σκέπτεσαι κάτι άλλο,
Τώρα που επιστρέφω με αργό βήμα, έχοντας επιτέλους, σχολάσει. Ψωνίζοντας λίγο πρόχειρο φαγητό. Αν θα βρω όρεξη να διαβάσω λίγα ακόμη ποιήματα, που όμως δεν αντικαθιστούν τη φωνή. Τη χροιά. Τα σκαμπανεβάσματα της. Όταν τα μάτια δεν μιλούν, επειδή απορροφάσαι.
Άραγε είμαι η γλυκιά, στα γραπτά. Είμαι, γλυκιά;
Πρέπει να διαβάσω, παρακάτω;
Άνθρωπος είμαι, κι έχω αμφιβολίες.
Το πρόσωπο του καθενός, είναι απλά εκείνο που του ταιριάζει. Ότι μας κάνει μοναδικούς.


Μοναδικούς, ναι, γλυκιά μου, αποκαμωμένη, ψυχή.
Τι πρέπει να περιμένω από τη ζωή. μαζί σου. Ο βίος, μαζί σου. Η παρέα σου είναι, πρέπει να είναι, ο βίος; Οι ημέρες και τα διαστήματα χρόνου, που διάβηκαν, σα νερό, κατηφορικά, με ρεύμα δυνατό, φορές, στο ποτάμι που ονομάζεται ζωή. όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Αν εννοείς πως το άλλο πρόσωπο δικαιούται να ‘χει σκέψεις. Αν το δέχεσαι όπως είναι ή απομυθοποιείς ένα παρουσιαστικό, που μόνο η γλυκιά φωνή, της, συγκρατεί τα κομμάτια –σαν οστό- της αρχικής εντύπωσης.

Ο χρόνος που σου αφιερώνω. Σα να ‘ναι σημάδι.
Το μόνιμο το μελλοντικό στο τώρα, εκεί και όπου βρίσκεσαι.
Σίγουρα κοιμάσαι.
(Έχω τσακίσει το βιολογικό μου ρολόι. Ξημερώματα. Ακόμη ξύπνιος).
Δίχως χρήματα.
Δίχως σκοπό ή στόχο, στο δάσος της ζωής. Που άλλοι φυτεύουν τις εμπειρίες τους. Άλλοι ξεριζώνουν ανθρώπους, για πάντα εννοείται.
Μερικοί κλαδεύουν τις ικανότητες των διπλανών τους ή των προσωπικών τους δυνατοτήτων. Μες τη φύση. Με ήχους πουλιών και μικρών πλασμάτων για συντροφιά ή προς αποδοχή του ανθρώπινου είδους.
Όλα όσα θέλω να σου πω, ξέχωρα από ποίηση, που έτσι κι αλλιώς είναι παλιά, ξεχασμένα –όχι ξινά- σταφύλια. Τόσα που μόνο ένα ζευγάρι κάνει το χρόνο ν’ ανησυχεί, μη μπορώντας πλέον, να στενοχωρεί έν’ ακόμη πρόσωπο. Θνητό. Στεγνό δηλαδή από αγάπη.
Σίγουρα.


Μπορώ να σου μιλήσω;

Μπορώ να έρθω;
Η πίστη σε κάτι μικρό.
Εκείνος ο ονειροπόλος, που υπήρξε κάποτε, παιδί, έστω κι αν οι αναμνήσεις του τείνουν να ξεφτίσουν.
Η πίστη, ότι σε μικρά, οικογενειακής φύσεως, πράγματα, κατοικεί η ευτυχία. Όχι ως φάντασμα, μα με υγιή μυελό. Προσέχοντας από πολύ νωρίς, την υγεία,
Σαν πρόταση που δεν ολοκληρώνεται, η ζωή, μ’ εμάς απλά να προβλέπουμε,
κάτι, τέλος πάντων.
Προσφέροντας ότι θεωρούμε οι ίδιοι, όμορφο, αρκεί να το προσέχουμε, ποτίζοντας το, σαν θερμό αποχαιρετιστήριο πάρτυ ή ημερολόγιο που γράφτηκε με αγάπη και διάθεση αληθινής εξιστόρησης. Με συναισθήματα, κεφαλαίων ζωής μόνο. Αφού ούτως ή άλλως, ο καθένας βιώνει το τώρα, τη στιγμή που συμβαίνει. Με φύλλα μαργαρίτας σκορπισμένα από δω κι από κει. Θετικές ή αρνητικές απαντήσεις. Με θέλει. Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά. Κυριαρχεί ειλικρίνεια. Ως κάτι μόνιμο. Όπως οι πίνακες στα μουσεία. Η στιγμή που καταγράφεται. Η έμπνευση. Το όμορφο τώρα, με τη σκέψη ενός άλλου προσώπου ή απλά παραδομένος στην θεά έμπνευση. Γευματίζοντας μαζί της, με αληθινά φαγητά. Ζεστά. Τωρινά. Θελκτικά και απλά, εξίσου.
Ανησυχώντας, σαν νότες τραγουδιού, που γρήγορα ολοκληρώνουν το κομμάτι: να έχω, έμπνευση. Όπως είμαι. Χωρίς να ντροπιάζεται η θύμηση, από πληγές. Δίχως το σεβασμό που έπρεπε, την εποχή που όλοι μας μεγαλώναμε. Δοσμένοι στο ρόλο του, ο καθένας.
Η ζωή είναι σπίτια σφουγγαρισμένα –αν κατοικούνται.
Μελωδία στο πιάνο -όταν σε σκέπτομαι.
Τρυφερότητα, στην όψη ενός λευκού τριαντάφυλλου, που ομοιάζει με ότι φορώ, πλησιάζοντας σε, εκεί όπου εργάζεσαι.
Τρυφερός, αγαπούλα μου. Γλυκιά μου πηγή, ζωής και φροντίδας. Καρδιά μου εσύ. Δάκρυα και αγάπη εσωτερική. Όσα σου δίνω, χωρίς ανταλλάγματα. Μία μικρή εύνοια συζήτησης, προεπιλέγω, μόνο.
Ή προλογίζω, ως αντικατάσταση όσων μας έχουν πληγώσει.
Πότε θα ‘ρθεις αγαπούλα, να σε δω, να μου χαμογελάσεις;
Σε ένα άλλο σπίτι, όπου θα είναι δικό μου ή μισθωμένο. Αρκεί, ότι υπάρχει εκεί μέσα, να ‘ναι προϊόν, κόπου μου (ναι, καλά το κατάλαβες. Δεν είμαι τεμπέλης). Εκτός κι αν οι συγγραφείς είναι. χαμογελώ.
Πότε, σαν παιδί της φύσης, νοητικά, θα ολοκληρωθώ;
Μόνο να γράφω, ξέρω, γι’ αυτό μη μου ζητάς περισσότερα.
Η ζωή σε απογοητεύει, για να πάψουμε να έχουμε χιούμορ. Ή να αποζητούμε την πνευματική επαφή, η οποία γεννά σκέψεις γόνιμες. Σκέψεις που ενώνουν δυο ψυχές. Σε μια κοινή πορεία ζωής, έστω και φιλικά. Ή να πεις στον άλλο, με λόγια, πως δεν σου λέει, τίποτα.
Ο φόβος της απόρριψης, εντελώς όμως, που είναι, το πιο δυσάρεστο που ενδέχεται να προκύψει;

Ξυπνώ, ξανά τα ξημερώματα.
Μες τη προσπάθεια να κρατήσω ζεστή, τούτη τη τρυφερότητα, και πίστεψε με, σου μιλώ ειλικρινά, αγωνιώ, αν παίζω το παιχνίδι της μοίρας, που με οδηγεί κοντά σου ή απλά, η επικοινωνία μας ήταν μια σπίθα που κράτησε λίγο. Ωσότου η συνείδηση ανάψει το δικό της φάρο, μιλώντας μου, καθοδηγώντας με στην τιμιότητα, απέναντι σου. Δεν ξέρω, γιατί αισθάνομαι έτσι.
Ξανά προφανώς, από έλλειψη εμπειριών, με γυναίκες. Όπως κατέληξα.
Αν σημαίνει τιμιότητα να μένεις μόνος, είτε από φόβο προς τις γυναίκες, είτε λόγω έλλειψης κοινωνικότητας. Είτε επειδή φοβάσαι τη δέσμευση και ότι συνοδεύει αυτό. Μόνος, λόγω έλλειψης επικοινωνίας. Ή κινήτρου, πλαϊνά με το σημείο που στέκεται η μαμά ελπίδα. Ένα δωμάτιο φωτισμένο, με διακριτικό φως. Φως προερχόμενο, δυνατότερο, από τη φύση, παρά από λαμπτήρα.
Μήπως είναι το δικό σου φως, αυτό;
Θέλω να είμαι αληθινός απέναντι σου, και όχι να συνάψω μαζί σου, σχέση μες σ’ ένα θολό δωμάτιο, όπου κανονικά, κανείς δεν θέλει μα και βαριέται, να εισέρχεται. Δωμάτιο τούτη τη φορά δίχως προστατευτικούς τοίχους. Που είναι και το πιο τραγικό;
Παρά η απόρριψη;

Δεν ξέρω τι φοβόμαστε, τι θα απορρίψουν, σ’ εμάς. Στον καθένα μας.
Όσων τουλάχιστον το πρόσωπο δεν έχει ακμή, έστω κι αν είναι μόνοι, κρατώντας τα μάτια, καθαρά, μες τη διαίσθηση του προσώπου που συντελεί σ’ ετούτο το γραπτό, ενεργοποιημένη (συ είσαι).
Προσπαθώ απλά, να σου εξηγήσω, όχι ως μορφή αλληλογραφίας, μα άμεσα, τι αντιμετωπίζω, όταν κοιτώ εσένα, παρά οποιαδήποτε γυναίκα, που δεν θα εκτιμούσε άλλωστε τη νόηση μου.
Τούτο είναι το κλειδί το κατάλληλο. Η εκτίμηση.
Η προσωπική, για το: δεν με κατατρέχει τίποτα. Όλα είναι καθαρά, μες το νου, σε προέκταση συγχρόνως, μιας ειλικρινούς διάθεσης, για κάθε επαφή, ειδικά μαζί σου: να ‘ναι ξεκάθαρη, σα δροσερό νερό, ψηλά στα βουνά. Καθαρό. Χωρίς ύπαρξη απολογίας.
Ζώντας σε μια Κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν απολογούνται πλέον, για τη μη χειραγώγηση των συναισθημάτων τους, κι ας χρησιμοποιούν ένα άλλο πρόσωπο, χτυπώντας τον καρκίνο της μοναξιάς.
Κοιτώ το μελάνι στο στυλό, που λιγοστεύει, όπως και η υπομονή της ελπίδας, απέναντι μου. Ή η δική σου πρόθεση, να καλλιεργήσεις, να ψάξεις τούτο το άμεσο κάλεσμα, της μοίρας ή της φιλίας. Πασπαλισμένη με συμπαράσταση και καρτερία, δική σου. Που θα καταλήξει αυτό. Αν θα ‘ρθω σ’ εσένα, ως λευκός ιππότης ή απλά ως άνθρωπος, φιλικά (μόνο που δεν έχω ανάγκη ένα φιλικό δέσιμο, μα ένα μόνιμο, πολύχρονο, δέσιμο). Και αυτό που με κρατάει σ’ εσένα, για μένα, δεν είσαι απλά ο μαγνήτης που παράγει ενέργεια –όπως στα υδροηλεκτρικά εργοστάσια –στα φράγματα- όσο ρέεις επάνω, πίεση.
Το ψεύτικο, ποτέ, δεν ευδοκίμησε. (Βέβαια υπάρχουν και οι υποκριτές ή αλλιώς, οι καλοί.. ηθοποιοί).
Επιθυμώ απλά, μια επικοινωνία. Ή γεύομαι και παρασύρομαι, στο πεδίο επιρροής της “μάζας του πλανήτη” ζωή. Του: υπάρχω, όπως και όταν, λειτουργώντας ενστικτωδώς, με τρίμματα ονείρου. Εξακολουθώντας το πρόσωπο του καθενός, να γερνά, που είναι κι η όψη που ενημερώνει, για την ηλικία μας.
Μακάρι να ήταν έτσι, επίσης, η επικοινωνία
Η απλή ματιά, ενός ανθρώπου, προς άλλο, άνθρωπο, μόνο που δεν συμβαίνει –αν και θα ‘πρεπε- μεταξύ των δύο φύλων. Προφανώς λόγω πονηριάς, στο ντύσιμο και το βλέμμα. Ιδιαίτερα στο ύφος και σε ότι υποβόσκει. Σίγουρα όχι, σταθερό.
Πού θέλω να καταλήξω;
Τι βλέπω, όταν κοιτώ εσένα. Εννοείται από κοντά, επειδή η μνήμη μου δεν μου παρουσιάζει καθαρά, την όψη του προσώπου σου. Προσπαθώ να σε δω στο νου μου. Προσπαθώ να παραμερίσω τα δικά μου πρότυπα, που δεν ακολουθούν όμως τα εσφαλμένα ωραιοπαθή.
Οπότε σε σέβομαι ακόμη.
Η γυναίκα πρέπει να είναι γυναίκα. Να ‘χει αυτοσεβασμό.
Με ένα χαμόγελο, αποζημιώνομαι.
Αναρωτιέμαι αν είναι το δικό σου.
Η γλυκύτητα της φωνής σου. Η παρουσία σου, σ’ ετούτο το βιβλίο.

Ότι υφίστανται άνθρωποι, εδώ μέσα, αμόλυντοι από εφήμερα ένστικτα, μακριά από τη δυσωδία της ψευτιάς.
Γιατί όμως εξακολουθώ, ν’ ανησυχώ για σένα;
Γιατί θέλω να είσαι ευτυχισμένη;
Πιθανόν επειδή έχω ανάγκη –άλλη μια φορά- να το λέω αυτό. Έχω ανάγκη ν‘ ανησυχώ, να είναι οι γυναίκες, ευτυχισμένες.
Αναρωτιέμαι ακόμη, για σένα.
Τι περιμένεις εσύ, από όλο ετούτο. Αν απορείς, πού θα καταλήξει,
Παρόμοιες ώρες που μιλάμε ειλικρινά. Πρώτα σ’ εμάς τους ίδιους. Δίχως ανάγκη κριτικής ή φθόνου, προς οποιονδήποτε. Ή διάθεση να κοροϊδέψεις, ειδικότερα, τα συναισθήματα, μιας φύσης, που απλά ήρθε, ακριβώς στο παρόν, με την επιθυμία της ασφάλειας και της ηρεμίας.
Άραγε, εσένα γλυκιά μου, πως θέλεις να σε φλερτάρουν;
Με την εύνοια της απλότητας. Με ρεαλιστική σαντιγί, που πάντοτε αποδεικνύεται θρεπτική και ωφέλιμη, φυσικά, δίχως φανφάρες.
(ακόμη θυμάμαι ένα φιλί, στο μάγουλο, που δέχτηκα σ’ ένα πρόσφατο όνειρο μου, από μια γυναίκα). Μήπως ήσουν εσύ; (το δικό σου ευχαριστώ για την κίνηση μου, να σου προσφέρω λίγα ποιήματα μου). Εξίσου με τη διάθεση να απομυθοποιήσω τελικά, το παρουσιαστικό της γυναίκας, το τρυφερό, που έχω ανάγκη. Ορίζοντας τη γυναίκα ως άνθρωπο. Να έχεις όρεξη να μιλάς, μ’ έναν άνθρωπο.
Με ανθρώπινη αγάπη, που είναι άφταστο, για πολλούς, όσον αφορά τα δύο φύλα.
Αυτοί οι άνθρωποι που κοροϊδεύουν, μόνο για την επιβεβαίωση, σίγουρα είναι ανίκανοι να εκτιμήσουν, ανθρώπινα, με απλό βλέμμα, συμπονώντας μια γιαγιά, που έλαβε σύνταξη με πλαστά Ευρώ.
Η ζωή οφείλει να είναι απλή. Σαν κερί για το λαό, σε ορθόδοξη εκκλησία. Όπως το δίκαιο της ξεκούρασης, μετά από αφοσιωμένο κόπο. Αν είναι υπερβολικό, να το περιμένεις. Όπως να σέβονται οι γείτονες, εμένα και τους γύρω. Να μην ακούω τον καυστήρα τους, όλη νύχτα (έστω κι αν κάνει κρύο –φορές ανάβουν το καλοριφέρ, μέρα νύχτα. Άραγε, συλλογιέμαι, τότε, μήπως είναι τόσο πλούσιοι. Τόσο απαθείς. Τόσο φιλάρεσκοι; Μάλλον γι’ αυτό δεν έχουν κάνει παιδί ακόμη).

Προσπαθώ ακόμη να δω τι θα κάνω, γενικά.
Διστάζω απέναντι σου (η συνείδηση με σταματά;).
Τότε τι ήταν η πράξη μου, να σου προσφέρω ποιήματα μου;
Δεν σε είχα δει, καλά, παρά μόνο την αύρα σου, την ζεστή;
“Ζαλισμένος” ακόμη από το ιδανικό, που εν τέλει, στο πρόσωπο, δεν το βρίσκεις.
Έχουν λοιπόν, τόση σημασία, τα συναισθήματα;
Περιμένω τη δική σου συνεισφορά.
Γλυκά και ανθρώπινα, όπως η όψη πολύ μικρών παιδιών.

Προς το παρόν

Κρατώ τη γλυκιά σου όψη, ομιλία, και συστολή, έπειτα από τη σημερινή μου επίσκεψη, στον τόπο εργασίας σου.
Γλυκιά μου, νομίζω ότι σ’ ερωτεύομαι.
Αποκτώντας, τούτα τα Χριστούγεννα, μια πιο απαλή υφή, η οποία μαλακώνει την καρδιά.
Πιστεύεις καρδιά μου, πως θέλω να μιλώ όμορφα, σ’ όλο τον κόσμο; Μην κουράζεσαι, αγάπη.
Σε φιλώ στο μάγουλο, απαλά, με τις πιο ζεστές μου ευχές, για το μεγαλύτερο κίνητρο που μου έδωσε η ζωή. Στο να εργαστώ, εννοώ.
Κάνω ησυχία, καρδιά μου. Σκύβω το κεφάλι, ενώνοντας ξανά τα κομμάτια του πάζλ, του προσώπου σου. Επειδή αγάπη μου, μόνο τα όνειρα έχουμε, και τη φαντασία που χτίζει πύργους στην άμμο ή εκείνη την απίστευτη, γιγάντια φάτνη από άμμο, αν το είδες στις ειδήσεις.
Μόνο που η ζωή, αγαπούλα, είναι και πικρή.
Όπως η εικόνα που συνάντησα το μεσημέρι στη στάση του λεωφορείου, αφότου σε συνάντησα: Έναν ναρκομανή, που ενώ ήταν, φαίνεται, καθισμένος στο παγκάκι της στάσης, πλέον πολύ αργά, κατρακυλούσε προς τα εμπρός. Με τα χέρια του, προς τα πίσω, σαν γάντζοι. Να επιχειρεί να κρατηθεί. Μα όλο λύγιζε τα γόνατα, με το πρόσωπο ολοένα σκυφτά. Ολοένα προσπαθώντας να εννοήσει μες τον δικό του κόσμο πλέον, πως και τι. Που πατά. Που η νόηση του, του εξηγεί όλα τα αυτονόητα σε εμάς τους υπόλοιπους ελάχιστους, που τον κοιτούσαμε στην στάση. Κρίνοντας τον αφότου, μια στιγμή, σηκώθηκε όρθιος, φεύγοντας μακριά, με σπασμένες κινήσεις, ανάμεσα στα αυτοκίνητα –ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ήταν κόκκινο το φανάρι.
Είχα σκεφτεί να τον βοηθήσω να καθίσει ξανά, στο παγκάκι, μα φοβόμουν ότι θα λερώσω τα χέρια, ακόμη και τα καλά μου ρούχα (συγνώμη γι’ αυτό).
Όλη ετούτη η κοσμοπλημμύρα, μεσημεριάτικα, στα μαγαζιά, κι ύστερα μιλάμε για ακρίβεια και χαμηλούς μισθούς. Ή τρέχουν, με τον δέκατο τρίτο μισθό, στην τσέπη, να βγάλουν το άχτι ολόκληρης της χρονιάς –ή ακόμη και όλου του βίου.
Αν είναι δυνατόν ένα υλικό αγαθό ν’ αντικαταστήσει την αγάπη, τη συντροφιά. Τη συγχώρεση.
Τη συντροφικότητα.

