Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Μυθιστόρημα - Γυναίκα - Γεράσιμος Μηνάς 2006 - 2007







Κάθομαι και σου γράφω, ξανά, τώρα που η γη, εξακολουθεί το ελλειπτικό της ταξίδι, στον γαλαξία. Γύρω απ’ το πυρακτωμένο, διαρκώς, υλικό, που θερμαίνει τελικά, την ατμόσφαιρα μας. Να μην κρυώνουν, όσοι είναι μόνοι.
Βράδυ ξανά, σε πλάθω ζωντανή, πλάι μου, όπως έπρεπε να είναι τα πάντα. Φυσικά, αυθόρμητα, με σεβασμό και αγάπη βαθύτερη και νοσταλγική. Εκτιμώντας τούτο το καλούπι, που ανέλαβε να κυριαρχήσει στη γη, ξεχνώντας όμως, να ξεχωρίσει τις γωνίες και τις καμπύλες του είναι. Της θερμότητας που χαρίζει στο καλούπι, ζωή. Που είναι θερμό, χάρη στα ιδιαίτερα συναισθήματα. Που θα ‘πρεπε να φροντίζουν, κάθε άλλο νοήμων πλάσμα, ιδιαίτερα αν αγνοούν την ελλειπτική κίνηση και τροχιά τούτης της σφαίρας, που αποκαλούμε σπίτι μας.
Γι’ αυτό θα κρατήσω την παλάμη σου, τρυφερά, σαν ένα σύμπαν, μετά το μπιγκ μπάνγκ του, γεννώντας εσύ, τ’ αστέρια σου, τα όνειρα σου, μες τον βραδινό ουρανό. Ενόσω όλα ησυχάζουν, για τους ήρεμους χαρακτήρες. Στην ανάπαυση της μοίρας, η οποία κι εκείνη, ήρεμη –όπως εσύ- διακρίνει τις ποικιλίες των χρωμάτων, κει που ο ήλιος κοκκινίζοντας, χάνεται, για λίγες στιγμές. Δίνοντας κάθε φορά τον λόγο του, τον οποίο κρατά. Και κάθε πρωί δηλώνει την ακεραιότητα του, φυσικά, δίχως αίσθημα προβολής ή με αλαζονεία στα λόγια.
Ευτυχώς έχουμε και τα λόγια. Η ζωγραφική των λέξεων, που οι περισσότεροι από εμάς, γνωρίσαμε ένα πρωί.

Είσαι εδώ, πλάι μου, με γυρτό το πρόσωπο, βλέπεις να σου λέω πως είσαι εδώ. Όπως τα δέντρα έξω, μεθυσμένα διαρκώς, τελευταία, από την συγκράτηση της θερμότητας, υπερβολικά, στον αέρα, που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε.
Είσαι τόσο διακριτική στις λεπτότητες της διαβίωσης. Τόσο θερμή για να ζεστάνεις κι εμένα, επειδή δεν είναι καλό, στον άνθρωπο, να είναι μόνος του, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου;
Ώστε ν’ αντέχουμε να εξακολουθούμε, ενόσω γύρω μας, το θάρρος έχει χαλάσει τους ανθρώπους, πιστεύοντας πως είναι ώριμοι, εφόσον έχουν τα πάντα, γραμμένα. Ιδιαίτερα τους γονείς τους. Ελεύθεροι που είναι. Φιλελεύθεροι.., αποτολμώντας, ενάντια στους δικούς μας φραγμούς, που ορίζουν ακεραιότητα. Τι έχουν στ’ αλήθεια, αυτοί οι απρόσωποι που δεν στέκονται πουθενά, επειδή δεν αντέχουν την ηρεμία, ώστε να τους δίνουμε δικαιώματα; Να εισέρχονται εκεί που δεν φτάνει ο λογισμός τους, επειδή απλά, τα μάτια τους δεν είναι ανοιχτά, ούτε, παραδέχονται πως έχουν ζαλιστεί. Επειδή κινούνται συνεχώς –λένε, αυτοί παίζουν το παιχνίδι της ζωής, χρησιμοποιώντας τους άλλους, ως χαρτί τουαλέτας.