Μόνο να περιμένω, λοιπόν, μπορώ.
Να σ’ ακούσω.
Κι ίσως συλλογιστούμε μαζί, το φετινό δέντρο, καθένας στο σπίτι του. Επικοινωνώντας τηλεφωνικά. Μια γλυκιά και όμορφη συνομιλία.
Τι λες;

Όπου να ‘ναι Χριστούγεννα.
Στο δρόμο, όλοι φαίνονται όμορφοι. Λόγω γιορτών, φαίνεται.
Φορές, σπάνιες εννοείται, σκέφτεσαι ότι οι γονείς σου υπήρξαν νέοι. Όμορφοι στο πρόσωπο. Θυμάσαι βέβαια λίγο, τις παλιές τους ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα τις ξεχνάς, επειδή όπως τα νεαρά πουλιά, τα σπρώχνει ο γονιός, στην άκρη της φωλιάς, έτσι κι εμείς (αν είμαστε τόσο τυχεροί, να μας νοιάζονται), πρέπει να πετάξουμε. “Δικαιολογημένα” λοιπόν, ξεχνάμε. Τι πέρασαν εκείνοι. Πόσο η τριβή της ζωής, κατέβαλε εκείνη την ομορφιά. Τα νιάτα.
Λίγο αχαριστία εκ μέρους των παιδιών, μου φαίνεται τούτο. Να μην σκεπτόμαστε ότι κι εκείνοι, υπήρξαν νέοι.
Όπως τώρα, γλυκιά μου, κουρασμένη, γυναίκα.
Που προσπαθούμε να έρθουμε κοντά, μέσα στο γήινο κλίμα-κτίσμα που έχουν οργανώσει οι άνθρωποι. Χάρη στο οποίο βρίσκει κανείς, εργασία (πιθανόν με μια επιπρόσθετη, μικρή, ειλικρινή, προσευχή, μια φορά στο τόσο). Μια τρυφερή σκέψη, σε όλους τους μοναχικούς και τα ορφανά της γης, που δεν έχουν το αίμα τους, πια, κοντά. Να γεννά όπως παλιά: τα τείχη τα προστατευτικά. Το γλυκό φιλί για καληνύχτα και η πίστη ότι όλα βαίνουν καλώς (όχι όταν σε ζει ο άλλος), μα ενόσω συμπαραστέκεται.
Νοητικά; Ρωτάς.
Δεν ξέρω αν βοηθά η “τηλεπάθεια”.
Απλά είναι τόσο γρήγοροι οι ρυθμοί, που δεν στεκόμαστε να κοιτάξουμε τα πρόσωπα. Τη νόηση, πίσω από τις κόρες των οφθαλμών. Όπου παίζονται, πικρές και όμορφες αναμνήσεις. Στη χαρά και τη στέρηση. Στα λάθη και τις ειλικρινείς διαθέσεις. Τα δάκρυα και τα τρανταχτά γέλια. Τα δώρα από το υστέρημα. Η τύχη, όταν μας χτυπά την πόρτα.
Το πρόσωπο σου, κι η αγάπη, μαζί, που εγκωμιάζεται.

Σου χτυπώ την πόρτα, της ψυχής,
Περιμένω να μου ανοίξεις. Ως κινητήρια δύναμη, τώρα και για πάντα (σαν όμορφο ιρλανδέζικο ορχηστικό).
Όχι επειδή είναι Χριστούγεννα, και όλοι –στο μέτρο του δυνατού- αισθανόμαστε μοναδικοί.
Όπως τα τραγούδια που αγαπάμε,
Συντροφιά, όσο λείπουμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.
Πάντοτε αγαπούσα τη μουσική.
Θα μ’ αφήσεις, εσένα;

Παρομοίως όπως τα πόδια μου λύνονται, κάθε φορά που σε συναντώ. Ακόμη θυμάμαι το πρόσωπο σου. Λίγο με μπέρδεψες σήμερα, που έβαψες τα μαλλιά σου, ή τ’ άφησες στο φυσικό τους χρώμα; Από ξανθό σε καστανό. Μ’ αρέσεις πιο πολύ έτσι. Καρδιά μου.
Όπως λέει εκείνο το πανέμορφο τραγούδι των Fleetwood mac – Land slide, αισθάνομαι ασφαλής, γλυκιά μου δύναμη, μόνο γύρω από σένα.
Αναρωτιέμαι τι συναισθήματα έχω γεννήσει σ’ εσένα. Ξημερώνοντας η παραμονή των Χριστουγέννων.
Εσύ αγαπημένη, κοιμάσαι τώρα –αύριο ξανά, δυστυχώς, Κυριακή, εργασία. Βυθισμένη σε κάποιο όνειρο;
Ακούω τραγούδια, τα αγαπημένα μου, δεκαετίας του ’80 και σε σκέπτομαι. Για μια στιγμή,
θυμάμαι, πως πήγα να ξαναπέσω, να απογοητευτώ.
Παρατηρώ όμως, το πάθος εκείνων των μουσικών, στο γυαλί, που αφιερώνονται στη μουσική τους, με ένα αίσθημα καθήκοντος, συνοδευόμενο από ταλέντο που διαχέεται τόσο φυσικά, που σε καθηλώνει.

Νύχτα.
Ξημερώματα.
Οι βιτρίνες στην πόλη είναι στολισμένες γι’ άλλη μια φορά.
Ακόμη δεν έχω κατεβάσει το δέντρο να το στολίσω. Κάτι μέσα μου, με σταματά. Μάλλον επειδή δεν έχω υπεύθυνη ζωή –δεν εργάζομαι, στο είπα. Ίσως να είναι χαραγματιές στην προσέγγιση μου. Ίσως τούτο να σε κάνει να φύγεις μακριά μου. Μα σε κρατάω στη σκέψη μου, πεισματικά. Από αγάπη όμως.
- Γιατί μ’ αγαπάς, με ρωτάς στο όνειρο σου, και χαμογελάς τρυφερά,
Όπως χθες το μεσημέρι που ήρθα να σε βρω, μες τη λευκή μου πανοπλία. Με το απλό μου, πάντα και ειλικρινές, βλέμμα. Επειδή έτσι πρέπει να επικοινωνούν οι άνθρωποι.
Γιατί σ’ αγαπώ (όσο πρόωρο κι αν ακούγεται).
Επειδή δεν μακιγιάρεσαι, ούτε θέλεις να πουλήσεις την θηλυκότητα σου.
Επειδή είσαι γυναίκα. Ντροπαλή και γλυκιά. Όχι μόνο στα δικά μου μάτια. Μια όμορφη ψυχή μες σ’ ένα γλυκό και ανεξίτηλο στα μάτια μου, καλούπι.
Δυστυχώς παραλείπεται η γνώση του χρώματος των ματιών σου, όμως και μόνο που υπάρχεις και έρχομαι και σ’ ακούω (να ‘βλεπες τη χαρά μου), χαρά μου. Τόσα χρόνια που ‘χω να αγαπήσω, όπως πρέπει να αγαπά, κανείς. Ειλικρινά. Τρυφερά. Αληθινά. Σε βάθος χρόνου, με την καρδιά εύπλαστη και ζεστή, να μένει θερμή η θύμηση. Σα να ‘ναι αγκαλιά. Κάτι δικό μας. Δεν θα ‘θελες; Μακάρι να είχες περισσότερο χρόνο, μα δείχνεις πως είσαι υπεύθυνη με το να εργάζεσαι. Χαρακτηριστικό, μελλοντικό, μιας σωστής μητέρας.
Αρκεί να χαμογελάς.
Χαμογέλα, χαρά μου.
Θα ‘ρθω να σε ξαναδώ, όταν βρω ξανά, λίγο κουράγιο, μια ελάχιστη ώθηση.


Θα ξεκινήσει λοιπόν, τούτη η δύσκολη κυριολεκτικά, για σένα, ημέρα. 10 είναι; συνεχούς εργασίας, φαντάζομαι (το ‘χω ζήσει και ξέρω).
Θα ανοίξεις τα ματάκια σου, δίχως το δικό μου φιλί ή τη δική μου πρωινή αγκαλιά, παραμονές Χριστουγέννων.
Θα ψάξεις το φως στο πατζούρι, μα θα ‘ναι νωρίς ήδη. Φυσάει σήμερα. Το κρύο θα είναι επίμονο και βασανιστικό.
- Θα ‘ρθείς σήμερα; Ρωτάς από μέσα σου, κλείνοντας ξανά τα γλυκά σου τα ματάκια. Θα ‘ρθείς, ποιητή μου;
(όχι σήμερα, καλή μου. Όχι σήμερα).
(Περιμένω να φτιάξουν τα οικονομικά μου).

Το ξυπνητήρι χτυπά προειδοποιητικά, για δεύτερη φορά.
Τεντώνεσαι. Γουργουρίζεις. Αναστενάζεις βαριά, λόγω κούρασης. Όπως και να ‘ναι, δεν υποχωρείς στις απαιτήσεις της σημερινής εποχής.
Αν είσαι τυχερή, θα ακούσεις τα πουλιά που καλωσορίζουν την νέα ημέρα.
Η μητέρα σου εισέρχεται στο δωμάτιο, σου χαϊδεύει τα μαλλιά και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, να σου δώσει κουράγιο να σηκωθείς.
(Επόμενο να είσαι τόσο γλυκιά. Είχες αγάπη στο βίο σου).
Τεντώνεσαι ξανά, και η μαμά, σου λέει καλημέρα.
Υπομονή λες από μέσα σου. Μια μέρα είναι, θα περάσει.
Θα του περάσει άραγε;
(Η αγάπη μου για σένα;).
Σηκώνεσαι καθιστή στο κρεβάτι, με τα μάτια να επιμένουν, σφαλιστά. Οι πατούσες στις μεγάλες βαμβακερές παντόφλες, δώρο της νονάς.
Ξεφυσάς.
Η μαμά σου έχει βγει απ’ το δωμάτιο.
Τεντώνεσαι. Καθαρίζεις τη σκέψη σου.
Το σπίτι είναι κρύο.
Αυτοί οι διαχειριστές της πολυκατοικίας, πεισματάρηδες.
Δεν ανάβουν το πρωί, καλοριφέρ! Μόνο μεσημέρι και μια με δυο ώρες, το βράδυ. Δεν βάζουν μυαλό.
(ούτε και οι χουντικοί, καρδιά μου).


Αφότου έχεις ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο, παίρνεις πρωινό. Ζεστό γάλα. Φρυγανιές. Τυρί. Και λίγο ζεσταμένο φαγητό από χτες.
(Είσαι όμως, τόσο αδύνατη).

Η μαμά σου σε κοιτά με στοργή. Χαμογελά συμπονετικά.
Μπρρρ, τρεμουλιάζεις απ’ το κρύο. Θα το συνηθίσεις;

Φοράς πάλι, κάτι απλό, για τη δουλειά. Αναρωτιέσαι, πότε τα μαλλιά σου θα επανέλθουν στο φυσικό τους χρώμα, μετά την τελευταία βαφή.
- Θα ‘ρθείς σήμερα;
(όχι γλυκούλα μου. Λυπάμαι. Όχι σήμερα. Σε σκέφτομαι όμως. Με το ίδιο αίσθημα ευθύνης: όπως εκείνο το ζευγάρι σε μια παλιά Ιταλική ταινία, όπου εργαζόντουσαν και οι δύο, στην ίδια επιχείρηση, μα το έκρυβαν από το αφεντικό, ώστε να μην τους απολύσουν. Το ζευγάρι έμεναν προσωρινά με τους γονείς της κοπέλας, ωσότου καταφέρουν να τα φέρουν βόλτα μόνοι τους, δουλεύοντας ο ένας νύχτα και ο άλλος μέρα. Τουλάχιστον ήταν υπεύθυνοι).

Στο λεωφορείο, απορείς κι εσύ, γιατί οι περισσότεροι νέοι, σήμερα, φοράνε ρούχα στις αποχρώσεις του μαύρου, χωρίς ικανή φαντασία, ή γούστο.
Ξαφνικά, σα να ανακατεύεσαι.
Ναυτία τώρα. Αυτό μας έλειπε, μιλάς από μέσα σου.
Κουράγιο καλή μου.

Η πόλη είναι τόσο σκληρή, χωρίς καν, να προσπαθεί.
Μου φαίνεται ότι είμαι μικρή για σένα, λες από μέσα σου.
(Πόσο είσαι; 23, 24, 21 ετών; Τι σημασία έχουν τα χρόνια, μπρος στην αγάπη, με φροντίδα, τρυφερότητα και σεβασμό. Σκέψου μόνο όσα θα βιώσουμε μαζί, ιδίως στην εποχή μας, που λόγω ακρίβειας και εργασιακής ανασφάλειας, κινδυνεύουμε. Όχι μόνο από νόμιμους και παράνομους, γνωστούς αγνώστους).

Πάλι αργούν να ανάψουν το καλοριφέρ, μες σ’ ετούτο το ρημάδι.
Άψυχα υλικά προϊόντα. Τόσο άσχημα μου φαίνονται.
(τουλάχιστον εσύ εκεί μέσα, κάνεις τη διαφορά
Η ζωή μάτια μου, δεν μυρίζει άρωμα, ούτε καλοπέραση, όπως εκείνοι οι αχάριστοι, που λαβαίνουν μισθούς, άνω των 1000 Ευρώ.
Μακάριοι όσοι αντέχουν να είναι εργαζόμενοι σε καταστήματα, παντός νομίμου είδους. Οι υπόλοιποι απλά πιστεύουν, πως το σαββατοκύριακο είναι μια αδιαπραγμάτευτη άνεση.
Τι κρίμα να αρχίσει να δουλεύει κανείς, και κυριακή.
Ετούτο φοβάμαι.
Μη δε βρίσκω χρόνο να έρχομαι κοντά σου. Εκτός εργασίας, όμως.

Αναρωτιέμαι αν πρόσθεσα λίγο παραμύθι στη ζωή σου.
Είναι αναγκαίο το όνειρο, πια, δε συμφωνείς;

Η τρυφερότητα που σου προσφέρω, δεν είναι όνειρο).


Ενόσω εσύ διένυες τα τελευταία λεπτά, του πρωινού σου ύπνου, εγώ σχημάτιζα το πρόσωπο σου, στον νου μου. Το σχημάτιζα.
Δεν σε σκέφτηκα ούτε μια φορά, πονηρά, κι αν ετούτο δεν δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον, δεν ξέρω τι, τότε.
Εύχομαι ο Άγιος Βασίλης, να σου δείξει κάτω από το δέντρο, φέτος, την αγάπη που τρέφω για σένα, επειδή θα ‘ναι πιο ζεστή εκείνη η γωνιά, σε σχέση με το υπόλοιπο δωμάτιο. Έστω και αν οι διαχειριστές δεν σας ανάβουν το καλοριφέρ, τα πρωινά. Πιστεύω πως το συγκεκριμένο, των Χριστουγέννων, θα κάνουν μια εξαίρεση. Ενόσω θα δέχεσαι τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Με τη φαντασία σου, θα δεχτείς επίσης εμένα, στο σπιτικό, ως σύζυγο.
Ως άνθρωπο.
Φορώντας τα λευκά μου ρούχα, με τη καφέ καπαρντίνα και τα ασορτί καφέ, καλά παπούτσια.
Θα με υποδεχτείς στη πόρτα, μ’ ένα φιλί, και κρατώντας την ζεστή μου παλάμη –από αγάπη μόνο- χαμογελώντας μου, αποκλειστικά όπως εσύ γνωρίζεις.
Θα με οδηγήσεις στο φιλικό σου χώρο. Ακούγοντας Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όχι μόνο στα αγγλικά (ελπίζω φέτος να πουν τα κάλαντα, παιδιά της γειτονιάς). Όλοι σήμερα, φόρεσαν τα καλά τους συναισθήματα, ως συνέχεια όμως του: κάθε εμπόδιο για καλό. Και έχε ελπίδα.
Δες με πως σε κοιτώ, απλά.
Σαν αίσθηση. Πνεύμα των Χριστουγέννων, χαρμόσυνο.

Καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε. Όλοι μαζί. Ίσως να γνωριζόμαστε από παλιά. Για λίγο ζήτησες απ’ τη μητέρα σου, κάτι από το γιορτινό τραπέζι, που δεν έφθανες, μα όταν έστρεψες τα μάτια σου στην διπλανή καρέκλα, έλειπα.

Ναι. Εξακολουθείς να θυμάσαι, το σημερινό όνειρο, προτού καλά ξυπνήσεις. Πριν το δεύτερο ντρίν, του ξυπνητηριού.
Ακόμη, παραμονή Χριστουγέννων. Στη δουλειά.
5 παρά τέταρτο το απόγευμα.
Δε λέει να περάσει η ώρα. Η ορθοστασία, σ’ έχει λυγίσει πιο δυνατά, σήμερα. Σαν εργαλείο που στρίβει βασανιστικά μια βίδα, λες και θα περάσει και τον τοίχο.

(Τι κρίμα να μην ακούτε μουσική εκεί μέσα).



Είχες ρωτήσει, γιατί σ’ αγαπώ.
Γιατί σ’ έχω κοντά μου διαρκώς, με τη σκέψη.
Γιατί θέλω να ‘ρχομαι να σε βλέπω περισσότερο.
Γιατί επιθυμώ να μιλήσουμε, μόνοι μας, από κοντά. Γιατί η ζωή είναι μικρή κι όταν αγαπάς, δεν πρέπει να κρατάς τα προσχήματα.
Σ’ αγαπώ γιατί δεν έχεις τίποτα πονηρό πάνω σου.
Άρα –πίστεψε το- αξίζεις περισσότερο.
Σ’ αγαπώ όπως η όψη ενός ζεστού, ξύλινου σπιτιού, ή έστω με ξύλινη επένδυση εσωτερικά, από τοίχο σε τοίχο.
Σ’ αγαπώ όπως ένα ραντεβού, Χριστουγεννιάτικα, βράδυ, σε ένα όμορφο εστιατόριο, μες την αίγλη της Ελληνικής επαρχίας. Στολισμένο όμως κι αυτό, σε σημεία που στέκουν διακριτικά. Όπως είναι η γνήσια αγάπη για καθετί.


Σ’ αγαπώ για ότι θα συμβεί το βράδυ, αφότου ξεκουράσεις λίγο, τα ανθρώπινα, μα τόσο ντελικάτα, πόδια σου.
Ενόσω κατέκλυσε κι εσένα, η μελαγχολία. Ή έχει φτάσει σ’ εσένα, η δική μου, επειδή στέκομαι μακριά σου. Έστω και ξεκούραστος. Μη νομίζεις όμως πως δεν καταλαβαίνω.

Δεν χρειάζεται να ξαναγίνεις παιδί, και να καθίσεις στα γόνατα του Άγιου Βασίλη, ώστε να πιστέψεις σ’ Εκείνον, που φροντίζει τ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Έστω κι αν πράττουν λάθη (αν τα επαναλαμβάνουν;).

Κάτι σε στενοχώρησε, αγάπη μου.
Δεν είναι η κούραση τόσο, ούτε η αβεβαιότητα, αν “θα μου περάσει” όπως μου αφηγήθηκες –τηλεπαθητικά.
Μήπως επειδή “δεν σου κρατώ το χέρι” πλέον;
Γιατί αισθάνεσαι έτσι, αγάπη μου;


Ένας αδύναμος –μοναδικός- κτύπος κουδουνιού, στο τηλέφωνο.
(Δεν είμαι όπως εκείνοι που τσακώνονται με το ταίρι τους. Δεν θα σου φερθώ, ποτέ, άσχημα. Για μένα είσαι τόσο πολύτιμη).

Τίποτα απ’ όσα κοιτάμε γύρω μας μέσα στο σπίτι, δεν αντικαθιστούν έναν άνθρωπο.
Άλλος ένας αδύναμος κτύπος, στο τηλέφωνο.

Ξέρεις τι θα ‘θελα πραγματικά.
Να έρθεις κοντά μου, να σε κοιτάξω στα μάτια (να δω τι χρώμα έχουν), κι εσύ να γίνεις μέλος τούτης της αύρας, της διακριτικότητας.
Όλα όσα αποκαλύπτεις με μια τέτοια κίνηση. Ή λέγοντας «με αγάπη», ώστε να αφήνεις να εννοήσουν, πως τους αγαπάς, μα ο καθένας έχει ανάγκη το χώρο του. Το πλάνο βίου. Ήρεμο και ευωδιαστό, από το λουλούδι των χαρισμάτων.


Τώρα το τηλέφωνο χτυπά, κανονικά. Κουδουνίζοντας επαναλαμβανόμενα. Είναι βράδυ. Παραμονή Χριστουγέννων.
Το σηκώνω.
- Ναι; Ρωτώ ποιος είναι.
- Εγώ …
- Ποιος είναι, παρακαλώ –διατηρώ την ήρεμη φωνή.
- Εγώ είμαι. Η …
- Το ξέρω γλυκιά μου.
- Μ’ αγαπάς; ρωτάς μ’ ένα μικρό παράπονο.
- Σ’ αγαπώ. Πιστεύω πως ως τώρα θα έχεις καταλάβει το ενδιαφέρον μου.
- Αλήθεια; -μιλάς σιγανά τώρα.
- Αληθινά, σπουργιτούλα μου.
Εκείνη, την παίρνουν τα κλάματα.
- Τι είναι; Τι έχεις;
- Τίποτα. Δηλαδή (διστάζεις). Έτσι, χωρίς λόγο. Να, πριν …
- Είσαι καλά; Όλα εντάξει; -ανησυχώ.
- Ναι, ναι. Φυσικά –δυναμώνει την ένταση της φωνής. Απλά πιο πριν, να, έτσι, χωρίς λόγο, είχα συγκινηθεί. Για 4, 5 δευτερόλεπτα δηλαδή.
- Όλα εντάξει;
- Ναι, βέβαια. Καλά. Ανησυχείς; (γλυκαίνεις τη φωνή σου).
- Πάντα θα ανησυχώ.
- Πάντα;
- Ναι, γλυκιά μου.
- Είμαι γλυκιά; -εξακολουθείς να μιλάς γλυκά.
- Πολύ, γλυκούλα μου.
- Έχεις γράψει κάτι άλλο για μένα;
- Ναι.
- Θα μου το διαβάσεις;
- Το θέλεις;
- Το θέλω.
- Ότι θέλεις. Όλα για σένα. Περίμενε λίγο.
Αφήνω απαλά το ακουστικό, και σηκώνομαι σα σίφουνας.
Επιστρέφω πολύ γρήγορα.
- Έλα.
- Εδώ είμαι –μιλάς τώρα, φυσικά. Ήρεμα.
- Έτοιμη;
- Έτοιμη (χαμογελάς).
Ξεκινώ να διαβάζω:

«Εσύ που με κρατάς στα χέρια σου, ξανά, απόψε. Χρόνος δικός σου, από μένα. Η παλάμη μου, γλυκά, στο μάγουλο σου.
Φύλλα λόγια, κομμένα απ’ το δέντρο της ψυχής. Πράσινα φύλλα, σαν από βροχή, υγρά. Η δροσιά μου ποτίζει τη δική σου. Τις ντελικάτες σου παλάμες. Τα λεπτά δάκτυλα, που γυρίζουν σελίδα σελίδα, τον κόπο των ματιών, σε τέσσερις τοίχους. Είσαι εδώ. Γράφω σα να σ’ αγκαλιάζω, κι εσύ να περιμένεις τις επόμενες λέξεις. Για σένα μόνο. Αναρωτιέμαι αν θα με θυμάσαι αύριο, που θα δουλεύεις. Ακόμη κι αν δεν κράτησα το χρώμα των ματιών σου –σε ποια φύλλα να κοιτάξω, μήπως δω το καθρέφτισμα τους. Μήπως σε αισθανθώ, όπως αισθάνεται κανείς το λουλούδι στα χέρια του.
Λουλούδι που κόβεις στο δρόμο προς την εργασία ή όταν επιστρέφεις. Ποια μάτια, τα μάτια σου, χορδές από κιθάρα. Μουσική που ανατριχιάζεις, ενορχηστρωμένος με την αγάπη.
Αναρριχόμενα έγιναν τα δικά σου χέρια κι ήρθαν και αγκάλιασαν το λαιμό μου, τόσο γλυκά, επειδή εσύ η ίδια είσαι γλυκιά, ακόμη κι αν δεν είχαν χρώμα τα μάτια σου. Πρέπει να σε αγαπήσω, μήπως τα βαπτίσω καστανά, σα να ‘μαστε τώρα ένα, τώρα και για πάντα. Να αγχώνεσαι λιγότερο, στη δουλειά. Να σε ποτίζει η ζεστασιά των συναισθημάτων που χρόνια αρνιόμουν, ανολοκλήρωτος.
Φαντάσου ότι η αύρα μου σε τυλίγει και κάθε τόσο, σε φιλά, για να χαμογελάς μόνο. Μια τρυφερότητα που προσφέρεται τώρα, σα χορός και σφιχταγκάλιασμα λικνιστικό, μέσα στη νύχτα. Κάπου έξω, να βλέπουμε θάλασσα, πίσω από την μεγάλη τζαμαρία. Υπό το φως των κεριών. Πέτρα σα νιάτα που μένουν για πάντα, νιάτα. Σφρίγος συναισθημάτων. Άλλο ένα φιλί.
Όσες μπόρες και να ‘ρθουν, εμάς, γιατί να μας πειράζουν; Όσο είμαστε κοντά. Σου προσφέρομαι. Εσύ από κει που ξεφυλλίζεις τα φύλλα της καρδιάς μου. Τα ποιήματα που θέλανε να γίνουν εμπειρίες. Θέλανε ν’ αποκτήσουνε φωνή. Μια απαγγελία από τα χείλη σου. Όπως ένα ήσυχο σπίτι, που χαίρεσαι να επιστρέφεις και να φροντίζεις. Πρώτη την ψυχή που βρίσκεται μέσα.
Τι χαρά, γλυκιά μου, να μπορώ να αγγίζω έστω κι έτσι, μετά από χρόνια, πολλά, μια γυναίκα, που είναι η ώρα που γέρνει, μαζί με το όνειρο που ακολουθεί, ενόσω κοιμάσαι, με εμένα φρουρό της ψυχής σου. Ακροδάκτυλα που μόλις αγγίζω. Βλέμμα που φροντίζει μόνο εσένα.
Κοιμήσου αποκαμωμένη μου, γλυκιά ύπαρξη.
Το βλέμμα μου είναι σα μάγουλο πλάι, τρυφερά, στο δικό σου. Η νύχτα γεννά χρώματα στου καθενός το περίγραμμα. Η κουβέρτα έχει γήινους τόνους. Η ώρα είναι τώρα και πάντα. Οι δείκτες, φύλλα που χορεύουν –να άκουγες τη μουσική. Η καθημερινότητα όμως, αγωνιά να μας χωρίσει. Σα πλάκες στα πεζοδρόμια που δεν σφουγγαρίζονται. Σαν μαυρισμένες προσόψεις, κτιρίων, που όλοι αποδέχονται. Το στυλό, βάφει μπλε, το χαρτί. Την υγρασία φοβάμαι. Την άρνηση της καθημερινότητας, έτσι απαιτητική όπως έγινε.
Έπειτα, έκλεισα τα μάτια: είδα πως ξημέρωσε.
Σου έφτιαξα πρωινό. Σε φίλησα στο πλάι του λαιμού. Κράτησα την παλάμη σου, για λίγο μόνο. Έστρωσες τα μαλλιά σου, μαζί με την δική μου τη ζωή.
Σε είδα απ’ το παράθυρο που σκούπιζες τα παπούτσια στο γκαζόν, το νοτισμένο από τη βροχή. Τύλιξες πιο σφιχτά τώρα, το κασκόλ. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Κάθισα για άλλη μια φορά να σου γράψω. Ένα μικρό δώρο που ξέρεις, είναι πάντα, μοναδικό.
Οι προσόψεις των κτιρίων στολισμένες, περιμένονουν την παραδουλεύτρα χαρά, να πάει παντού. Δωρεάν. Δίχως κόπο.
Έπειτα ήταν μια ώρα μια πόρτα, που η κλειδαριά ήταν εσωτερικό σπιτιού, ολόκληρο. Τοίχος πίσω από την πόρτα της εισόδου. Ελληνική γλώσσα χωρίς την κατάλληλη έκφραση».

- Αυτό ήταν.
- Τέλειωσε; Ρωτάς.
- Ναι.
-μικρή παύση αμηχανίας-
- Είσαι κουρασμένη;
- Κάθομαι πιο άνετα, τώρα.
- Ακόμη δεν έχεις ρωτήσει τ’ όνομα μου, προσθέτεις.
- Όλες αυτές οι μέρες. Δίσταζα.
- Γιατί;
- Από αμηχανία.
- Κι όμως είσαι τόσο άμεσος στο τηλέφωνο.
- Όταν αγαπά κανείς, δεν κρατάει τα προσχήματα.
- Αυτό, ισχύει και για μένα; (γίνεσαι όλο και πιο πολύ ρεαλίστρια).
- Το είδα στο τρυφερό σου χαμόγελο, την τρίτη φορά που ήρθα να σε δω.
- Ήταν τόσο έκδηλο;
- Δεν υπάρχει αυτό που λέμε, χρόνος επαρκής, για άλλα λάθη, που λέει και το τραγούδι –χαμογελώ.
- Σχετικά με τι;
- Με τη ζωή. Με τον παράγοντα ολοκλήρωση.
- Μίλα μου απλά.
- Απλά, καρδιά μου.
- Πως σου φαίνομαι κατά τ’ άλλα;
- Γλυκιά.
- Είμαι; -γουργουρίζεις.
- Είσαι.
- Και λίγο μικρή, ε;
- Για ποιον;
- Για σένα.
- Για μένα ή για σένα; (παίζουμε το μπαλάκι της ευθύνης).
- Δεν είναι όλες οι γυναίκες, ίδιες.
- Thank God, αποκρίνομαι.
- Ούτε όλες, είναι ήρεμες, όπως εγώ.
Ευχαριστώ γι’ αυτό.
- Μ’ αγαπάς; Ρωτάς.
- Λειώνω.
- Γιατί;
- Μου αρέσεις.
- Αληθινά;
- Αληθινά. Διαφορετικά δεν θα ξεκινούσα την προσέγγιση.
- Έστω και άνεργος;
- Ναι. Συγνώμη γι’ αυτό.
- Διστάζεις; Νόμιζα ότι ήσουνα πιο διαχυτικός, τόση ώρα.
- Είμαι. Δεν με σταματά η πεπατημένη. Ούτε έχω χρεία για υλικά. Μπορώ να σου πω πως δεν δίνω ούτε σημασία. Σε αντιστοιχία με το να αγαπάω και το έχω ανάγκη να δίνω. Καιρός ήταν. Μόνο έτσι μαλακώνει η καρδιά μου.
- Όποιος έχει αγάπη, έχει τα πάντα, (μιλάς ειλικρινά).
- Δεν ισχύει πάντα. Τι να την κάνεις την καλοσύνη, αν δεν δείχνεις τρυφερότητα.
- Μπορούν μεταξύ μας να είναι όλα, τόσο απλά;
- Ναι αγάπη μου, μπορεί. Θα δεις το βλέμμα μου, από 27 του μηνός που θα ‘ρθώ. Να δω επιτέλους το χρώμα των ματιών σου.
- Θα ‘ρθείς;
- Θα ‘ρθώ, άγγελε μου.
- Θες να σου πω τι χρώμα έχουν;
- Όχι, άσε με να τα κοιτάξω μόνος.
- Έλα να τα δεις.
Χαμογελώ, χαρούμενος.
- Τι φάγατε σήμερα; Αλλάζω θέμα συζήτησης.
- Χυλοπίτες με κρέας.
- Νόστιμο ακούγεται.
- Ναι, ποιητή μου.
- Με εμπιστεύεσαι, λοιπόν.
- Κάνω μια αρχή.
- Κι ο ίδιος την αποδέχομαι. Όπως και το δέντρο, όταν είναι αναμμένα τα λαμπάκια.
- Έχεις στολίσει;
- Όχι γλυκιά μου. Κάτι με σταματούσε, μέσα μου. Εσύ;
- Το κατέβασε η μαμά, μα είμαι τόσο κουρασμένη, τόσες ημέρες, εργασία.
- Καταλαβαίνω. Σ’ ακούει κανείς, τώρα;
(συνέχεια)

- Όχι. Η μαμά είναι πολύ διακριτική. Συνήθως πάει στην κουζίνα, κι όλο και κάτι ετοιμάζει, όταν μιλώ στο τηλέφωνο. Θέλεις να στολίσουμε μαζί; -μιλά τώρα, πιο ανέμελη.
- Ξεκουράστηκες;
- Ότι μου δίνει χαρά, με ανανεώνει.
(μόνο λίγη;)
- Εσύ θα στολίσεις; Παίρνει ξανά, το λόγο.
- Μισό λεπτό να κατεβάσω το δέντρο απ’ το πατάρι. Έχεις ανοιχτή ακρόαση;
- Έχω.


Το δέντρο μου είναι πλαστικό, σε τρία κομμάτια, αν και όλα, είναι τόσο βαριά και άτσαλα να τα χειριστείς.
- Είσαι εκεί; ρωτάς.
- Ναι. Μισό λεπτό ακόμα, παρακαλώ.
Επιτέλους καταφέρνω να ενώσω τα κομμάτια. Μου σπάσανε τα νεύρα.
- Πως πάει εσύ;
- Ά, το δικό μου είναι ήδη έτοιμο, στημένο από χτες, μα χωρίς στολίδια.
- Καλό είναι αυτό. Σε φροντίζουν.
- Είμαι τυχερή.
(αγαπούλα μου)

- Δεν έχω και πολλά στολίδια (ακούγεσαι).
- Δεν πειράζει. (Τώρα μιλάς φυσικά ήρεμα. Ίσως και τυπικά).
- Μόνο το χρόνο το τωρινό, μπορώ να εμπιστευτώ. Ήθελα να το ξέρεις, μιλώ.
Ακούω ήχους στολιδιών να βγαίνουν από σακούλες. Πράττω το ίδιο.
Η συνομιλία έχει γίνει ανθρώπινη.
Τωρινή. Ανοιχτή επικοινωνία. Ανθρώπινη. Δίχως την υποκρισία ότι υποδύεσαι έναν άλλο εαυτό.
Αν και ήμουν περισσότερο διαχυτικός, για πρώτη φορά, απ’ όσο έπρεπε (Και ο κεραυνοβόλος;)
Ή μήπως εκείνη, “έσπασε” και παραδέχτηκε ότι της αρέσω, επειδή είναι κουρασμένη.

- Τι κάνεις; διακόπτεις, τις σκέψεις μου.
- Έχω αραδιάσει τα στολίδια και προσπαθώ να δω, τι θα πρωτοβάλω στο δέντρο.
- Είναι ψηλό;
- Γύρω στο 1 και 70 εκατοστά, νομίζω. Εσένα;
- Κάπου εκεί, πιστεύω. Ίσα ίσα, με φτάνει (διαισθάνομαι ότι χαμογελάς).
Της εξηγώ τώρα ότι διαλέγω κάτι κουτάκια δωράκια, καμιά εικοσαριά, δεμένα σ’ ένα σπάγκο. Σε διάφορα χρώματα. Μια μικρή θηλιά και τα υπόλοιπα κρέμονται κάθετα, σε ευθεία. Εκείνη κρεμά εδώ κι εκεί, τρεις μπάλες κόκκινες, με λευκή χρυσόσκονη, μέχρι τον “ισημερινό” του στολιδιού.
Βρίσκω μια μπάλα, καφέ, με παραστάσεις Χριστουγεννιάτικες και μια περίεργη γραφή.
- Τι λέει; Με ρωτάς.
Κοιτάζω πιο προσεκτικά.
- Νότες! Μιλώ ξαφνιασμένος. Πρώτη φορά το παρατηρώ. Ωραίο είναι.
- Φαντάζομαι.
- Φάτνη έχετε; Σου στέλνω την απορία μου.
- Μπα, δε μ’ αρέσει. Το βλέπω σα κοροϊδία.
- Καταλαβαίνω.
- Έχουμε όμως ένα καραβάκι.
- Παραδοσιακά. Μεγάλο;
- 40, 45 εκατοστά, στο μήκος. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς.

Εκείνη του ρίχνει τώρα, μια πιο προσεκτική ματιά.
Περιγράφει: έχει ένα πανί μπροστά. Μια καμπίνα, και χώρο πίσω. Δεν έχω ιδέα από ψαροκάικα. Εσύ;
- Όχι, δυστυχώς. Για φάτνη που μου είπες πιο πριν, όχι, δεν έχω. Αλλά θα ήθελα να πάρω κάποια στιγμή. Μια καλή. Εκεί όμως που έφτασαν οι τιμές. Γύρω στα 20 Ευρώ για μια περιποιημένη φάτνη, σαν αληθινή. Όχι βέβαια πλαστική.
- Δεν μπορείς;
- Είμαι άνεργος τώρα, και δυσκολεύομαι.
Καμία αντίδραση της.
- Βρήκα μια φορά ένα ωραίο μήλο, ¼ δηλαδή, κι αυτό το στολίδι με ασημένια σκόνη. Και φθηνό. Το ‘κανα γούστο –μ’ ακούς που μιλώ.
- Τι θα πήγαινε τώρα; Αναρωτιέσαι φωναχτά. Ά, βρήκα κάτι ωραία κόκκινα τσαντάκια. Δύο. Σαν γούνινα, μ’ ένα τριαντάφυλλο κόκκινο, πιο ανοιχτό τώρα, να σφραγίζει ας πούμε, τον σάκο.
- Ο ίδιος, έχω τοποθετήσει λίγο ψηλά, μια ασημένια μεγάλη μπάλα. Λίγο ψηλότερα. Τώρα δένω κάτι χρυσούς κόμπους, φιόγκους, χρυσούς από ύφασμα.
Ακούω Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μέσω της τηλεφωνικής γραμμής, από το σπίτι της.
- Τι βάζεις τώρα; Ρωτάς.
- Κάτι μουσικά όργανα. Μια άρπα, δηλαδή δύο, διαφορετικές. Η μία φέρνει στο πιο αρχαίο. Ένα άλλο είναι σα μπουζούκι, στο πιο παραδοσιακό. Και.. Αυτά. Εσύ;
- Έχω τακτοποιήσει έναν μεγάλο Άγιο Βασίλη, κούκλα, πλάι στο δέντρο.
- Στο πάτωμα είναι το δέντρο σου; σε διακόπτω.
- Ναι. Που αλλού; Πατάει σ’ ένα Χριστουγεννιάτικο χαλί. Εσένα;
- Πάνω σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι. Κάτι έλεγες.
- Μετά την κούκλα Άγιο Βασίλη, κρέμασα μια ωραία μικρή κρυστάλλινη άμαξα, όπως οι βασιλικές, οι παλιές. Τώρα κρεμώ έναν ωραίο άγγελο, κούκλα, όσο μια αντρική παλάμη, νομίζω. Δεν μου άρεσε και τόσο το πρόσωπο, αλλά δεν έβρισκα κάτι καλύτερο. Και τώρα … Περίμενε.
Βρίσκω ένα ωραίο ελάφι. Ο σπάγκος το συγκρατεί σ’ ένα κλαδί, με χάρη. Τοποθετώ τρεις φιγούρες από πορσελάνη, αντί για φάτνη, στη βάση του δέντρου. Είναι σα χιονάνθρωποι, με τα σκουφάκια τους. Κάτι κρατούν. Δεν μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Τέσσερα δάκτυλα ενωμένα στο πλάι, για να σου δώσω μια πρώτη εικόνα για την όψη τους.
- Είπες κάτι; στρέφει σ’ εμένα την προσοχή της.
- Μ’ ακούς; Νόμιζα ότι ήθελες να μιλάμε. Είναι και η μουσική.
- Σ’ ενοχλεί;
- Όχι. Απλά..
- Στάσου, βρήκα κάτι καλό.
- Τι, γλυκιά μου;
- Ώρα είχες να με πεις, έτσι.
- Ναι –χαμογελώ.
- Και τώρα –ενθουσιάζεσαι- κάτι ωραίες πορσελάνινες, πολύ μικρές, κούπες, με σκοινάκια-κλωστές. Και, και, περίμενε!
- Τι, τι; Συμμετέχω στη χαρά σου.
- Κορνιζούλες. Οι αγαπημένες μου. Χωρίς φωτογραφία όμως, σε διάφορα χρώματα.
- Έχεις τόσο ωραία στολίδια.
- Τι είπες;
- Έχεις τόσα ωραία στολίδια, φωνάζω λίγο δυνατότερα.
- Δεν είναι τίποτα, αποκρίνεσαι. Μόνο μικρά, ωραία, αντικείμενα για τούτες τις μέρες.
- Σου χάλασα την όρεξη;
- Όχι, απλά πεινώ πάλι. Μισό, να πάρω κάτι από την κουζίνα.