Η γη δεν παύει να γυρνά, μήτε να ταξιδεύει. Δεν παύει όμως να εκτιμά όσους την αγαπούν, όπως αγαπώ τούτη τη στιγμή, μ’ εσένα, μαζί. Εδώ. Στην ησυχία της στιγμής, που όσο παραμένεις μαζί, αποκτά αξία. Συνέπεια. Ακεραιότητα. Ως λόγος που δίδεται και κάθε φορά, απλά, βλέπω το πρόσωπο σου.
Πως θα διεγείρω, αγάπη μου –ρώτησες- την καρδιά μου;
Μήπως με σοκολάτες; Καφέ; Κακάο ή αναψυκτικά; Ή μ’ εκείνες τις άρρωστες συμπεριφορές, που ολοένα προκαλείς το γείτονα ή όποιον άμεσα επηρεάζεις;
Η καρδιά σου είναι σχηματισμένη για εδώ, απαντώ.
Για την καίρια στιγμή που είναι τώρα, εδώ, με αποδοχή. Προσπαθώντας τα λόγια μου ν’ αντικαταστήσουν άξια, κείνο που απλά, παρατηρείς, χωρίς να το εξυψώνεις. Χωρίς να το πονηρεύεις ή να αποτελεί γάγγραινα άπιστη και υποκριτική. Επιπόλαιο σ’ αγαπώ, για να κλωτσάς τη μοναξιά, έξω, στο κρύο περιβάλλον της νύχτας και κάθε ημέρας, που ο ήλιος δεν θερμαίνει, δεν ηρεμεί, δεν αναδεικνύει την καθημερινότητα.
Δεν παραδέχεται ποτέ, ο υποκριτής, ότι είναι ψευδής κατά πάντα, ενόσω είναι ζαλισμένος για να δει τι κάνει στον εαυτό του. Τι υπερασπίζει, με το κοστούμι του το ακριβό ή τον παχυλό του μισθό ή μ’ εκείνο το θάρρος στα μάτια –θράσος δηλαδή και μυαλό σαν διαφήμιση, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Μες σε μια υποτιθέμενη ασφάλεια ενός γάμου, για τον γάμο. Ψηλομύτες και επικίνδυνοι για τον εαυτό τους. Ή όποιους γειτονεύουν, αφού η ανωτερότητα τους, τους επιτρέπει να φέρονται θαρραλέα.. και ..ώριμα..
Η φασαρία, τους προδίδει. Το ότι στήνονται κάπου και περιμένουν να φανούν δυνατοί.
Τόσο αδύναμοι, εμπρός μου, στα μάτια μου. Τώρα που σ’ αγκαλιάζω απαλά, ξανά, σαν φάλαινες που πρέπει ξανά, ν’ ανεβούμε να πάρουμε αέρα. Στην ηρεμία της επιφάνειας που όλα συμβαίνουν. Ξανά στην καθημερινότητα, που όλα περιστρέφονται. Χάρη στην καρδιά που δίνει στο σώμα, σχήμα και πνοή. Όπως οτιδήποτε απαλό και λεπτό, στους τρόπους και στην οφειλή. Να επιλέγεις το καλό. Την αγάπη. Το σταθερό και ότι τρέφει την πηγή του πνεύματος που δένει μαζί, δύο ψυχές. Το αρσενικό με το θηλυκό. Τη γλυκιά σου φωνή με το μελωδικό ζεστό τόνο από τις φωνητικές μου χορδές. Επειδή ότι αγαπούμε, είναι και η χροιά της φωνής ενός άλλου προσώπου.
Όπου γεννιούνται οι αναμνήσεις και η παρηγοριά των στιγμών που δηλώνουν τρυφερότητα. Συγκρατώ εσένα, κοντά μου, εδώ. Ενόσω όλα περιστρέφονται ξαφνικά. Η γη, στο διάστημα. Γύρω από τον άξονα της. Οι τεκτονικές πλάκες, οι δείκτες του ρολογιού. Η σκέψη ότι βρίσκομαι κάπου εκεί κοντά σου.
Μες την διαβίωση όπως την έχουμε σταθμίσει, προσπαθώντας ο καθένας να προχωρήσει μία ακόμη μέρα, στη ζωή και το πέρας των λεπτών. Με εκείνους τους ήσυχους ή τους τραχείς ήχους που ορίζουν εμάς, εδώ. Τώρα. (που συνήθως, κανείς δεν ακούει).