Η φωνή της σταμάτησε να ακούγεται. Δεν είναι ο τύπος της να φωνάζει. Τουλάχιστον έχει τρόπους. Δεν είναι κακιά, όπως τόσες και τόσες, εκεί έξω, που αν τους πας κόντρα, είναι έτοιμες να χιμήξουν να σε φάνε. Και η πιο απλή γνώμη, τις ενοχλεί.
Με πιάνει κι εμένα, πείνα.
Κάθομαι για λίγο. Καθαρίζω ένα πορτοκάλι.
Εξακολουθώ να ακούω κάλαντα στα αγγλικά, από κάποιο cd της.
Προσπαθώ να ξεγελάσω τον χρόνο και την ώρα που απομακρύνεται, βραδιάζοντας γρήγορα. Λεπτά που μου αφιερώνει απ’ τον πολύτιμο χρόνο της, τούτη η νέα γυναίκα. Που μια ανοίγεται, μια είναι σκεπτική. Δίνεται, μα επιμένει στην ελευθερία της. Όπως πρέπει δηλαδή. Ότι χρειάζεται μια ανθρώπινη επικοινωνία, για να επιβιώσει.
Ακούω τώρα, κάτι περίεργους θορύβους από την άλλη πλευρά της γραμμής.
Είναι τόσο μονότονα τα δικά μου στολίδια, εμπρός στα δικά της.
Έχει χαμηλώσει τη μουσική.
Ένας ξύλινος ήχος ακούγεται τώρα.
- Τι ‘ναι αυτό; Ρωτώ.
- Μια συρταριέρα, με δύο θήκες. Ξύλινη. Όμορφη. Με σκεπή. Έχει πλάκα.
- Που θα τη βάλεις;
- Χμ. Δεν ξέρω.
- Πως πας από φιλίες; Δεν θα ‘θελες να στολίσεις μαζί τους, το δέντρο;
- Αν ήθελα, θα το είχαν κάνει μόνες τους, χωρίς εμένα.
- Πως έτσι;
- Είναι πολύ φίλες, γι’ αυτό.
- Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο.
- Να έχεις φίλους;
- Όχι, αποκρίνομαι. Να σε συμπονάνε στην πράξη.
- Ενώ εσύ.
- Όχι, δεν έχω παρέες. Μόνο μια ξαδέλφη που με νοιάζεται.
- Πάλι καλά.
- Ναι, πάλι καλά. Εσύ;
- Τι εγώ;
- Οι φίλες σου.
- Τι, οι φίλες μου; Μην είσαι περίεργος.
- Συγνώμη.
- Έλα, χιούμορ. Ποιητή μου.
- Μ’ αποδοκιμάζεις.
- Όχι. Απλά ευθύμησα. Και για να ξέρεις, είμαι πολύ προσεκτική τι συζητάω με τις φίλες μου.
- Συγνώμη. Κάθεσαι; -ρίχνω τους τόνους.
- Περίπου.
- Τι άλλα στολίδια έχεις; (να ‘μουν εκεί, μαζί σου).
- 4 υπέροχα κοτσάνια, καλαίσθητα πλαστικά, ψεύτικα λουλούδια. Τα τοποθετώ ανάμεσα στα κλαδιά, προς τα έξω. Έτσι κι αλλιώς δεν κρεμιούνται.
- Ωραίο ακούγεται.
- Περίμενε. Κι άλλα: Γιρλάντες. Χάρτινες Χριστουγεννιάτικες παραστάσεις, με σπάγκο. Όχι σαν κάρτα. Πιο μικρές. Μια κάλτσα εορτών, που έτσι κι αλλιώς, δεν χωρά τίποτα –γελά.
- Αγαπούλα μου.
- Ένα ξύλινος Άγιος Βασίλης, με σπαστά μέλη, σα μαριονέτα. Μερικά άλλα στολίδια που συμβολίζουν τις διαθέσεις του καιρού: Ήλιος, σύννεφα, συννεφιά βαριά. Χιόνι. Δεν ξέρω αν πάνε, αλλά μου άρεσαν.
- Φορτώνεις συχνά, το δέντρο;
- Με πειράζεις (μιλάς σα να νιαουρίζεις).
- Όχι, απλά διασκεδάζω.
- Όπως νομίζεις.
- Τι άλλο; Στην κορυφή του δέντρου σου;
- Ένα άστρο, έχω, και, περίμενε, (ο ίδιος ολοκληρώνω το δικό μου στόλισμα), και κάτω από αυτό (σε ακούω να μιλάς ξανά), το άστρο που σου είπα, φαίνεται ένα γιορτινό χαρτόνι, που κλείνει σα κολάρο, πάνω στο οποίο έχω κολλήσει φωτογραφίες, μικρές, αγαπημένων μου προσώπων.
- Εσύ; Προσθέτεις.

- Ένα περίεργο, πράγμα, σα στεφάνι να το πω; Ασημένιο περίπου. Με χάντρες κολλημένες, που έχει φορεθεί από την κορυφή. Εμένα δε μ’ αρέσουν οι γιρλάντες. Μ’ αρέσει να ‘ναι πράσινο, τα κλαδιά, η όψη του δέντρου. Εσύ;
- Αν δεν… Χρειάζεται ένας τόνος διαφορετικός, κατά τη γνώμη μου. Στο σπίτι δηλαδή.
- Τι άλλο κάνετε αυτές τις ημέρες;
- Παραδοσιακά. Πάντως μ’ αρέσει να κλείνω το φως, παρακολουθώντας τα φωτάκια στο δέντρο, ακούγοντας μουσική. Εσύ;
- Χτύπησες τζακ ποτ.
- Δηλαδή;
- Συμφωνώ μαζί σου. Και με τη μουσική.
- Μου επιτρέπεις; Γύρισε ο μπαμπάς.
- Θα τα ξαναπούμε;
- Έλα απ’ τη δουλειά –τώρα μου μιλά απ’ το ακουστικό. Η φωνή σου είναι πιο καθαρή και δυνατή.
- Θα χαρώ.
- Εντάξει.
- Καλή ξεκούραση.
- Επίσης.
Πατώ το κουμπί. Απενεργοποιώ την ανοιχτή ακρόαση.


Παράγοντας θαυμασμός

Χριστούγεννα.
Ο καιρός από χτες, είναι μουντός και απαίσιος. Μια παγωνιά που σε ρίχνει σε περαιτέρω λήθαργο ύπνου.
Μια κουβέρτα. Άλλη μία, λιγότερο ζεστή, συν το σεντόνι, κι ακόμη κρυώνω. Ούτε κάλαντα άκουσα χτες. Οι γείτονες ανάβουν το καλοριφέρ μέρα νύχτα. Φορές απορώ, πως ευλογούνται, ορισμένοι άνθρωποι (Μα ας μη γίνομαι κουραστικός. Το χαρακτηριστικό της σημερινής γενιάς, που απαξιεί την συζήτηση).

Φυσικά και δεν περιμένω, σήμερα, να με πάρει τηλέφωνο η γλυκιά μου.
Εξάλλου, βρισκόμαστε στην αρχή τούτης της γνωριμίας. Ούτε ματιές, επίμονες δεν καταφέραμε ακόμη, να ανταλλάξουμε.
Εκείνη, σήμερα, θα τα περάσει οικογενειακά. Όπως πρέπει. Ή αυτή χρειάζεται. Όπως οι απλοί άνθρωποι έχουν ανάγκη. Την ευθύτητα.
Θυμάμαι μια Μαρία, σε παλαιότερη εργασία μου, που υπήρχε ένδειξη σπίθας, κάτι παραπάνω όμως από μια φιλική διαδρομή, στον αναμεταξύ μας χρόνο. Που διανύαμε στο περιβάλλον εργασίας. Όπου η βοήθεια μου προς εκείνη, εκτιμήθηκε, απλά και κατανοητά. Φιλικά, με μια σπίθα.
Σα να λέγαμε: Είναι τιμή μου, να με συνόδευες σε μια έξοδο.
Πόσοι είναι ικανοί να ξεστομίσουν κάτι τέτοιο;
Να ορίσουν ένα άλλο πρόσωπο ως μοναδικό, όπως κι εσύ ο ίδιος γνωρίζεις, πως θέλεις να σου φέρονται, κατά το γνωστό ρητό.
Και άσε τους άλλους, γκρινιάρηδες, να μιλάνε για αυτογνωσία και αυτοπροσδιορισμό. Με κουράσανε, μάτια μου, οι ώριμοι! Τους σιχάθηκα. Όλα τα ‘χουν τακτοποιημένα, εκτός από το να παραδέχονται τα δικά τους λάθη. Μόνο των άλλων επιθυμούν να τακτοποιήσουν. Επομένως τους βγάζω από τη ζωή μου.
Επειδή, γλυκιά μου ύπαρξη, δεν σου ‘δωσα τα ποιήματα για να με θαυμάσεις ή να υποδυθώ κάτι ιδιαίτερο, ως προσωπικότητα. Μα για να με μάθεις. Όλα τα καλά στοιχεία μου. Τις όποιες ενστάσεις στη διαφήμιση που ονομάζεται ζωή.
Πιθανόν να αντιλήφθηκες ότι, μόνο τρυφερότητα και αγάπη, επιθυμώ να σου δώσω, και όχι ερωτικό σύντροφο. Κάτι που μου συμβαίνει για πρώτη φορά.
Κι αν σου μιλώ –γραπτώς- πολύ, κι αν τα ραβασάκια μου, σου εμπιστεύονται πολλά, απλά συμπέρανε πως θέλω να σε λατρέψω, μέσω της οδού: προσφορά συναισθημάτων και στοργής. Επειδή είναι το μόνο σημείο εκδήλωσης της προσωπικότητας μας, όπου δεν μπορεί κανείς, να επέμβει. Όπως με το ντύσιμο, όπου μας κρίνουν πρώτα, εξωτερικά, λες και ότι φοράμε, είμαστε. Αναγκασμένοι να ακολουθούμε την μόδα ή να δείχνουμε ολοένα το γούστο μας στα ρούχα, λες και είμαστε υπόχρεοι στην “επιτροπή της Κοινωνίας”.
Κι αν έρχομαι, πάντα, ντυμένος καλά, όταν σε πλησιάζω στη δουλειά, το κάνω για σένα, για να δεις, πως όταν θα βγαίνουμε, θα αισθάνεσαι ακόμη πιο άνετα. Πιο ευχαριστημένη; Πιθανόν.
Έχω ένα προαίσθημα πάντως. Πως εσείς οι γυναίκες, όταν θέλετε να αρέσετε, αγοράζετε καινούρια ρούχα ή είστε πιο επιλεκτικές, βάση της γκαρνταρόμπας σας. Εσύ όμως, είσαι απλή, μ’ έναν όμορφο τρόπο. Απλότητα: η λέξη που αγαπώ.
Ουσία: Κάτι, σαν άρωμα, που αναδύεται χωρίς προσπάθεια.

Συλλογιζόμουν μόλις, τι παρέες ενδέχεται να κυκλοφορεί, μια 22χρονη. 23 είσαι; Εικοσιένα; Τι σημασία έχει; Ή μήπως ναί;
Οι παρέες των νέων.

Εγώ στα 34. Εσύ τόσο νέα. Αν και μετά τα τριάντα, οι περισσότεροι ανησυχούμε πιότερο για το πέρας των χρόνων, παρά για την επιλογή συντρόφου. Απλά, μετά τα τριάντα, το σκεφτόμαστε. Ως κάτι που θεωρείται φυσικό, να συμβεί. Ο γάμος. Παρομοίως το πνεύμα ενεργοποίησης μας, ως άντρες, για το πώς σκέπτονται και λειτουργούν, οι περισσότερες γυναίκες. (όσοι τις εκτίμησαν).
Οι σαραντάρες είναι νευρωτικές, επειδή δεν έκαναν ευτυχισμένο γάμο. Οι τριαντάρες και κάτι, ως επί τω πλείστων, είναι ανίκανες να διακρίνουν το αξιόλογο στη ζωή τους. Υπάρχουν γυναίκες συγγραφείς, με διπλό επίθετο, που έχουν καβαλήσει το καλάμι. Τώρα συζητάμε για το σκεπτικό των γυναικών, κάτω από τα τριάντα. Με σπάνια δείγματα ψυχικής ωριμότητας και διέγερσης του νου.

Μου είπες στο τηλέφωνο πως δεν συζητάς με τις φίλες σου, τα πιο προσωπικά. Ναι;
Είσαι είπες, προσεκτική.
Αναρωτιέμαι όμως, πόσο έτοιμη είσαι, να δεχτείς να χάσεις την ελευθερία σου, από τόσο νωρίς. Αλήθεια, τι νόμιζες;
Πως ετούτη η γνωριμία είναι για τον έρωτα;
Ή για να μην αφήνουμε τον χρόνο να περνά;
Αυτή η άρρωστη άποψη, πως πρέπει να παντρεύεσαι μετά τα τριάντα. Άρα, μια γυναίκα προσφέρει αισθήματα, μόνο εάν θέλει να παντρευτεί. Είναι λοιπόν, τόσο ζώα;
Εκείνο που με ανησυχεί, είναι αν θα έχω ο ίδιος, υπομονή μαζί σου, αρκεί εσύ να μην παρεξηγήσεις την λατρεία μου, πρώτη φορά, τόσο τρυφερή, για σένα. Πως το είπε εκείνος; Ως εχθρότητα, κατακάθι των προηγούμενων γυναικών που με πλήγωσαν, άρα εμφανή η βιασύνη να αποδείξω την ουσία του είναι μου. Ή αδιαφορία, με το να σου αφήνω χρόνο να σκεφτείς, τι αξίζω; Προς θεού, όχι.
Κι άσε τους άλλους να βάζουν σε κουτάκια τις ανθρώπινες συμπεριφορές, πως αν δείξεις πολύ νωρίς, τις μελλοντικές σου προθέσεις για το πρόσωπο που ενδιαφέρεσαι, “θα πάει για τσιγάρα”, χωρίς επιστροφή.
Παρόλα αυτά ανησυχώ για τις παρέες σου τις όντως νεανικές. Ζηλεύοντας τους φίλους άντρες, στην γυναικεία παρέα που ανήκεις. Άμ τι άλλο θα ήμουνα υπερβολικός να υποστήριζα, πως μια γυναίκα, κοντά στα 21 ή 22 –πόσο είσαι άραγε- δεν ψάχνεται, δεν ψάχνει να αναπτύσσει κοινωνικές επαφές.
Φοβάμαι τι σου λένε οι φίλες σου για μένα.
Μήπως όμως, σε μειώνω, κατ’ αυτό τον τρόπο;


Χριστούγεννα είναι.
Αποφασίζω να γράψω μια δική μου ιστορία, στο κλίμα των εορτών. Έτσι. Να ξεχαστώ λιγάκι.
Έχω ανάγκη να παρατηρώ τα λαμπάκια στο δέντρο, σε λειτουργία. Και το πράττω.

Ο τίτλος.
Δεν τον έχω σκεφτεί ακόμη.
Θα δείξει.
Μες το φλάς της ιδέας, τούτο είναι το ξεκίνημα:



Μια φορά κι έναν καιρό,
στο πιο ψηλό βουνό της πόλης, ζούσαν ο Άγιος Βασίλης και η γυναίκα του. Για άλλη μια φορά, όλες οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα, όλες οι προθεσμίες να ετοιμαστούν τα δώρα, χάρη στη βοήθεια των ξωτικών, σιγά σιγά, ολοκληρώνονταν πλήρως.
Μόνο που στο σαλόνι του σπιτιού, του ζευγαριού, παραμονές Χριστουγέννων, ακόμη δεν είχε στολιστεί το δέντρο. Δεν υπήρχε, και φαινόταν πως κάτι έλειπε. Παρακολουθούσες δε, τον Άγιο Βασίλη, που πυρετωδώς ετοιμαζότανε, έχοντας τη λίστα με τα σπίτια των παιδιών, στο χέρι, μελετώντας ξανά τη διαδρομή. Κι όσο κι αν προσπαθούσε η κυρία Βασίλη, να φαίνεται εύθυμη, αντ’ αυτού παρατηρούσες στα μάτια της, μια μελαγχολία. Που μόλις εξομάλυνε, το γλυκό χάδι του συζύγου. Εκείνος ήταν για άλλη μια χρονιά, γιορτινές ημέρες, πολυάσχολος, με μικρά άγχη, αν θα καταφέρει να ευχαριστήσει τα παιδιά όλου του κόσμου. Πόσο δε τα μεγάλα, αφού ο καθένας λαβαίνει, εκείνο που του πρέπει: Έλεος. Μια μικρή έλλειψη, μια αναπάντεχη έκπληξη. Μια γνωριμία. Μια εύνοια ανησυχίας, επειδή κανείς καλός άνθρωπος δεν αξίζει μεγαλύτερη στενοχώρια απ’ όση αντέχει. Ή μοναξιά. Ένα μικρό πένθος. Μια κατάσταση που δεν αλλάζει.
Ο Άγιος Βασίλης κοίταξε το κενό σημείο, στο σαλόνι, για άλλη μια φορά, παραμονή Χριστουγέννων. Άλλοτε φιλοξενούσε ένα στολισμένο δέντρο. Με τα λαμπάκια και τα ιδιόχειρα στολίδια και των δύο, του ζευγαριού.
Ο Άγιος Βασίλης έριξε ένα στοργικό βλέμμα στη γυναίκα του, και βγήκε από την πόρτα, ανεβαίνοντας στο έλκηθρο. Ελέγχοντας για άλλη μια φορά, ότι αφορούσε το καθήκον του.

Η κυρία Βασίλη, έκλεισε απαλά την πόρτα. Πήγε και ξάπλωσε στην κρεβατοκάμαρα, σε στάση κουλουριάσματος. Μ’ ένα μικρό κύμα δακρύων, πλέον, να ποτίζει το μαξιλάρι.
Κουδουνάκια που απομακρύνονταν, ακούστηκαν.
Το έλκηθρο έφυγε.
Η κυρία Βασίλη άνοιξε τα μάτια, στέλνοντας το βλέμμα της στους υδρατμούς στο παράθυρο, όπου πρέπει να πλησιάζεις αρκετά κοντά για να διακρίνεις έξω, αν συμβαίνει κάτι.
Η κυρία Βασίλη “κοίταξε” μέσα της, μήπως της κρατήσει κάποιος, συντροφιά. Μήπως γίνει η ίδια το θαύμα των Χριστουγέννων. Το θαύμα της φύσης, που μπορεί και πλέον, να απολαμβάνει κάτι καινούριο. Ένα δικό της παιδί, “απ’ το τίποτα”. Μια άλλη ζωή, στην μήτρα της, ξαφνικά, απ’ το μηδέν. Το κέντρο του δικού της σύμπαντος. Ξανά Χριστούγεννα λοιπόν, και η κυρία Βασίλη, άτεκνη και μοναχική. Νοσταλγώντας εκείνο που δεν έχει. Μελαγχολώντας.
Χωρίς θέληση να στολίσει το δέντρο του σπιτιού. Που ούτε οι χαρούμενες φωνές κάθε συνεπούς και ενθουσιασμένου εργάτη, ξωτικού, δεν την ενεργοποιούσαν.
Απλά, τούτες τις ημέρες, ασχολήθηκε με τη ζαχαροπλαστική, λόγω ανάγκης προσφοράς από αγάπη, προς το σύζυγο. Επίσης για να μη του χαλάσει, εκείνου, η διάθεση. Ενόσω σπάνια, κάποιο παιδί πιθανόν να τον συναντούσε επ’ αυτοφώρω, πλάι στο δικό του δέντρο, εκεί μακριά. Αφήνοντας ήδη, ένα δώρο. Επειδή τα παιδιά περιμένουν το χαμόγελο. Άρα ο Άγιος Βασίλης, δεν έπρεπε να στενοχωρηθεί.

Έχεις την αίσθηση, πως και του χρόνου, θα βρίσκεσαι εδώ; Ψελίζει, ρωτώντας τον εαυτό της. Στη στάση ετούτη, του σώματος.
Το κρύο έξω, περόνιαζε τις ίδιες τις αισθήσεις, λείποντας η ομορφιά ενός, δικού της, παιδιού, να χαμογελούν, με μια κουβέρτα στα πόδια, μες σε μια χαρούμενη και νωχελική, διάθεση.
(χωρίς παιδί, λοιπόν).
Τι τύχη, σκέπτεται, να ‘χει πατέρα, ένα παιδί, τον χοντρούλη γεράκο, με τα λευκά γένια και την κόκκινη στολή.
Τι ατυχία όμως, τόσα χρόνια, εκείνη, να μην είναι μητέρα. Να μην μπορεί, έτσι όπως είναι ξαπλωμένη, στο διπλό κρεβάτι, να φιλοξενεί την ανάσα ενός δικού της παιδιού. Ότι φύλο κι ας ήταν. Να το παρακολουθεί να κοιμάται –μετά από πολλά παιχνίδια και εξιστορήσεις. Μια πλαινή ψυχή. Αλήθεια, τι ξεκούραση προσφέρει μια τέτοια παρουσία. Κάτι από σένα βγαλμένο. Μια παρέα, σάρκα από τη δική σου σάρκα. Σαν από το πουθενά, ένα κομμάτι σου, που αποφάσισε να γεννηθεί ή και να ξεκολλήσει, μαζί, αποφασίζοντας να πει: ως εδώ με την έλλειψη σου. Ως εδώ με τη μοναξιά.

Εκεί που έμεινε ξαπλωμένη, τη βρήκαν τα Χριστούγεννα, με μια χοντρή, ζεστή κουβέρτα να τη σκεπάζει, και την ανάσα του Άγιου Βασίλη, που κοιμότανε ήδη κουρασμένος, στη διπλανή πολυθρόνα. Μετά την παγκόσμια περιοδεία, με προσφορά παιχνιδιών και δώρων.
Πλέον στο σαλόνι, βρισκόταν ένα μικρό έλατο.
Αστόλιστο όμως.

Η κυρία Βασίλη, αφότου χάιδεψε τη γενειάδα του συζύγου της, μετακινήθηκε προς προετοιμασία, ζεστού κακάο και για τους δύο.
Με την κούπα της στα χέρια, πλησίασε τελικά, το έλατο, στο σαλόνι. Το κοίταξε έτσι κενό από στολίδια, όπως ήτανε. Αποφασίζοντας σήμερα, να μην το αφήσει, παραπονεμένο.
Προς στιγμή, τοποθέτησε την κούπα σε ένα τραπεζάκι, πλησιάζοντας την επιθυμία της, να ‘ναι κοντά στο έλατο.
Στην αρχή, θέλησε να χαιδέψει επιαφανειακά τα κλαδιά του δέντρου, στο ύψος των ώμων της.
Αυτόματα, με μια παλάμη της, χαμηλώνοντας και λυγίζοντας τα γόνατα της η γυναίκα, χάιδεψε ένα κλαδί, προς το εσωτερικό, το οποίο με τη σειρά του, με μια μικρή λάμψη, άλλαξε σε παιδικό χέρι και όλο το δέντρο στη συνέχεια, μεταβλήθηκε! σε ένα νεαρό παιδί. Χαμογελώντας στη μητέρα του. Την κυρία Βασίλη.
(Μήπως ήταν το δώρο του Άγιου Βασίλη, προς εκείνην;).

Ωραίος τίτλος για την ιστορία: Το δώρο του Άγιου Βασίλη.


Σταματώ να γράφω την ιστορία. Που αν τραβούσε σε βάθος ή χρόνο αφήγησης, ίσως έχανε την κύρια ιδέα της.
Με απασχόλησε όμως, δύο ημέρες.

Αύριο 27 Δεκέμβρη, που είναι ανοιχτά τα καταστήματα,θα πάνω να συναντήσω τη γλυκιά μου και να δω, ο ίδιος, τι χρώμα έχουν τα μάτια της.



Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα.
(που είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί, αν το επαναλαμβάνεις).

Για τέσσερις ώρες, είχα κλειστά τα μάτια, και κάπου κάπου, με ασκήσεις αναπνοής, προσπαθούσα να χαλαρώσω, ώστε να με πάρει ο ύπνος.
Αφότου αποφάσισα πλέον, να παρατήσω τις προσπάθειες και ν’ ανασηκωθώ –μες το ψοφόκρυο που κατέκλυζε το σπίτι- προσπάθησα πλέον να βρω κάτι, να περάσει η ώρα.
Το χαζοκούτι ενεργοποιείται.
Η καθημερινότητα με αηδιάζει ωσότου να θυμηθώ τα σημερινά μου σχέδια επίσκεψης στην αγαπημένη μου.
Προσπαθώ να βρω το κουράγιο, ο τωρινός ενθουσιασμός μου για κείνη, ν’ αποτελέσει το ουσιαστικό κίνητρο, ώστε να ψάξω να βρω εργασία. Ώστε εκείνη να με επιλέξει, να είναι τιμή της –εξίσου- να μ’ έχει, σύντροφο της.

Δεν παίρνω καν, πρωινό.
Μαθαίνω από ένα τηλέφωνο πληροφοριών, για διευθύνσεις ανθοπωλείων, στην περιοχή μου –που βρίσκεται κι εκείνη.
Πλησιάζοντας τη στάση του λεωφορείου –με τον μουντό καιρό στο στερέωμα- το κρύο προσπαθεί να με πονέσει, στην καρδιά, με όλα αυτά τα μάλλινα που φοράω, συν το κασκόλ. Μέχρι το επόμενο σοκ, κατόπιν εκείνου της παγωνιάς: Το λεωφορείο προσπερνά μια νεκρή γάτα, αφημένη ακριβώς στη διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας. (Δεν δίνω μεγάλη σημασία, παρόλο που αγαπάω τις γάτες). Προσπαθώ να φαίνομαι φρέσκος, αν και άυπνος.
Εύχομαι ο αέρας ν’ ανοίξει τα μάτια μου, όπως μου είχε εξηγήσει, παλιά, μια κοπέλα, θέλοντας να μου την πει. (Μια σχέση στο ξεκίνημα της, που τελικά ναυάγησε, ύστερα από δική της αδιαφορία, να ξανασυναντηθούμε).
Η αϋπνία καταβάλλει τις αντιδράσεις μου.

Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με όμορφο σχηματισμό στα πέταλα, κρέμεται από το αριστερό μου χέρι. Κοιτώ τους περαστικούς θεατές, στον δικό μου κόσμο, των ερωτευμένων, με χαμόγελο. Απορούν ορισμένοι, με το θάρρος μου. Σ’ ένα μαγαζί, κάποια με ρώτησε, για ποια προορίζεται. Ένας ξίνισε τα μούτρα του. Άλλοι πάλι, θα χάρηκαν για το θάρρος να λες, μεγάλα λόγια, αγάπης, με μια τέτοια φυσική, δύναμη, στην κίνηση.

Έχω στο “σακίδιο” που κρέμεται απ’ τον ώμο, πλάι στο πλευρό μου, μέσα σ’ ένα φάκελο, ένα ιδιόχειρο σημείωμα. Για κείνη. Αναφέροντας περισσότερα για μένα. Επειδή κυκλοφορούν και γυναίκες –με μυαλό- που απαιτούν να γνωρίζουν, τι αντιμετωπίζουν.
Ιδίως, αν ο ένας από τους δύο, το πάει σοβαρά.


Είναι αρκετά νωρίς, μόλις 10 λεπτά, αφότου εκείνη έχει πιάσει δουλειά. Εδώ, ανάμεσα στα εποχικά είδη. Τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Την πλησιάζω με χαμόγελο, λέγοντας καλημέρα, με χρόνια πολλά.
Αυτά για σένα, προσφέρω το λουλούδι με τον φάκελο.
Εκείνη δεν κάνει προσπάθεια, έστω και μόνη εδώ μέσα, να διαβάσει όσα θέλω, ή ήθελα να της μεταφέρω.
Ένας πνιγμένος δηλαδή, ενθουσιασμός.
Αυτόματα, απορώ, πως ξεφούσκωσε, με το που την είδα σήμερα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο δικός μου ενθουσιασμός. Η αγάπη!

Ή μήπως ανάγκη, να προσεχτούν τα ευαίσθητα πέταλα του λουλουδιού;
Προσπαθώ να δείχνω χαρούμενος.
Χαρούμενος;
Μάλλον υποκριτής.

Απορώ πως είναι δυνατόν, να ξεφούσκωσε όλη εκείνη η πρόθεση των προηγούμενων ημερών, να λυγίζει η καρδιά μου. Να πάλλεται ασύγχρονα, με αγάπη. Που πήγε τώρα;

- Ξεκουράστηκες; Τη ρωτώ.
- Ναι, μου απαντά ξεψυχισμένα.
- Είσαι καλά; Ρωτώ.
- Καλά, αποκρίνεται.

Προσπαθώ να μην είμαι τυπικός.
Προσπαθώ να βρίσκομαι κοντά της, όπως ήθελα άλλες φορές. Κόβω βόλτες γύρω γύρω.
Εκείνη δείχνει αδιάφορη.

Που πήγε η τρυφερή ατμόσφαιρα μέσω τηλεφώνου;

Απορώ γιατί προσπαθώ.

Δεν είχα χρόνο να διαβάσω, άλλα …
(ποιήματα μου εννοούσε). Είναι λίγο απότομη. Μήπως δεν ενδιαφέρεται; Να μη θέλω εγώ να το δω;
Δεν νοιάζομαι αν διάβασε ποιήματα μου.
Προσπαθώ να εννοήσω αν με ενδιαφέρει εκείνη, που τις προηγούμενες ημέρες, αισθανόμουν τόση αγάπη. Με τέτοια ένταση, ύστερα από τόσα χρόνια, αγαπώντας τόσο τρυφερά.
Που πήγε το αληθινά; Συλλογιέμαι.
Πως ξεφούσκωσε τόσο άμεσα.

Κάποιος άλλος τη πλησιάζει, κάτι τη ρωτά, κι εκείνη κολλά πάνω του. Αισθάνομαι ενοχλημένος.
Πλέον καταλαβαίνω πως δεν ενδιαφέρεται για μένα.
Και η τηλεφωνική μας συνομιλία;
Αισθάνομαι τόσο αμήχανος απέναντι της.
Προσπαθώ να πιέσω, τι, άραγε, σήμερα;
Συναισθήματα που τ’ ανακύκλωσε ο τωρινός αέρας. Ή μήπως κατέληξαν στη χωματερή;

- Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι; ρωτά.
Κοιτώ κάτι ημερολόγια, όπου πίσω από τα χαρτάκια, ανά ημερομηνία, γράφονται ποιηματάκια ή στιχάκια.
Κοιτώ την τιμή. Έξι Ευρώ, και κάτι. Ήμαρτον.
- Κοστίζουν πολύ για μένα, αυτή τη στιγμή (λόγω ανεργίας μου), της εξηγώ.
Παρατηρώ, πως το κλίμα δεν σηκώνει πολλά.
Κάτι της λέω ξανά, κι εκείνη δείχνει πλέον, ανοιχτά, απαντώντας μου: εντάξει; (Δεν ενδιαφέρεται, λαβαίνω το μήνυμα).
Γιατί πιέζω καταστάσεις, ενώ ξεφούσκωσε το συναίσθημα;

Αλήθεια, πως αλλάζει κανείς, γνώμη, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Φαίνεται, πως το δικό της τηλέφωνο ήταν μόνο μια στιγμή αδυναμίας. Και η δική μου προσέγγιση; Μήπως αφέθηκα να παρασυρθώ συναισθηματικά, ενώ είχα κάτι άλλο ανάγκη; Ας πούμε, αυτονομία. Με βάσεις.


Απομακρύνομαι, λέγοντας: χαιρετώ, μ’ ένα χαμόγελο, προσπαθώντας να μπαλώσω την κατάσταση. Με όλα τα τελευταία μου προσωπικά στοιχεία, στα χέρια της. Λέγοντας της ότι μου αρέσει αληθινά. Φαίνεται τελικά, πως η νεκρή γάτα στο διαχωριστικό, στη μέση του δρόμου, ήταν ένα σημάδι.
Της ανέφερα ότι μου αρέσει, χωρίς επιπολαιότητες και άλλα τέτοια, που κατέρρευσαν σαν πυραμίδα από χαρτιά τράπουλας. Εφήμερα τελικά αισθήματα. Και όμως, η προτελευταία μας συνάντηση που αποφάσισα τελευταία στιγμή, μεσημεριάτικα, φορώντας τα λευκά μου ρούχα, με την καφέ καπαρντίνα, με ξαναγέννησε, πέρα για πέρα.
(Στο τελευταίο σημείωμα μου, το τωρινό, ανέφερα τελικά, πως επιθυμώ να ξέρω από τώρα, αν έχει κάποια σχέση ή όχι).

Επιστρέφοντας σπίτι, λέω συνέχεια από μέσα μου: Που πας ρε καραμήτρο, ψεύτη, υποκριτή, που νόμιζες ότι θα τη ρίξεις με λίγα ποιήματα;
Μόνο που δεν ήθελα να σε ρίξω, γυναίκα.
Φαίνεται πως ήταν ένας πρόσκαιρος ενθουσιασμός, όμως τότε, γιατί τις προηγούμενες ημέρες, υπήρξε στιγμή που σε σκεφτόμουν, και πήγαν να μου έρθουν δάκρυα; Γιατί άραγε, το προηγούμενο πρόσφατο διάστημα, είχε μαλακώσει η καρδιά μου, γεμίζοντας αγάπη, ακόμη και για τους γύρω;
Δεν προσπαθώ, γυναίκα, να απολογηθώ, αλλά φαίνεται, πως η μοίρα πλησιάζει για να διορθώσει την άκρατη ελευθερία που μας διακατέχει, ως ανθρώπους. Τουλάχιστον όσοι αφήνουν τον Θεό να τους ελέγχει.

Από τη στιγμή που επιστρέφω στο σπίτι, παρακαλώ συνέχεια, το Θεό, να μη με πάρεις τηλέφωνο, γυναίκα, που τον προηγούμενο καιρό, μου προξένησες τόση εντύπωση.
Που πας ρε καραμήτρο, χωρίς δουλειά; καταχερίζω τον εαυτό μου. Πως θα κάνεις μια προσέγγιση. Να έχεις έστω μια τηλεφωνική συνομιλία ή έστω να βγείτε δυο τρεις φορές, μέχρι να μονιμοποιηθείς –μέσα σου- σε μια θέση εργασίας. Να ήταν και αληθινό το συναίσθημα, να κράταγε εννοώ –αυτό που λένε για τα μάτια που δεν βλέπονται.
Να το ανεχτώ, εαυτέ μου. Όχι όχι. Τύψεις με κατακλύζουν.
Μα πως ξεφούσκωσε έτσι;


Να όμως, που εκτός από τους προδότες, στους απλούς ανθρώπους, όλα εδώ πληρώνονται. Και τα αισθήματα που ξεφουσκώνουν.
Προσπέρασαν δυό μέρες. Σε άλλες δυο, αλλάζει ο χρόνος.
Το τηλέφωνο χτυπά. Απόγευμα. Μόλις έχω ξυπνήσει και αποφασίζω να μιλήσω με κάποιον άνθρωπο. Τόσο καιρό μόνος, με τις επαφές από τον προηγούμενο μου τόπο, εργασίας, ξεγραμμένες θαρρώ.
Μηχανικά σηκώνω το ακουστικό.
Και ο κεραυνός πέφτει.


(καστανά είναι τα μάτια σου. Καστανά.
Το πιο βαθύ. Το πιο ωραίο.
Αναρωτιέμαι τόσα χρόνια, που κρυβόμουν εγώ).