Η τριβή της παλάμης στο χαρτί. Των ρούχων στην επιφάνεια που ακουμπάς, στέκεσαι ή ξεκουράζεσαι. Τα βήματα που σε γυροφέρνουν στις υποχρεώσεις. Οι μηχανικοί θόρυβοι που εξυπηρετούν κάτι. Η πίστη στο καθετί, να βρίσκεται εκεί που τ’ αφήσαμε.
Η ανάγκη να κυριαρχεί ειρήνη, μαζί με τον χαιρετισμό της καλημέρας, στο πρώτο φως. Εκεί όπου αντλούμε ενδιαφέρον. Που καταναλώνεται ο χρόνος. Που τροφοδοτούμαστε το καύσιμο, για να συνεχίσουμε, σε πνευματική δύναμη και ηρεμία. Εκεί όπου θα σε κοιτάξω ξανά, τόσο κοντά στο δικό σου, ανθρώπινο πρόσωπο, οφειλέτης της ακεραιότητας, τώρα, σ’ εσένα, και στα άξια, πάντα.
Ο χρόνος παύει, όσο είσαι εδώ.

Το επόμενο κεφάλαιο



Αναρωτιέμαι, πως σε θέλω, όταν τα πράγματα δεν θα ‘ναι τόσο ήρεμα κι οι δυσκολίες θα αντικαθιστούν, όλη την αύρα. Το κλίμα που ηρεμεί και γαληνεύει κείνο που αποκαλούμε πνεύμα. Θέληση για οτιδήποτε στη ζωή.
Εσύ, αν είσαι εσύ, κείνη που επιλέχτηκε να είναι το πλευρό μου που λείπει, για να γεννήσει την γυναίκα σ’ εσένα. Την πιστή σύντροφο. Κείνη που ερωτεύομαι, όπως η φλόγα στο τζάκι, τρώει τα ξύλα, αφαιρώντας τους το σχήμα.
Αναρωτιέμαι τι αφαιρώ από σένα, προκειμένου να μείνεις κοντά.
Αν σε θέλω αδύναμη, ώστε να ανέχομαι την ελευθερία σου, γνωρίζοντας ότι δεν θα με προδώσεις από δειλία, κυρίως, στην περιπέτεια, παρά στο να απιστήσεις απέναντι μου, όταν κάποιος άλλος σου προσφέρει κάτι, που ο ίδιος αδυνατώ να προβλέψω ότι έχεις ανάγκη. Ή είμαι ικανός να συνεισφέρω, μα το αγνοώ.
Αδύναμη ώστε να με ανέχεσαι στα δικά μου ξεσπάσματα. Περισσότερο στα θέλω της καθημερινότητας που μόνο να αδικεί, ξέρει. Ακόμη και ατομικά. Μόνο που δεν διαισθάνονται όλοι, τη σοβαρότητα να έχεις, το δικαίωμα να αποτελούν οι νόμοι και οι θεσμοί, τμήμα του βίου σου.
Άραγε, αν είσαι αδύναμη, που πρέπει, ακριβώς;
Ως καθεστώς υποτίμησης προσωπικής σου, απ’ όσους πληγώνουν με πράξεις και λόγια, ως αποτέλεσμα καταστάσεων, που ποτέ ως πληγές, δεν έκλεισαν; Βασανίζοντας τρίτους, ώστε κανείς, συναισθηματικά, να μην αισθάνεται ασφαλής. Ή και γενικότερα.
Αδύναμη να αμυνθείς στη σωματική βία, δικών σου προσώπων, που μια ζωή, λειτουργούσαν ως ψυχολογικοί βιαστές, ώστε να μην ανεξαρτητοποιηθείς, ποτέ. Που πάντα πίεζαν να συνέλθεις. Άραγε, θέλουν μια ζωή, να σ’ έχουν του χεριού τους;
Αδύναμη να αποφασίζεις όταν στο ζητούν, ποιους θα αφήνεις να ελέγχουν το παρόν σου, όπως και το μέλλον των τέκνων σου, ψηφίζοντας τους, επειδή μόνο δύο κόμματα διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία. Και κανείς δεν θέλει να γνωρίζει τι θα συμβεί, εάν ένας τρίτος, πάρει ξαφνικά, τα χαλινάρια, από τ’ Αμερικανάκια.