- Παρακαλώ, μιλώ φυσικά, μα αυτόματα ένας φόβος, ανεβαίνει στο λαιμό.
- Καλησπέρα.
- Ποιος είναι παρακαλώ;
- Τι ποιος είναι; Εγώ, η γυναικεία πηγή έμπνευσης σου –υψηλός τόνος φωνής, χαμηλωμένος τόνος, φωνής.
- Έ, καλησπέρα. Είσαι καλά;
(βγάλτα μόνος σου, πέρα, τώρα).
- Καλά είμαι. Εσύ;
- Μια χαρά –διαπεραστική ξαφνική φωνή. Ελάχιστα φάλτσα.
- Ωραία.
- Τώρα γύρισες από την δουλειά;
(Γιατί πιάνεις κουβέντα; Ανόητε).
- Περίπου πριν λίγο. Ενοχλώ;
- Όχι βέβαια –υψώνω αμυδρά τη φωνή.
- Αν έχεις κάτι να κάνεις…
- Όχι, όχι. Πες μου.
(πάει η ευκαιρία να γλιτώσεις τη Θεία δίκη).
- Λοιπόν; Πως πήγε η μέρα σου;
(Τώρα αυτή θέλει να με ψαρέψει, να δει αν πήγα να ψάξω για δουλειά. Να δούμε που το πάει).
- Καλά, αποκρίνομαι. Οικογενειακά. (Ψεύτη!).
- Κι εγώ. Είναι κι οι μέρες που πέρασαν.
- Έ, εντάξει. Πριν δυο τρεις μέρες, ήρθα και είπαμε το κατιτί ΄μας. Είπα να μη σε πιέσω.
- Μου φάνηκες λίγο απόμακρος.
- Είδα πως ήταν λάθος μου. Εννοώ, πολύ νωρίς ήρθα στη δουλειά σου. Δεν θα ‘χες όρεξη, και απομακρύνθηκα.
- Καταλαβαίνω. Αν κι αυτό δείχνει αδεξιότητα, αν μου επιτρέπεις, που στο λέω. Ίσως και λίγη αδιαφορία.
- Προσπαθούσα να.. (διστάζω).
- Τι; Ρωτάς μ’ ευθύτητα.
- Να σε κάνω να αισθάνεσαι άνετα.
(Το ‘σωσες, μεγάλε).
- Ίσως να σε διασκεδάζω ή να με χρησιμοποιείς για κάποιο βιβλίο σου.
- Γιατί το λες αυτό;
- Μου φάνηκε πως έλειπε ο πρότερος ενθουσιασμός, όποτε με συναντούσες.
- Γιατί νόμιζες ότι είναι εύκολο;
- Τι;
- Η προσέγγιση. Εξάλλου εσύ …
- Τι, εγώ, (με διακόπτεις).
- Πήρες τηλέφωνο, ενώ…
- Ενώ; Δεν καταλαβαίνω, που μου φέρεσαι έτσι (θύμωσε;).
- Πως θα ‘θελες να σου φέρομαι; Με υπομονή; Ή όπως θα ‘θελα να μου φερθεί εμένα, μια γυναίκα;
- Έκατσες να το σκεφτείς;
- Μπορώ να πω, πως ναι. Μόλις χτες. Μα ο ίδιος, ίσως και να ‘κανα πίσω.
- Λόγοι αυτοπεποίθησης; Εμένα, άλλα μου έδειξες.
- Το θάρρος που σου ‘δωσα το βιβλίο. Αυτό.. Ναι. Αλλά…
-παύση για σκέψη-
Ακούω την ανάσα σου.
- Δεν σ’ ακούω.
- Εδώ είμαι. Το βιβλίο στο ‘δωσα πολύ αυθόρμητα, μόνο που στο δρόμο, η προσέγγιση …
- Τι απέγινε;
- Είμαι αμάθητος από αυτά, και όντως μου φάνηκες πολύ νέα.
- Έλεγα πότε θα το πεις.
- Πολύ απλή, εξίσου. Στο ντύσιμο και στις κινήσεις. Στο πρόσωπο.
- Αλλά κάπου χάθηκε η σπίθα, ε; Δεν ακούγεσαι ορεξάτος, τώρα.
- Να σου πω, δεν έχω και πολύ όρεξη.
- Να μιλήσουμε;
- Να προσπαθήσω, μεταξύ μας.
- Γιατί έτσι;
- Μάλλον επειδή μου φέρθηκες κι εσύ, ψυχρά, στις 27 του μηνός.
- Πως λες, τότε, ότι καταλαβαίνεις; Γιατί ήμουν κουρασμένη.
- Ξενυχτισμένη;
- Ζηλεύεις;
- Τα νιάτα σου, ναι.
- Κάτι άλλο;
- Όσους τα καταφέρνουν.
- Σε τι;
- Στη δημιουργία σχέσεων. Λες και έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Όχι όπως εγώ.
- Που; …
- Απομυθοποιώ αμέσως, ότι μου άρεσε.
- Σου άρεσε, ε; -λίγο κοροϊδευτική, φωνή. Άρα όλη αυτή η τρυφερότητα από το τηλέφωνο, την πρώτη φορά. Σου το ‘χα πει, τότε, κάποια στιγμή, πως είχες αργήσει για πολλά λεπτά, να με πεις, γλυκιά μου. Όχι πως τώρα έχει σημασία.
- Σου το είπα. Είμαι αμάθητος. Και ναι, βιάζομαι. Όταν, βιάζομαι –κοφτή, αυτόματη απάντηση.
- Για ποιο λόγο;
- Όχι ότι τώρα έχει σημασία, ε; ρωτώ. Αλλά αφού θες να ακούσεις. Γνώρισμα εξάλλου των γυναικών, που έχουν νου.
- Για τι, πράγμα; -φωνή φυσική, χωρίς νεύρα.
- Ν’ αυτοπροστατευτούν. Λάθος μου φαίνεται να σου αναφέρω τόσα για μένα. Πίστεψα όμως, πως έτσι θα με μάθαινες. Μου φάνηκες όμως, ευαίσθητη.
- Είμαι όσο πρέπει.
- Χαρακτηριστικό των νέων της ηλικίας σου.
- Μπηχτή ήταν αυτό;
- Όχι. Απλή διατύπωση.
- Γιατί; Πιστεύεις ότι δεν υπάρχουν ευαίσθητες γυναίκες, εκεί έξω; -μιλάς απότομα ξανά. (σε δικαιολογώ).
- Οι ευαίσθητες είναι μόνες τους, και φαίνεται.
- Ενώ με εμένα;
- Μου φάνηκες πολύ ρεαλιστική, τελικά. Κι εγώ δεν κάνω για τέτοια.
- Να είσαι ώριμος;
- Αμάθητος απλά…
- Να μην δέχεσαι ότι δεν γοητεύεις; (Με διακόπτεις).
- Και αυτό, τώρα που το λες, μιας και τα λέμε όλα και παραμένεις στο ακουστικό.
- Και τι άλλο; Μήπως εξίσου ανώριμος να δεις τι είναι η ζωή;
- Δεν χρειάζομαι μαθήματα –προσπαθώ να δείχνω απότομα κοφτός.
- Μόνο συμπεριφοράς. Φαίνεται όντως, με χρησιμοποιούσες.
- Δεν σε χρησιμοποίησα, ποτέ –μιλώ ήρεμα. Απλά, έκανα το λάθος, να παρασυρθώ τόσο γρήγορα. Λίγο επειδή το ήθελα, το χρειαζόμουν μέσα μου. Να νοιάζομαι. Όμως μια ζωή, μου έμενε η εντύπωση πως πρέπει εγώ πάντα να προσπαθώ για μια σχέση. Μάθε όμως, πως δεν σε σκέφτηκα ούτε μια φορά, πονηρά. Περίεργο για μένα, αν και είμαι τρυφερός από πάντα, με τις γυναίκες. Κάτι που επηρέαζε και όποιες παρέες, αφού δεν εκχυδάιζα τις συζητήσεις. Το μόνο άσχημο από την αρχή, ήταν που δεν θυμόμουν το πρόσωπο σου, αφού το αίσθημα ξεφούσκωσε, στις 27 του μηνός, από τη πρώτη στιγμή που σε συνάντησα εκείνο το πρωί. Κακώς βέβαια. Θυμάμαι που ξαφνιάστηκα, πριν από, όταν ξέβαψαν τα μαλλιά σου. Μα ακόμη και τότε;
- Τότε; Ρωτάς. Ήρεμα τώρα.
- Μου άρεσε το τρυφερό σου χαμόγελο, έτσι ντυμένος στα λευκά, αν θυμάσαι, που ήρθα, χωρίς να σε πλησιάσω αμέσως. Μου φαίνεται πως από εκείνη τη μέρα, έπαιρνα ενδείξεις.
- Για τι;
- Πως κάτι στράβωνε στην υπόθεση. Πίεζα καταστάσεις. Πιθανόν απλά να χαμογελούσες με τις όποιες προσπάθειες μου.
- Ενώ εσύ ο επιπόλαιος;
- Σου το είπα. Αμάθητος.
- Φαίνεται δεν ξέρεις από ζωή.
- Έχεις δίκιο, κάπου, αποκρίνομαι. Αλλά πάντα ήμουν υπέρ των αξιών, και,
- Στον ρεαλισμό όμως, δεν τα πας καλά –με διακόπτεις, κοφτά.
- Όχι. Είναι αλήθεια. Έχεις δίκιο. Αλλά δεν υποφέρω από ψευδαισθήσεις, αν υπονοείς αυτό –σα να θυμώνω. Και κακώς.
- Δεν είπα αυτό. Απλά δεν ήταν σωστό αυτό που κάνεις.
- Εντάξει. Φέρθηκα επιπόλαια. Δεν είμαι τέλειος. Μετά τα Χριστούγεννα όμως, σκέφτηκα να μη σε ξαναδώ.
- Έτσι απλά; Δίχως να φανεί η αλήθεια; Αν πράγματι αισθανόσουν κάτι για μένα. Και το πιο εκπληκτικό, ξέρεις ποιο είναι; -υψωμένη φωνή, σαν ξαφνιασμένη. Ότι περίμενες, και το ‘γραφες σε ένα από αυτά τα σημειώματα. Περίμενες, πως θα σου ‘λεγα αμέσως, αν είμαι μόνη, ή όχι. Λες και ήμουν υποχρεωμένη. Ή θα έπεφτα στα δίχτυα σου. Του ποιητή. Δεν ξέρω σε τι κόσμο ζεις.
- Εγώ δεν σου μιλώ άσχημα.
- Εσύ, φέρεσαι μόνο, άσχημα!
(να που σου φέρθηκα άσχημα, και έλεγα πως δεν θα το ‘κανα, στη κοπέλα “μου”, ποτέ).
- Ή νόμιζες –προσθέτεις- πως όταν ο ένας θέλει κάτι, πρέπει να βαπτίζει τις συγκυρίες, συμπτώσεις;
- Τώρα ετοιμαζόμουν να στο πω, και φαίνεται πως έχεις δίκιο. Μα σου είπα,
- Απορώ και η ίδια, γιατί σου μιλώ τόση ώρα ακόμη.
- Φαίνεται ότι φοβάμαι τις γυναίκες –ξεστομίζω χωρίς ενδοιασμούς.
- Τότε γιατί ήθελες με όλα αυτά: το βιβλίο με τα ποιήματα σου, τα σημειώματα, το λουλούδι. Τι ήθελες; Να με κάνεις να νοιώσω ιδιαίτερη; -υψωμένη φωνή σα παράπονο (ή παρεξηγώ ξανά;).
- Λίγοι άντρες το κατορθώνουν.
- Όσοι λένε αλήθεια. Εγώ όμως δεν το είδα. Κι ότι την κοπάναγες αμέσως, λες και …
- Δεν χρειάζεται να είσαι απότομη μαζί μου.
- Με δουλεύεις; -γελάς.
- Εσύ δεν ήσουν αυτός που το πήγαινε σοβαρά; Χωρίς να ρωτήσεις, βέβαια.
- Είμαι υπέρ της άποψης, πως η ζωή δεν έχει δοθεί για να περνάει η ώρα μας.
- Και εγώ τι ήμουν; Το θύμα; Το ψάρι; Η μαριονέτα; Η ήσυχη κοπέλα που θα θαμπωνόταν από μερικά ποιήματα;
- Δεν στα έδωσα με τέτοιο σκοπό –μιλώ, σαν να είμαι υπό. Κι όμως υποφέρω.

- Στα έδωσα, προσθέτω, γιατί μου ‘κανες εντύπωση. Θεώρησα πως το άξιζες. Πως ήταν η ώρα του βιβλίου, μιας και περίσσευε, να το δώσω κάπου. Σε εσένα.
- Αμάν πάλι αυτή η ιστορία με τις συμπτώσεις. Επειδή θες εσύ, να συμβαίνει. Έπρεπε να ΄μουν σπίτι σου τώρα, να σε ταρακουνήσω.
- Κι όμως, το καθετί συμβαίνει στην ώρα του.
- Ως μάθημα ίσως –απαντά.
- Ίσως θα ‘πρεπε να μάθεις κι εσύ, να συγχωρείς.
- Επειδή είμαι νέα, ε; Και δεν έχω μυαλό; (κοροϊδεύεις;).
- Δεν εννοούσα αυτό.
- Μάλλον θα έπρεπε να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις.
- Δεν είμαι αλάθητος.
- Μόνο ξεπερασμένος.
- Και άνεργος.
- Δεν το είδα ποτέ, έτσι –προσπαθείς τώρα να ρίξεις τους τόνους. Ούτε συνέβη κάτι, επειδή σε πήρα τηλέφωνο. Απλά το ήθελα. Δεν νομίζω πως πρέπει να απολογηθώ. Δεν ήμουν εγώ που προσπαθούσα, χωρίς προοπτικές.
(Γι’ αυτό και θα μείνεις μόνη σου, αν δεν ανοίγεσαι).
- Εντάξει εντάξει, παίρνω τη σειρά μου, να μιλήσω. Προσπαθούσα να σε αγαπήσω, παρόλο που δεν θυμόμουν το πρόσωπο σου, μακριά από σένα. Θα σου ήμουν όμως, πιστός.
- Και επιπόλαιος –χαχανίζεις.
- Μην κοροϊδεύεις.
- Τι να μη κοροϊδέψω, καημένε; Δεν πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός;
- Τότε γιατί κρατάς τόση ώρα, τη συζήτηση;
- Γιατί είμαι άνθρωπος, και αξίζω αξιοπρέπεια.
- Ο ίδιος στη στέρησα;
- Αν φέρεται έτσι, κάποιος που τη μια μιλά γλυκά και την άλλη, εξαφανίζεται.
- Ζήτησα συγνώμη.
- Άκου κει, πρέπει να σ’ αγαπήσω, μου λέει! Σε τι κόσμο ζεις; Σε έχει πιάσει τρελή αγωνία να παντρευτείς, πουλάκι μου. Με κούρασες. Δεν μπορώ να είμαι υπομονετική μαζί σου. Αφού το θες, διακόπτουμε. Όχι πως θα είχε μέλλον εξάλλου, μεταξύ μας. Δεν μπορείς να πιέζεις καταστάσεις. Ούτε και να λες ψέματα. Φτάνει! Ακούς;
- Ναι, απαντώ ξεψυχισμένα.
- Αν περιμένει όμως, κανείς, τόση αγένεια, ακόμη κι από σένα, που δείχνεις τόσο ευαίσθητος στα γραπτά, τότε …

Μου κλείνει στα μούτρα, το ακουστικό.

Ο κονιορτός κατακάθισε

Αυτό που συμβαίνει στην ώρα του, είναι ένα καλό ταρακούνημα.
Είναι 2 Γενάρη. Νέος χρόνος.

Τώρα δε σε σκέπτομαι τόσο, ούτε και το θέλω.
(πόσο επιεικής, μπορείς να φανείς, με τον ίδιο σου τον εαυτό).
Οι τύψεις με έπλυναν, ξεπλένοντας με πρώτα, με τα απόνερα της δίκαιης κρίσης. Κατόπιν, δεν έχω όρεξη για τίποτα πια.
Το ουσιαστικότερο κίνητρο μου να βρω δουλειά, χάθηκε και πάει, σα έκρηξη πυροτεχνημάτων στον ουρανό που όλοι κοιτάμε, όταν ονειρευόμαστε. Εκεί που τ’ αστέρια, βαστάνε τα κλειδιά της ευτυχίας μας, όχι όμως, του παρόντος, μέλλοντος μας.
Γιατί, για ποιο λόγο να είναι κανείς ανεξάρτητος, αν όχι πρώτα για τον εαυτό του; Μήπως και τούτο, δηλώσει λίγη ακεραιότητα. Σε έναν πολιτισμό που θεωρείται φυσιολογικό, να σκοτώνονται άνθρωποι, ή να υπάρχει μια βόμβα, που μπορεί να καταστρέψει όλες τις εκατομμύρια εργατοώρες που δαπανήθηκαν από ανθρώπινα χέρια, για την κατασκευή τόσων και τόσων, κτιρίων.
Όπου παρατηρούνται συμπεριφορές και συμπεριφορές.
Ανεξάρτητων και εργαζομένων.
Ζώντας κανείς, με τις αναμνήσεις, που ξυπνούν με μια μικρή μυρουδιά ή με το αίσθημα του Ντεζαβού. Τούτο το ‘χω ξαναζήσει. Εκτός από όσα πάνε στραβά (όπως ορίζει ο καθένας το στραβό) ενόσω πρέπει να είσαι τίμιος με τους άλλους. Αφού δεν προβλέπεις το μέλλον, ή την τακτοποίηση των πραγμάτων. Για δικό σου καλό. Ή μάθημα. Να μην επαναλάβεις το λάθος. (Να κοροϊδέψεις τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου. Λόγω ορμονών).

Προς τι όμως, τόση τρυφερότητα απέναντι σου; Γυναίκα. Σε έναν κρύο, λόγω ατολμίας, κόσμο, μέσα στον οποίο, τοποθέτησες και μένα. Όπου ο καθένας τρέχει στο καβούκι του να κλειστεί, ώστε να τον αφήσουν λίγη ώρα, ήσυχο.
Οι εργοδότες. Οι γονείς. Οι κλέφτες των ονείρων μας.
Οι επιπόλαιοι ψεύτες, αν και υφίστανται διάφορες κατηγορίες επιπόλαιων ανθρώπων, μόνο που δεν ανοίγει κανείς, κείνο το σεντούκι της αλήθειας, επειδή είναι πολύ καθαρό, και οι βρώμικες πράξεις – συμπεριφορές, μυρίζουν σαν σκουπίδια, αφημένα στο σπίτι, για μέρες. Ψέμα στο ψέμα. Ψεύτικες σχέσεις. Απαθή άτομα, να αρθρώσουν μια άποψη. Να αφιερώσουν χρόνο στον εαυτό τους και τους άλλους, αληθινά όμως, με όρεξη προσφοράς και περαιτέρω, προσωπικής αυτοεκτίμησης.
Αν είχα, τούτο το αγαθό, δε θα σου φερόμουν επιπόλαια, γυναίκα, μα η ζωή δεν δόθηκε για να περνάει η ώρα μας. Ίσως όχι και για να μετανιώνουμε, επειδή πολύ παλαιότερα, δεν παντρευτήκαμε, εκεί που μας εκτιμούσαν. Σου ‘κανε κλικ, ως ιδέα πρώτα. Και στις δύο πλευρές.

Είναι αλήθεια, πως αρκετοί χειρίζονται το ψέμα, ως καραμέλα. Κάτι φυσιολογικό.
Είχα υποσχεθεί όμως, στον εαυτό μου, να μη σου πω ψέματα, γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα, κι αν είσαι, όπως σε θέλω ή μου πρέπει. Στην κοινωνία των καλωδίων, όπου εκεί συμβαίνουν εξίσου γρήγορα, τα πάντα. Μετά το ανεξέλεγκτο άγχος, την ταχυφαγία άχρηστης τροφής, και την επικάλυψη των συναισθηματικών μας αναγκών με πλαστικό χρήμα και ιδιοτελή θέλω. Ζώντας σε έναν φανταστικό κόσμο από θέλω, κοιτώντας από το παράθυρο τη ρεαλιστική γη, με τις οργανωμένες οδικές αρτηρίες. Τα κτίρια. Μ’ εμάς, παρέα με την επίσης, ζωντανή χλωρίδα, ν’ αγωνιζόμαστε να αναπνεύσουμε την ίδια μας την ρύπανση. Που απόκτησε ορισμό, αφού εγκαταστάθηκε μέσα μας, ως αλλοπρόσαλλη επίσης, συμπεριφορά. Καταστροφική.

Δεν ξέρω, γυναίκα, τι άλλο να σου πω. Για τι, να απολογηθώ και αν αύριο θα θυμάσαι τα λόγια μου, που εκφράζουν μόνο μεταμέλεια. Κάποιοι τα καταφέρνουν φαίνεται, μόνο από το τηλέφωνο.
Να χωρίζουν.

Όμως, όλος ετούτος ο χρόνος που σου αφιερώνω δεν δαπανείται επιπόλαια, και είναι απ’ όσο φαίνεται, το μόνο, μη επιπόλαιο.
Δεν είμαι όμως κακός άνθρωπος. Φάνηκε σε εκείνα τα λίγα ποιήματα ή στο τι θα πρόσφερα, αν σου ανήκα.

Όχι, όχι. Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ. Για τίποτα πλέον.
Τις πληγές μου τις κλείνω, ακούγοντας μουσική.
Χωρίς εικόνες που δεν μπορώ ή δεν θέλω να έχω, όταν μου είναι αναγκαίες. Μα πόσο καιρό ακόμα, μπορείς να πιέζεις τον εαυτό σου, να μην πέφτει, να μη χαλά η διάθεση;
Τι να κάνω;
Να πάθω κατάθλιψη;
Όχι αυτό. Όχι πάλι.
Μακάρι να με αφήνανε ήσυχο.
Επειδή η ζωή απαιτεί κόπο, παρομοίως η αγάπη.
Η διαχρονική τουλάχιστον.
Όχι σε κρατώ στο χέρι, κι ετούτο είναι αγάπη.

Τόσες ημέρες κάνει παγωνιά. Κρύο πολύ. Ήλιος, πουθενά.
Εσύ θα εξακολουθήσεις να δουλεύεις.

Ξανά θα γονατίσω στη μουσική.
Θα την αφήσω να με διευκολύνει, στις όποιες “επιπολαιότητες” μου.
Στο κατάστημα


5 Γενάρη. Παρασκευή.

- Μα τι έχεις τόσες ημέρες, Δήμητρα;
- Τίποτα, Μαρία μου. Καλά είμαι.
- Εσύ, πριν τα Χριστούγεννα, όλο σιγοσφύριζες της Ευσταθίας το τραγούδι: Λάτρεψε με. Μετά όμως, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, η δεσποινίς.
Την κοιτά από πλάγια, η Μαρία, χαμογελώντας.
Τώρα έχω πάψει να σ’ αγαπώ, σκέφτεται η Δήμητρα. Ότι τέλος πάντων γέννησες, κύριε, μέσα μου. Όπως λέει και το άλλο τραγούδι, τα βράδια παγώνει η ψυχή. Γιατί να δουλεύεις και παραμονή Πρωτοχρονιάς, 31 Δεκέμβρη; Κυριακάτικα! Που το είδαν γραμμένο αυτό, οι άθεοι!

Σκέφτεται, εκείνη. Εξυπηρετώντας κάθε τόσο, τους πελάτες, τούτο το πρωινό.
«Από το νούμερο του τηλεφώνου σου, μπορώ να μάθω που μένεις. Τι σημασία όμως θα έχει; Τι να σε κάνω, έτσι όπως είσαι; Αν και όμορφος, ψεύτης. Ή έστω αδέξιος, χωρίς πείρα είπες. Από τι;
Από αλήθεια;
Δεν έπρεπε να σε πάρω τηλέφωνο, την πρώτη φορά.
Έπρεπε να περιμένω να ‘ρθείς ξανά και ξανά, να με κατακτήσεις.
Έπρεπε να περιμένεις να σου δώσω το τηλέφωνο μου, αν αυτό ήταν εφικτό. Αφού μόνο έτσι θα εννοούσες ότι μου αρέσεις. Έτσι πράττουν, όλες οι λογικές γυναίκες. Ποτέ όμως, δεν μου άρεσαν τα γρήγορα. Ούτε και το τσουβάλιασμα.
Μόνο λίγη τρυφερότητα, ζητούσα.
Τι να κάνεις τώρα;
Γράφεις. Διαβάζεις;
Μετανιώνεις;

Απορώ γιατί σε σκέπτομαι».
- Δήμητρα;
- Έ;
- Που τρέχει ο λογισμός σου;
- Σίγουρα κάπου έξω από δω πέρα.
- Υπομονή. Δυό μέρες ακόμη.
- Υπομονή. Σίγουρα! Μεθαύριο λέγαμε, ρεπό αύριο και κάθε αύριο, επαναλαμβάναμε ξανά, Σάββατο. Καθόμαστε για δυο μέρες, από απόγευμα. Δεν μπορώ να ζω έτσι.
- Μήπως είσαι λίγο υπερβολική;
- Λιγουλάκι, Μαρία.
- Το λιγουλάκι δε βλάπτει, δήμητρα μου. Ξέρεις ποιος σε μελετούσε ξανά;
- Ποιος πάλι –σηκώνει τα χέρια ψηλά.
- Ο έτσι.
- Ποιος έτσι; Με κουράζεις –η καρδιά της πήγε να φτερουγίσει. Λες; Γοργοκινείται ο νους.
- Ο κολλητός του γιου, του ιδιοκτήτη.
- Ξανά ο ενοχλητικός;
- Εγώ νόμιζα πως σου άρεσε. Όλο πάνω του κολλάς, όταν έρχεται.
- Κορίτσι είμαι. Χρειάζεται το φλερτ.
- Το επιπόλαιο;
Τούτη η λέξη “χτύπησε” τη Δήμητρα, σαν αστραπή.

«Μήπως σου φέρθηκα σκληρά;
Ακόμα σε θέλω, φαίνεται, μα όλα θολά προ πολλού, όπως λέει ένα άλλο τραγούδι. Τι να θέλω από σένα. Ας σε βγάλω από το νου. Κανείς δεν μου φέρθηκε έτσι».
- Δήμητρα.
- Έ;
- Σ’ εσένα μιλάω.
- Τι θες πάλι;
- Να χαμογελάσεις.
- Είναι απαραίτητο;
- Μουρτζούφλα θα υποδεχτείς το νέο χρόνο;
- Κάτσε να ‘ρθει πρώτα.
- Δεν το περίμενα αυτό.
- Όχι πάλι –χαμογελά τρυφερά, όπως μόνο η ίδια η δήμητρα γνωρίζει.
- Τι δεν περιμένεις; -προσθέτει η δήμητρα. Έχω και περίοδο.
Εκεί είναι που αρχίζουν τα δυνατά γέλια, που γεμίζουν το χώρο, σα κύμα τσουνάμι.








Είναι 5 Γενάρη.
Μεσημέρι, προς απόγευμα.
Κάτι γεννιέται ξανά, μέσα μου για σένα.
Μια ανάγκη να σε ακούσω, αν όχι να σε δω. Ίσως να με πάρεις τηλέφωνο. Μια ανάγκη να συνεχίσω, να ξαναρχίσω μαζί σου. Σα να ‘ταν το αίσθημα στον παγετώνα τόσες ημέρες, εσκεμμένα ή επειδή απλά έπρεπε να φύγω από εκεί. Όπου αναλαμβάνεις υποχρεώσεις. Αλλάζεις σκηνικό στη ζωή.
Απορώ γιατί σε σκέπτομαι. Γιατί μου φαίνεται ως ανάγκη.
Μεγαλύτερη απ’ όσο να ενεργοποιηθείς, πνευματικά, σχετικά με την ανάγκη για σεβασμό και ισότητα;
Αναρωτιέμαι αν δηλητηριάζεσαι μέσα σου, ενόσω δεν παραδέχεσαι το λάθος. Αν δηλητηριάζεσαι, ενόσω συγκρατείς μέσα σου, το αίσθημα να αφεθείς. Κάποιοι θα λέγανε: κι ότι βγει. Όχι. Όχι εγώ. Έστω και ως πνευματική σχέση. Εκείνου μ’ εκείνη. Να αφεθείς στην πνευματική εγρήγορση. Να βρεις χρόνο να δεις, γιατί τόσα χρόνια, αδυνατείς να στεριώσεις σε σχέση.
Φοβάμαι ότι θα δω, πως πάντα βιαζόμουν, και κάθε εκείνη πιθανόν να πίστεψε πως το πήγαινα πονηρά. Όχι. Δεν κρατώ τέτοιες γνώσεις.
Σήμερα είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς, έτσι κι αλλιώς, σε αγνές προθέσεις. Για επικοινωνία, με απλότητα και τρυφερότητα και όποια διάθεση βοήθειας. Με καθαρό βλέμμα.
Σε σκέφτομαι.
Κυρίως όπως συντάσσω μέσα μου, μια λίστα, για το πώς θα έπρεπε να προσεγγίζει κανείς, το πρόσωπο που θέλεις να γίνει ταίρι σου.
Η ζωή σε προσγειώνει απότομα. Ας το δούμε λοιπόν, ρεαλιστικά, συζητώ με το πνεύμα μου.
Φαντάζομαι πως όλα ξεκινούν απ’ το θέμα φιλίας, μεταξύ άντρα και γυναίκας, με σεβασμό και εγρήγορση, περί περάσματος της ευκαιρίας. Να δεθείς με το αντίθετο σου φύλο. Όσο είσαι ήσυχος, και δεν σε ορίζουν οι ορμόνες σου. Εμένα δεν με όριζαν, απέναντι σου, απλά φαντάζομαι –ξανά- πως χρειάζεται και ο έρωτας, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Φυσιολογικά εννοείται και τρυφερά. Η απλή αγκαλιά και να σου κρατώ τη παλάμη έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία, για μένα.
Μα, γυναίκα, δεν ήσουν ποτέ, “εδώ”.
Σου ξαναλέω, πως δεν σε σκέφτηκα ποτέ, πονηρά. Αφού σπάνιες γυναίκες εκπέμπουν κάτι τέτοιο: σεβασμό.
Αλλά η αλήθεια, μάτια μου, δεν αρέσει. Μα τους αφήνω στο βούρκο τους. Ας φάνε όλα τους τα χρήματα σε προφυλακτικά. Κάποια στιγμή, δε θα μπορούν να τεκνοποιήσουν.
Η μοίρα ευτυχώς τελικά, αποφάσισε με επιείκεια, να αποκαλυφθεί το συναίσθημα μου που ξεφούσκωσε, τόσο τραγικά, απέναντι σου, Δήμητρα. Θα με ρωτήσεις, γιατί σε σκέπτομαι σήμερα, τότε; Βιώνω μια συναισθηματική ανάγκη, με μια γλυκιά μελαγχολία και προσμονή. Μόνος μου στο σπίτι, με τάση απολογισμού της τραγικής κατάληξης της επικοινωνίας μου μαζί σου. (προσπαθώ άραγε, να με συγχωρήσω;). Προσπαθώ Δήμητρα, να ανασυγκροτήσω τις τακτικές μου απέναντι στη ζωή και στην αυτοαπόρριψη που οδηγεί σε επιπόλαιες συμπεριφορές. Ώστε να λες: είμαι καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω να φερθώ; Προσγειωμένα. (και η αυτοαγάπη;)
Είναι δυνατόν;
Να αγνοείς το θέλω σου, μιας νοητικής ολοκλήρωσης;
Και πως καταφέρνουν ακόμη και κατάδικοι, να παντρεύονται; Τελικά μου φαίνεται, πως υπάρχουν άμυαλοι και στα δύο φύλα. Γι’ αυτό ας μη λέμε: οι άντρες είναι όλοι μωρά, οι γυναίκες όλες, ώριμες. Αφού παντού υφίστανται, είδη και είδη, ανθρώπινων προσωπικοτήτων. Και στα δύο φύλα.
Πονηριά, ψέματα, συναισθηματική αδυναμία και εξάρτιση, παρασυρόμενοι στο πρώτο πρόσωπο που θα σου πετάξει ένα ξεροκόμματο αγάπης. Η απιστία ως ιδεολογία. Σαρκολατρεία. Εκχυδαϊσμός των πάντων.
Η πεποίθηση: η ομορφιά είναι προσβάσιμη πάντα.
Η εσωτερική;


Κοιτώ έξω, το φως που χαμηλώνει νωρίς, χειμωνιάτικα, με τη διάρκεια του σκοταδιού να έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, που αν και είναι 7 και κάτι το πρωί, ακόμη έχουμε ανάγκη το τεχνητό φως.
Το εσωτερικό σκοτάδι να φοβάσαι. Να φοβάμαι.
(τι σου οφείλω, εαυτέ μου;)
Όχι. Δεν προσπαθώ να με δικαιολογήσω, ούτε έχω τάσεις ν’ αφήσω να περάσει επιδερμικά από πάνω μου, με αδιαφορία, περί του τι συνέβη μεταξύ μας, Δήμητρα. Έστω εκείνα τα ελάχιστα λεπτά που ερχόμουν.
Ακόμη κι αν δεν μιλούσαμε πρόσφατα, θα με κυνηγούσαν οι ερινύες, επειδή θα αποφάσιζα να μη ξαναμιλήσουμε. Με σκοπό να κρυφτώ ώστε να μη γίνω ρεζίλι. Να ξεφύγω όπως χρησιμοποιούν ως σύστημα, οι περισσότεροι άμυαλοι. Επίσης ασυνείδητοι, που πιστεύουν πως πράττουν τα πάντα, σωστά (πήξαμε απ’ το σινάφι τους).
Υπάρχει θέμα όμως.
Να νομίζεις ότι αγαπάς, εκπρόσωπο αντίθετου σου φύλου.
(Που καταντήσαμε, να πρέπει να το δηλώνουμε, ότι θα είναι αντίθετου φύλου, με όλους αυτά τα ομοφυλόφιλα άτομα, που βρωμίσανε την Κοινωνία. Με την τάση τους, να πρέπει να ξέρουμε ποιοι είναι.
Να υπάρχουν ως άνθρωποι, ψιλοτρώγεται, αρκεί να τους πούνε ότι είναι ασθενείς και να βρουν τρόπο να γίνουν καλά. Μα αμφιβάλλω. Είναι αργά γι’ αυτούς και αυτές. Πλέον).
Ακούς Δήμητρα που καταντήσαμε;
Τι να κάνεις τώρα. Εκεί που δουλεύεις.
Πως το σκέπτεσαι το θέμα με τις σχέσεις και τι έπρεπε να κάνω μαζί σου, αν επέμενα να σε προσεγγίσω. Εννοείται αν δεν ξεφούσκωνε το συναίσθημα μου. Είναι τόσο εύκολο; Αναρωτιέμαι τώρα.
Και ο κεραυνοβόλος; Ισχύει τελικά;
Που πας ρε καραμήτρο, άνεργος;
Ξέρω όμως πως είμαι καλός άνθρωπος, διαχρονικά, ..έστω.. κι αν κάνω λάθη. Εξαιτίας όμως του πολέμου, αγνώστων μου εκεί έξω. Είτε που με κοιτούν καλά καλά στο δρόμο, τώρα γιατί δεν ξέρω. Μάλλον επειδή έχω γούστο στα ρούχα κι ίσως να με ζηλεύουν. Μ’ έχουν χλευάσει παλαιότερα που εργαζόμουν, συνάδελφοι, για τον ήπιο χαρακτήρα μου. Το παρατηρείς στους άτσαλους και αγενείς τρόπους, οπουδήποτε και αν είσαι. Στο σούπερ μάρκετ, στο πάρκο, όταν τηλεφωνιέσαι. Κοροϊδεύουν ανοιχτά, να θες να πας να δεις, κάποια παράσταση στο μέγαρο μουσικής. Κακία παντού, Δήμητρα. Να περνά η ώρα.
Λογική, ίσον, πια: η πλήρης ελευθερία. Ότι κι αν σημαίνει στον καθένα, ετούτο.
Προσωρινά; αναρωτιέσαι πιθανόν.
Δεν αντέχουν τις δυσκολίες. Αρνούνται τον έλεγχο του Θεού.
Αρνούμαι κι ο ίδιος να δω ότι δεν μπορώ να προσγειωθώ.
Μόνο αν με περιέκλειε η αγάπη μιας γυναίκας, θα το κατόρθωνα. Έστω κι αν δεν ακούγεται καλά. (να σκηνοθετείς, τι σημαίνει το ένα, και το άλλο).


Μαγειρεύω μακαρονοειδή και τα τρώω σκέτα. Απλά τα βουτυρώνω που μ’ αρέσει κι η γεύση. Όπως πάντα, ρίχνω από πάνω, επιπλέον αλάτι.
Άμεση ικανοποίηση, ψυχική, μέσω της κατανάλωσης τροφής.
Προσπαθώ αυτές τις ημέρες, όσο και όπως μπορώ, να προσγειωθώ. Ή να ξυπνήσω, όπως θα ‘λεγε κάποιος που θα ‘θελε να με μειώσει-προσβάλλει.
Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι δικές μου παρωπίδες.
Πότε θα μπορέσω να είμαι αυτόνομος και συναισθηματικά, έστω και μόνος. Όχι μισός. Τουλάχιστον να μην έχω επικοινωνία με χλευαστές. Με ανακατεύουν να θέλω να … Θέ μου σχώρα με.
Δεν τις αντέχω που δεν τις αντέχω τις δυσκολίες της ρεαλιστικής ζωής, ιδίως αν απέχεις από εργασία, μερικά χρόνια. Πρέπει μήπως να αποδεχθώ ότι δεν θα μου φτάνει ο μισθός, μόνος μου; Και πώς να δημιουργηθεί και σταθεροποιηθεί ως θεσμός, μια οικογένεια, αν το σύνολο των δύο μισθών, θα είναι μόνο 1000 Ευρώ; Από οχτάωρο. Μα μην κοροϊδευόμαστε, με τα οχτάωρα που είναι εννιάωρα και δεκάωρα. Στην καλύτερη.. περίπτωση. Ιδίως με σωματικό πόνο-μόχθο.
Όχι. Δεν σπουδάσαμε όλοι. Κι ας σπαταλήσαμε δυό χρόνια κάπου, μια τέχνη: μας εξαπάτησαν, αφού δεν μας έδωσαν τα τεχνολογικά εφόδια. Έπρεπε να πληρώσεις παραπάνω. Να μην ανοίξω το στόμα μου και πω σχολή.

Δήμητρα, Δήμητρα.
Πως πλησιάζεις μια γυναίκα;
Πως πλησιάζεις τον άνθρωπο γυναίκα. Να ακούς γύρω σου, πότε: είναι εύκολο οι άντρες να βρουν μια γυναίκα. Σε άλλη περίπτωση, παρατηρείς: η ομορφιά είναι το χωνευτήρι της αποδοχής. Δεν ξέρω για αγάπη. Να το εννοείς.

Επειδή είναι όντως, ευθύνη, να λες, σ’ αγαπώ. Προγραμματίζοντας όμως, μελλοντικά. Για μόνιμη δέσμευση.

Αν το εννοούσα, από την αρχή, Δήμητρα, μαζί σου;
Μου άρεσες. Η ευγένεια σου. Η ηρεμία.
Κάτι έξω από την γενικότερη χωματερή, που επιβάλλει το άσεμνο και το εφήμερο.
Απορώ πως δεν έχει ξέσπασε επιδημία, ως τώρα.

Τι πρέπει να κάνω, λοιπόν

Να πλησιάζω μόνο γυναίκες που τις ελκύω;
Τι αποκομίζεις, περαιτέρω;
Πραγματική φιλία; Πνευματική επαφή;
Οπωσδήποτε, υφίστανται εξαιρέσεις. Ίσως απλά συμβεί το θαύμα το ρεαλιστικό, να επικοινωνήσουν δύο απλά βλέμματα. Μόνο που αν αρνηθείς επειδή δεν σου ‘κανε κλικ, ενώ εκείνη θα έδινε ενδείξεις έλξης, πιθανόν εκείνη να σου έκοβε επιμέρους, την καλημέρα, αν τη προσέγγιζες.
(Μόνο ανθρωπιά, να χρησιμοποιούμε;).
Γενικά θα κυριαρχεί σεβασμός μεταξύ σας, μα θα ‘ναι τυπικό πράγμα. Ναι, ναι, εντάξει. Δεν είναι δυνατόν να πιέζεις να σ’ αγαπήσουν, μα δεν είναι τραγικό να σου ανοίγεται το καλό, πες και το σπάνιο –μου αρέσει να είμαι υπερβολικός- οπότε γυρίζεις την πλάτη;

Έχω συναντήσει ζευγάρια παχύσαρκων ανθρώπων, μες την κλειστή σκέψη, μα τώρα αυτοί, πως είναι μαζί;
Γενικά,
Τι στο καλό, που στο καλό πουλάνε το εγχειρίδιο, πως δημιουργείς μια σχέση;
(Να μην αηδιάζεις με την έννοια: πραγματικότητα).

Προσπαθώ ξανά να θυμηθώ, πως είναι να σε αρνούνται, επειδή κοιτάς απλά –και όχι ως γόης- μια γυναίκα.







Είναι η επομένη μετά τα Θεοφάνια.
Κυριακή.
Επέλεξα ένα έργο στο σινεμά που θα ‘θελα να δω, έστω κι αν πάω μόνος –μαθημένα τα βουνά στα χιόνια- και αποφασίζω να επιλέξω την πρώτη στη σειρά, προβολή, από τις επόμενες δύο, ενόσω θα νυχτώνει. Στις 5 και 10 το απόγευμα.
Έχω φορέσει, γιατί το ‘χω ανάγκη, τα καλά λευκά μου ρούχα, με την καφέ καπαρντίνα και τα καλά καφέ παπούτσια. Να μην αραχνιάζουν και στην ντουλάπα.

Στο λεωφορείο σκέπτομαι τακτικά, όσο περνά η ώρα:
Είμαι καλός άνθρωπος. Δε θα χαθώ.
Είμαι καλός άνθρωπος. Δε θα χαθώ.
Το βλέμμα μου είναι απλό.
Σήμερα δεν έφαγα τίποτα. Μου έλειπε η όρεξη. Μόνο τρία ποτήρια νερό. Δυο το πρωί και ένα λίγο πριν τον μεσημεριανό ύπνο. Κυριαρχεί μέσα μου η αύρα, όπως τότε που ο κόσμος, μεσημέρι προς απόγευμα, κατέκλυζαν τα μαγαζιά στις γιορτές, για να ψωνίσουν. (Ή για να δουν κόσμο; -ως περιττή αναφορά).
Η ζωή μπορεί να σε πληγώσει πολύ άσχημα, φορές.
Θέλω όμως να θυμηθώ εκείνες τις άλλες φορές, μικρότερος, όταν πήγαινα σε πολυσινεμά, και βγαίνοντας από την πρώτη ταινία, έτρεχα στην επόμενη. Είναι από όσα θυμάμαι ως ζωή, για μένα.
Σήμερα ελπίζω να είναι ενδιαφέρουσα η ταινία, μια και μου λείπει η ατμόσφαιρα της κλειστής αίθουσας. Ή ακόμη και ο κόσμος.