Αν είσαι αδύναμη συναισθηματικά, όλο και κάποιος άλλος θα σε ελέγχει. Ποιος, που, και πότε, θα μεγαλώνει τα παιδιά μας, ενόσω εμείς θα εργαζόμαστε. Κάθε πότε θα παίρνεις άδεια, όταν οι δικοί σου εργοδότες, αποφασίζουν. Αδύναμη να αμύνεσαι, στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, συναδέλφων και εργοδοτών. Μη αντιδρώντας. Μη δημιουργώντας κακό κλίμα στη δουλειά, ώστε εσύ η ίδια να φανείς τελικά.. πως δεν αποτελείς στα μάτια των προϊσταμένων, ήρεμο και συνεργάσιμο.. πνεύμα.
Αν σε θέλω αδύναμη, μες την άγνοια, που, βρίσκει κανείς, γιατρό, για το νεογέννητο. Πόσο κουτό είναι να συλλογίζεται κανείς, να ‘χει άβουλο σύζυγο, δίχως διεκδικήσεις. Για το δικό της ατομικό καλό μα και των πιο κοντινών της, αγαπημένων, προσώπων.
Μια αδύναμη γυναίκα, φαντάζομαι, δεν έχει δικαιώματα, στα θέλω του σώματος της ή στο να ολοκληρωθεί ως νοήμων, πλάσμα. Οπότε, άραγε, τι σεβασμό να αντλήσει, μια τέτοια γυναίκα, από τα παιδιά της;
Πόσες και πόσες γυναίκες παντρεύτηκαν γρήγορα, προκειμένου να γλιτώσουν απ’ το περιβάλλον του χωριού. Από ένα αποπνικτικό περιβάλλον. Λόγω προξενιού ή επειδή η οικογένεια είχε πολλά τέκνα, και με την πρώτη παρασπονδία, ίσως, μιας κόρης, την πάντρευαν άρον άρον –για να γλιτώσουν και το παραπάνω στόμα που κατανάλωνε φαγητό! Πόσα εξίσου όμως, αγνοούμε για τις γυναίκες. Μάλλον επειδή δεν μας εμπιστεύτηκε καμία τους, πως βλέπει τους άλλους, γύρω της. Τους άντρες ειδικότερα. Αν εξαρτά το παρουσιαστικό της από τα πρότυπα, που ορίζει το αντρικό θέλω, για να είναι μια γυναίκα όμορφη ή θελκτική –ομογενοποίηση στα χαρακτηριστικά του θηλυκού γένους, ώστε το γυναικείο φύλο να φαίνεται, όπου κυκλοφορεί, και να μην απορρίπτεται.
Αν το σύνολο της κοινωνίας, παραδέχεται το ρόλο της γυναίκας, ιδιαίτερα στην εξουσία, σε πολύ υψηλά όμως, πόστα. Μα για να φτάσει τόσο ψηλά, μια γυναίκα, πρέπει να είναι δυναμική, τολμηρή, και με αγωνιστικό πρακτικό πνεύμα –κει που υστερούν οι άντρες. Και ποιος θέλει μια επαναστάτρια στην εξουσία; Αν και βέβαια, δεν λείπουν, τα κρούσματα γυναικών με σοβαρές θέσεις στην εξουσία, που παραδίδουν οτιδήποτε θεωρούν εφικτό, για την διατήρηση της καρέκλας τους. Ως συνέχεια –εννοείται- του κλίματος οδηγιών, που παρέλαβαν, από τους άντρες, κι αυτοί, από τα μεγάλα αφεντικά τους (ο νοών νοείτω. Όπως είπε και ένας σύμβουλος ψυχικής υγείας, στην τηλεόραση, η προδοσία, αποτελεί Εθνικό προιόν).

Αλήθεια, ποιος θέλει να έχει στο πλάι του, μια αδύναμη γυναίκα, ειδικότερα ως σύζυγο, η οποία τελικά, ή θα γίνει υποχείριο ή θα αναδύει απάθεια, που είναι και το χειρότερο;
Ως γνωστό, δημιουργούνται, αρχικά, σχέσεις για το τίποτα –πού χάθηκε η ευγένεια, μάτια μου; Η ειλικρίνεια και το απλό βλέμμα.
Μόνο για τις ορμόνες, λοιπόν. Κοροϊδεύοντας συναισθήματα κλπ. Η θεωρία –στην πράξη- να μην πάει χαμένος ο χρόνος. Να μην σε λυπούνται που είσαι μόνος. Να μην περιθωριοποιείσαι γι’ αυτό.

Αδύναμη μαρκάρεται μια γυναίκα, όταν έχει το θάρρος να δείξει πως έχει αισθήματα. Θέλει να τα προσφέρει. Είναι κι εκείνη, άνθρωπος.
Το βλέπει. Το ξεχωρίζει. Το διεκδικεί.
Σέβεται: Αξίες. Έθιμα. Συναισθήματα. Το ρόλο της.
Η δύναμη της φάνηκε στα βουνά της βορείου Ηπείρου, όταν μετέφερε με γαϊδούρια, σε δριμύ ψύχος, πολεμοφόδια, ενόσω πολεμούσαμε τους επιτιθέμενους Ιταλούς –στο Αλβανικό μέτωπο.
Το απέδειξε όταν κατέκτησε την ψήφο στο πολιτικό εκλέγειν. Ενόσω έριχνε ακόμη άλλο ένα αντρικό προπύργιο, σε δουλειές, που είχαν χαρακτηριστεί με ένα “απαγορεύεται” για το γυναικείο φύλο: αεροπόρος, στρατιώτης, αστροναύτης κλπ. Δυνατό το θηλυκό, να διαισθάνεται την ευθύνη να γεννά μια νέα ζωή. Όσες τουλάχιστον ξέρουν τι πράττουν. Διαφορετικά θα εξακολουθεί να παρατηρείται, η εξής κατάσταση: μάνες να εγκαταλείπουν τα τέκνα τους, ή να τα παραμελούν. Αν όχι λόγω κατάθλιψης ή αλκοολισμού, σίγουρα λόγω χρήσης ναρκωτικών.
Με το πέρας των χρόνων, μερίδα γυναικών, έδειξαν το δυναμισμό τους, με “επιθετικές” διαθέσεις, χάνοντας το ρόλο τους ως “θήραμα”, ως προς την διεκδίκηση, ως ταίρι. Άρχισαν επομένως να χάνουν το μέτρο στο σωστό ντύσιμο, οπότε δικαιολογημένα το μάτι των αντρών άρχισε να πονηρεύει. Καταλήγοντας γρήγορα στον κορεσμό και στην απάθεια ως προς την έγνοια, δέσμευση. Χάθηκε η μαγεία στο αναμεταξύ τους δέσιμο. Με τα θηλυκά να παραπονούνται, πού πήγαν οι άντρες. Γιατί δειλιάζουν. Γιατί δεν είναι οι ιδανικοί που εκείνες αναζητούν.
Μήπως τους θέλουν ως ασφαλείς συζύγους και μόνο;

Αναρωτιέμαι γλυκιά μου, πως θα έπρεπε να φερόμουν, για να αισθάνεσαι ασφάλεια. Ν’ αποδέχομαι μήπως, πως έχεις ανάγκη να προβάλλεις τη θηλυκότητα σου; Αφαιρώντας όμως από “εμένα”, το δικαίωμα –το παράπονο των αντρών που δεν εκτιμούν- να “κοιτώ” και άλλες γυναίκες –λες και δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Λες και το έχω ανάγκη, ενώ βρήκα ότι πολυτιμότερο χρειαζόμουν. Αντ’ αυτού, ν’ αρχίσω να ξενοκοιτάω. Να παίζει το μάτι. Λες κι “εσύ” ως γυναίκα, έχεις τόση ανάγκη να αρέσεις. Να βλέπει ο καθένας, σημεία στο σώμα σου, απ’ ότι παραδίδεις κάθε βράδυ, στον δεσμό σου.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τις γυναίκες, πιθανόν επειδή κι εκείνες έχουν μπερδέψει τα θέλω τους. Τη λάθος συστολή να μην μιλάνε για τον εαυτό τους, συγχρόνως με μια πονηρή εξωστρέφεια, λες και λαβαίνουν επιβεβαίωση. Ένα άτυπο βραβείο για τις καμπύλες στο σώμα τους –ειδικότερα όταν η δεκαετία των τριάντα, τις εγκαταλείπει. Πάμπολλα τα άγευστα κρούσματα, παρενόχλησης, προς νεότερους τους.