Απόψε δεν κάνει ξανά, κρύο. Ζέστανε τούτη τη βδομάδα, ο καιρός. Όχι υπερβολές βέβαια.
Βρίσκομαι στο σινεμά.

Δεν έχει πιάσει ακόμη, ουρά, στο ταμείο.
Ρίχνω μια ματιά στις αφίσες. Ήρθα πολύ νωρίς φαίνεται.
Κόβω βόλτες μέχρι μια στάση λεωφορείου, και επιστρέφω στο σινεμά. Στέκομαι σ’ ένα σημείο, λες και είμαι σε ραντεβού. Σκοτεινιάζει σιγά σιγά.
Δειλά δειλά, τα πρώτα φώτα ανάβουν. Πολύς θόρυβος επικρατεί εδώ με όλα τα τροχοφόρα.

Το φως στα εισιτήρια ανάβει, μα δε πλησιάζω ακόμη.
Να, φάνηκε μια υπάλληλος. Κάθεται. Περιμένει να ξεκινήσει τη δουλειά της.

Τα λεπτά περνούν. Το βλέμμα μου είναι σα να βρίσκομαι σε παράλληλη διάσταση. Προσπαθώ να αποφεύγω των άλλων. Δεν μου αρέσει η στρωμένη τους ζωή, γι’ αυτό. Βολεμένοι και λογικοί..
Κάποια ζευγάρια κόβουν εισιτήριο και εισέρχονται για την πρώτη προβολή.
Δυο. Τρεις. Τέσσερις. Η ουρά πυκνώνει. Λαβαίνω θέση. Αγοράζω εισιτήριο. Σα να φυσά τώρα. Δεν το περίμενα. Δέκα λεπτά ως το ξεκίνημα.
Στέκομαι ξανά στο “αγαπημένο” μου σημείο, ενάμισι μέτρο από τα σκαλιά του σινεμά, στο πεζοδρόμιο. Προσπαθώντας να θυμηθώ εικόνες από παλαιότερες οικογενειακές στιγμές.
Κοιτώ μακριά στη διασταύρωση όπου η βοή είναι μεγαλύτερη.
Στρέφοντας όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση, τα μάτια μου, δεκαπέντε με είκοσι μέτρα μακριά, πέφτουν πάνω στην σιλουέτα της Δήμητρας που όσο πλησιάζει, προσπαθώ ξανά, να την αναγνωρίσω (όπως τότε που ξέβαψαν τα μαλλιά της). Πλησιάζει με μια φίλη της. Είναι χαμογελαστές.
Εκείνη με αντιλαμβάνεται, χαμηλώνοντας το βλέμμα. Κοιτώντας με περίπου από γωνία, ανηφορικά προς το μέρος μου.
Η Δήμητρα κάτι λέει στην φίλη της και πλησιάζει στις αφίσες που είναι κολλημένες, κατά μήκος της τζαμαρίας. Τις κοιτά. Η φίλη της πληρώνει τα εισιτήρια, κάνοντας νεύμα ότι θα ‘ναι μέσα, λαβαίνοντας καταφατική απάντηση, μ’ ένα νεύμα της Δήμητρας.

Σε κοιτώ, κι όμως αδυνατώ να πλησιάσω.
Μα είσαι τόσο ωραία ντυμένη απόψε, που μου ‘ρχεται να σ’ αγκαλιάσω, και αγκαζέ να μπούμε μαζί, μα να ‘ταν αίθουσα θεάτρου και όχι σινεμά. Επιχειρώ λίγα βήματα, κοντά σου.
Στρέφεις και με κοιτάς πιο ανοιχτά τώρα, αν και στιγμιαία.

Ο άντρας πρέπει να κάνει την κίνηση.
Ο άντρας είναι εκείνος που φροντίζει.

Έρχομαι κοντά σου.

Εκείνη σκέφτεται: μήπως ήμουν υπερβολική; Μήπως σου φέρθηκα απότομα; Εξάλλου ήσουν διαρκώς ευγενικός. Κι είναι αλήθεια: μου αρέσεις ακόμα. Παρόλο που μου είπες ότι έπρεπε να μ’ αγαπήσεις. Ξαφνικά. Έστω και αφότου ξεφούσκωσε το αίσθημα σου;

Οι στιγμές είναι αμήχανες.
Θέλω να ‘ρθω να αγγίξω την παλάμη σου και να φύγουμε από δω. Να βρούμε μια όμορφη καφετέρια, με μαξιλάρια στις πολυθρόνες. Ένα μικρό στέκι, κατά τρία τέταρτα, φωτισμένο. Να συζητήσουμε.

Πάντοτε με απωθούσαν οι γυναίκες που φέρονται διπλωματικά, και δεν δείχνουν, μήτε άρνηση, ούτε αν σε βλέπουν θετικά. Έστω και για φίλο. Μαζί σου όμως, Δήμητρα, αισθάνομαι ότι κάτι είναι διαφορετικό. Μάλλον επειδή έψαχνα καιρό για το ήπιο. Το απονήρευτο και το μη χλευαστικό.

Σε πλησιάζω. Βρίσκομαι μια ανάσα από σένα.
Πίσω απ’ την πλάτη σου, ακούς τη φωνή μου:
- Δεν περίμενα ότι θα ήταν ποτέ, τέλεια τα πράγματα μεταξύ άντρα και γυναίκας. Το θες αλλά δεν είναι δυστυχώς ποτέ, εφικτό. Η κούραση. Τα θέλω. Άργησα, Δήμητρα, να το δεχτώ. Κάτι που δεν είναι υπέρ μου.

Εξακολουθείς να κοιτάς μια αφίσα. Δυο λεπτά πριν την έναρξη.
Συνεχίζω:
- Πάντοτε όμως αισθανόμουν ότι άξιζες σεβασμό, και το μόνο που ήθελα και μου ‘λειπε, ήταν να δω τα μάτια σου, και τι χρώμα έχουν. Είναι σημαντικό για μένα.
Στρέφεις. Με κοιτάς. Μου κάνεις τη χάρη.
Τα μάτια μου είναι κόκκινα σχεδόν. Μιλάνε: συγνώμη.
- Δεν ξέρω τίποτα από ζωή, μιλώ. Το μόνο που χρειάζομαι, είναι να βιώσω ότι μου λείπει. Δίνοντας όμως, κυρίως. Θα θες να μπεις μέσα, ολοκληρώνω το σκεπτικό μου.
Τα καστανά μάτια σου.
- Μπορώ να περιμένω, αποκρίνεσαι.
- Κι η φίλη σου;
- Θα καταλάβει. Εσύ; Θες να μπεις;
- Όχι πια.
Χαμογελάς. Σκύβεις λίγο το κεφάλι. Φτιάχνεις μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά.
- Όλοι μας είμαστε άνθρωποι, σε ακούω να μου λες. Όλοι έχουμε κοινά στοιχεία. Όλοι μας δεν είμαστε ίδιοι.
- Αν τα λέγαμε κάπου αλλού; Προτρέπω.
- Ας περπατήσουμε.
Δείχνω ότι όντως, συμφωνώ. Σε αφήνω να ξεκινήσεις πρώτη.
Βαδίζουμε πλάι πλάι. Ανηφορίζουμε τη λεωφόρο. Στρίβουμε κάθετα ένα στενό και βγαίνουμε ξανά ανηφορικά, και παράλληλα με τη λεωφόρο. Βρίσκοντας μια πυλωτή που οδηγούσε σε ένα εμπορικό κέντρο, με όλες τις βιτρίνες φωτισμένες. Παρατηρώ μια καφετέρια, με καρέκλες απέξω. Σου κάνω νεύμα να πλησιάσουμε. Παρατηρούμε κόσμο στο εσωτερικό.
Θες να κάτσουμε απέξω; σε ρωτώ μ’ ένα νεύμα. Δείχνεις να συμφωνείς. Καθόμαστε.
- Κι ο ίδιος έχω προβλήματα, απλά η υπομονή δεν είναι ο τομέας που τα καταφέρνω.
- Κι όμως. Αρκεί να ήσουν απλός και κατανοητός.
- Προσπαθούσα να είμαι. Προσπαθούσα πολύ φαίνεται.
- Δεν περιμένεις φυσικά να σε δεχτεί, πρόσωπο που δεν σε γνωρίζει.
- Γι’ αυτό σου έδωσα ένα κομμάτι δικό μου.
- Έπρεπε όμως να δεις, αν θα ‘χε ανταπόκριση. Έπρεπε να περιμένεις.
- Ναι. Ίσως έχεις κάποιο δεσμό. Ξέρω. Βιάστηκα. Με συγχώρεσες;
- Δεν συνέβη κάτι μεταξύ μας. Ή να γνωριστούμε καλύτερα, για να σου βρω άσχημα ελαττώματα. Αν και με ξίνισε που μου ‘πες, προσπαθούσες να πιεστείς να με αγαπήσεις. Και πως έσκασε σα μπαλόνι, όλη η προσπάθεια προσέγγισης. Έστω κι αν το λουλούδι ήταν ωραίο.
- Δεν μύριζε. Συγνώμη. Έπρεπε να βρω κάτι άλλο.
- Καλό ήταν. Γενικά όμως οι σχέσεις απ’ όσο γνωρίζω, δεν είναι κάτι απλό. Δεν ζούμε στον κόσμο του ΟΖ. Όπου όλοι τραγουδούν και περνάνε ωραία. Δηλαδή αφότου χάθηκε η κακιά μάγισσα.
- Της ανυπομονησίας;
- Μπορεί να ‘ναι κι αυτό. Θέλει κόπο όμως, πόσο δε οι γνωριμίες.
Τα μάτια μου εξακολουθούν κόκκινα.
- Εντάξει Μάκη, σε συγχωρώ.
- Κρυώνεις; Χαμογελώ δειλά. Μα τρυφερά.
- Λίγο μόνο. Δεν παύω ποτέ να είμαι άνθρωπος.
- Ελάχιστοι το διακρίνουν –συμφωνώ μαζί σου.
- Πως με βλέπεις τώρα; -ρωτάς.
- Σε σκεπτόμουν σήμερα.
- Μόνο σήμερα;
- Αχνά τις προηγούμενες ημέρες. Από τύψεις περισσότερο. Απόψε όμως, μια αύρα από τα παλιά, σιγόκαιγε μέσα μου.
- Πόσο σιγόκαιγε; -ρωτάς.
- Κάτι έχει αλλάξει. Θαρρώ σε βλέπω πιο σίγουρα ως άνθρωπο. Εσύ;
- Η ίδια βλέπω κάτι καλό σε εσένα. Μα ότι πράττεις πρέπει να είναι πρώτα για σένα. Όπως μια δουλειά.
- Ναι. Συμφωνώ.
- Φεύγουμε;
Κουνώ καταφατικά το κεφάλι.
- Θα γυρίσεις στο σινεμά; Ρωτώ.
- Όχι όχι. Θα πάω σπίτι. Αισθάνομαι κουρασμένη. Εσύ;
- Κι εγώ.
Σε συνοδεύω ως την απέναντι στάση.
Περιμένω μαζί σου το λεωφορείο.
Μια στιγμή, αγγίζω τη παλάμη σου, όπως έχουμε κατεβασμένα τα χέρια, κι εσύ δεν αντιστέκεσαι. Εξακολουθώντας να κοιτάς προς τα πάνω, στη λεωφόρο.
Η παλάμη σου είναι τόσο απαλή.
Η ψυχή σου είναι απαλή.

Εκείνη τη στιγμή πλησίαζε το λεωφορείο σου.
- Τι σκέπτεσαι; στρέφεις και με ρωτάς.
- Ότι σ’ αγκαλιάζω.
Θα σ’ αγαπήσω λοιπόν, αγάπη μου, με νέο τρόπο. Με σεβασμό. Με πίστη, πως όλα διορθώνονται, αρκεί να ‘χεις τη σκέψη σου, μ’ ευγνωμοσύνη, τακτικά, προς το Θεό.

Μια μέρα σου είπα πως βρήκα δουλειά, κάπου όπου δεν περίμενα καν, ότι θα άλλαζε το σκηνικό, εργασιακής μου απασχόλησης: Εκπαιδευόμενος ηχολήπτης σ’ έναν μικρό τηλεοπτικό σταθμό, ως παρακίνηση κάποιου παλαιού προσώπου που εκτιμούσα. Και τώρα είχα αποφασίσει να το κυνηγήσω.
Νέοι ορίζοντες ανοίγονταν εμπρός μου.
Έμαθα να προσθέτω μουσική στα βίντεο που μόνταραν εκεί. Πρότεινα κι ο ίδιος ορισμένα κομμάτια. Τους άρεσαν.
Δεν κράτησε όμως πολύ, η χαρά μου. Αισθανόμουν να πνίγομαι εκεί μέσα. Τόσο στενό το στούντιο. Αποπνικτικό και λίγο βαρετό. Οπότε, γρήγορα έφυγα.
Μα δεν έχασα την πίστη μου. Βρήκα άλλη δουλειά από τις αγγελίες. Περιέργως, άμεσα. Σ’ ένα μανάβικο.
Πλησίαζε η πραγματικότητα, δίχως να μου προκαλεί αηδία. Πλησίαζε φυσικά. Ήθελες να πεις: αποδέχομαι, συμβιβάζομαι, Δήμητρα μου.
Έγινες ξανά, με τον καιρό, η Δήμητρα μου. Ως αποτέλεσμα μιας ζεστής φιλίας, με αλληλοσυμπαράσταση, αντίθετοι στα θέλω των γύρω που δεν δέχονται την ευτυχία, ως συμβατή με την πραγματικότητα.
Πλησίαζαν τα γενέθλια μου. Πρώτοι μήνες του παρόντος νέου χρόνου.
- Είσαι αληθινά ευχαριστημένος, εκεί; με ρώτησες μια βραδιά.
- Όταν σ’ έχω μαζί μου, ναι, σου απάντησα.
Κάτι κοινό, μα ενώνει: η αλληλεγγύη στην αγάπη.
- Πάντα σε σκέφτομαι. Τώρα θυμάμαι κάθε μέρα, το πρόσωπο σου, προσθέτω.


Τώρα μπορώ να θέλω να παρακολουθώ το ηλιοβασίλεμα. Τώρα βγαίνω στην ταράτσα και κοιτώ τ’ αστέρια. Τώρα γράφω με αγάπη, με τροφοδότρια δύναμη, τα μάτια σου, γυναίκα.

Μια κυριακή πρωί, στο ξεκίνημα της Άνοιξης, συμφωνήσαμε να πάμε εκδρομή στην Αίγινα.
Δώσαμε ραντεβού σε μια στάση του ηλεκτρικού, και με τα σακίδια μας επ’ ώμου, φτάνοντας στο τέρμα, περπατήσαμε νωρίς το πρωί, στο λιμάνι. Έως το κιόσκι όπου κόψαμε εισιτήριο, ανεβαίνοντας στο φέρι μπόουτ.

Μην ξεχάσω: στη στάση του ηλεκτρικού που δώσαμε ραντεβού, μπαίνοντας στο βαγόνι, ήρθες και με αγκάλιασες, δίνοντας μου το πρώτο φιλί, ενόσω τα χείλη μας ενώνονταν.
Ρίγησα με τα χέρια σου να “κρέμονται” απ’ τον λαιμό μου.
Επιτέλους αγαπούσα τη ζωή. Μάθαινα να είμαι υπεύθυνος και η ζωή, με αντάμειβε.

- Δεν είναι όλοι κακοί, μίλησες πρώτη, γελώντας, ενόσω ξεκινούσε αυτόματα, ο συρμός, προσπαθώντας με χαμόγελο και οι δυο, να πιαστούμε από κάπου.
- Αυτό ήταν πρόβλημα για χρόνια, στο δικό μου βίο, απάντησα. Είχαν πέσει όλα πάνω μου να με φάνε. Όλοι οι ναρκισιστές της ζωής, κενοί από συναισθήματα, όμως.
- Μόνη μας δύναμη, τα συναισθήματα, -μίλησες.


Πεινούσες. Έβγαλες ένα σάντουιτς.
Καθόμασταν στο σαλόνι του φέρι μπόουτ.
Όλα τούτα ήταν νέα για μένα. Μα δεν τα αντιμετώπιζα, πια, ως βουνό. Ως υποχρεώσεις, να είσαι με κάποιο πρόσωπο, μα να φοβάσαι τη δέσμευση.
Ναι. Τώρα μάθαινα να αγαπώ.
Τη ζωή. τη γυναίκα. Τον άνθρωπο γυναίκα.
Τώρα αγαπούσα με νέο τρόπο. Με σεβασμό.







Διακριτικότητα

Πρέπει κανείς να ‘χει πονέσει αρκετά, για να εννοήσει, πως μπορεί και ν’ αγαπάει. Χωρίς να διαφημίζει στους γύρω, τι αγαπάει. Πως αγαπάει. Πως στα μάτια κοιτά. Πως κρατάς τη παλάμη της αγαπημένης σου. Τι θαυμάζεις, στο ανθρώπινο πλάσμα, πλάι σου. Πως αναζητάς τα καστανά μάτια. Το βλέμμα, που συνάντησε τον πλαϊνό πόνο, και τον κουβαλά, σαν οχρηστικό μελαγχολικό, που ξύνει τις πληγές, ιδίως τις οικογενειακές. Κατόπιν τις αποθηκεύει, και τις ξεχνά.
Στιγμές που πονάς και δακρύζεις μέσα σου, αποφοιτώντας από ένα ακόμη μάθημα ταπεινότητας.


Κρατώ στα χέρια μου παλάμη και παλάμη σου, από ραντεβού σε ραντεβού, φιλώντας το εσωτερικό για δευτερόλεπτα, ενόσω σ’ έχω αγκαλιά, επειδή με ανακουφίζει από την χρόνια έλλειψη.
Αυτά τα μάτια, τα μάτια σου, χορδές από κιθάρα.
Καστανό ζεστό, ανθρώπινο, συναισθηματικό. Να τροφοδοτείται με ορμή, η θέληση για ζωή. Ελαφριά χροιά η ρεαλιστική ζωή. του ανθρώπινου μόχθου. Ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, σ’ όσους ελάχιστους έχουν μείνει που κρατούν λίγο Θεό, μέσα τους. Σαφώς επειδή δεν τους πίεσε κανείς, μα το επέλεξαν, από αγάπη και ευγνωμοσύνη.

Το απόγευμα των γενεθλίων μου, ήσουν βραδινή στη δουλειά και επικοινωνήσαμε απλώς, τηλεφωνικά.
Ήμασταν το ίδιο, κουρασμένοι.
Αναλωθήκαμε σε λόγια αγάπης, σα τριαντάφυλλα έντονα κόκκινα και φωτεινά, σε κάθε γωνιά του δωματίου, σε βάζα. Στα δάκτυλα. Στη καρδιά.
Λίγο πριν κλείσουμε το ακουστικό, ρώτησες:
- Τι σκέφτεσαι;
- Ότι σ’ αγκαλιάζω, απαντώ, ξανά τώρα.
Ένα τώρα φωτεινό. Δικό μου όχι εγωιστικά. Παρόν πλούσιο σε πνευματική επικοινωνία.
Επειδή η ζωή μπορεί να είναι όμορφη, στο φως του χαρίσματος: ανοίγομαι. Ειλικρινά, με όποια σφάλματα, που πρέπει να αναδύεις στην επιφάνεια, ώστε να εξιλεώνονται. Τούτο σημαίνει, αληθινή, όχι υποκριτική, ταπεινότητα. Να το γνωρίζουν μόνο οι δύο, που γι’ αυτούς σημαίνει κάτι.
Το σέβομαι: στην πράξη, όχι μόνο λόγια.
Είναι τιμή μου να σ’ έχω πλάι μου.
Κάτι παρόμοιο όπως το να δίνεις το λόγο σου.



Γεράσιμος Μηνάς 2006-2007