Φαίνεται είναι γραφτό μου να μην κάνω ποτέ, έρωτα, σαφώς επειδή μου έμαθαν να μισώ το σώμα μου και τις ικανότητες του. Η θρησκεία, οι γονείς, η άγνοια. Το πέρας των χρόνων. Η ξηρασία. Η στασιμότητα. Τ’ αρρωστημένα θέλω των λογικών…
Ασφάλεια επομένως αισθάνεται κανείς, όταν έχει βαρεθεί να θεοποιεί τα σώμα και τις ορμόνες που το ταλαντεύουν (μην τρώτε τόσες πολλές σοκολάτες). Άρα σταματάς να ψάχνεις, γύρω, για διαφορετικές περιφέρειες –86 74 88, 94 76 88 κλπ.
Άρα γλυκιά μου, για τούτο, να είσαι σίγουρη.
Τι; Ρωτάς.
Να σου είμαι πιστός, αν είσαι γλυκιά και συμπονετική, μαζί μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν μας μένει τίποτα άλλο να έχουμε, στην ενηλικίωση. Παρά εκείνο το ένστικτο που δίδεται στους ενήλικους, να συνεχίσουν το είδος, κι ας λένε όλοι οι υπάνθρωποι και μισάνθρωποι, για τέλος του κόσμου. Για σημεία και τέρατα και άλλες τέτοιες …
Τώρα τι γίνεται.

Τώρα να αισθανόμαστε ασφάλεια. Προσωπική πλήρωση. Συναισθηματική. Αξιοπρεπής βίος, με μισθό. Ανεξάρτητοι οικονομικά, και ήρεμοι. Ασφαλείς μέσα μας, ο καθένας στο καθήκον του, και όχι φτιάχνουμε ένα είδος εδώ, ένα άλλο σε διαφορετικό πλανήτη. Ένα άλλο σε μακρινό γαλαξία κλπ. Πάντοτε δηλαδή εξαρτημένοι από μια απειλή. Κάποιος να μας προστατεύει, επειδή, ναι, ο βίος εδώ είναι άδικος. Μα ο άνθρωπος δέχεται αγκαλιά, μόνο από άλλο ανθρώπινο οργανισμό, και ευτυχώς, μάτια μου, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Μόνο γι’ αυτό, αισθανόμαστε αισιόδοξοι.
Εγώ πάντως, γλυκιά μου, δεν είμαι ικανός να σε προστατέψω, με σωματική δύναμη δική μου, ούτε μες το ίδιο μας το σπίτι, σαφώς επειδή δεν είμαι μποντιμπιλντεράς, ούτε ξέρω καράτε. Ούτε έχω γρήγορα αντανακλαστικά, ώστε να προλάβω, πρώτα, να ψάξω να βρω τα γυαλιά μου, και απευθείας να επιτεθώ στον άγνωστο διαρρήκτη. Ο οποίος ίσως κρατά μαχαίρι, μα αν πυροβολήσει εν ψυχρώ;
Άρα, πως έχεις τόσες μεγάλες απαιτήσεις να σε προστατέψω, ενόσω ο νόμος, μου αφαιρεί το δικαίωμα να αμυνθώ, μες το ίδιο μου το σπίτι; Πως θέλεις να είμαι συνεχώς φρουρός, ενώ δεν έχω λάβει ποτέ, αποδοχή –όχι από τρίτους. Λες και εσύ δεν έχεις αδυναμίες ή ελαττώματα –μα τα παραλείπω σε εσένα, αρκεί να είσαι υπομονετική μαζί μου.
Θα είσαι;
Κι αν σε φοβίζει κάτι σ’ εμένα, γίνε η δικλείδα ασφάλειας, που μαντρώνει κάθε απότομη συμπεριφορά. Ας προσφέρει ο ένας στον άλλο, κείνο που έχει ανάγκη. Που καταπραΰνει και ενημερώνει για τη φύση κάθε φύλου. Το μη τέλειο. Το παροδικό. Τα διαφυγόντα χρόνια. Το μη τέλειο.

Πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια, αγάπη μου. Ούτε στο σπίτι μέσα, εκτός κι αν έχεις για να πληρώνεις μπράβους. Ούτε στο δρόμο –εκεί είναι που δεν ξέρεις από πού θα σου σφυρίξει καμιά σφαίρα, ανταλλάσσοντας ριπές, ο σεκιουριτάς με τους ληστές χ ψ τράπεζας. Ούτε ενώ διαδηλώνεις. Ούτε ενώ περπατάς αμέριμνος. Μήτε στη δουλειά, ορθοστασία 10 και 12 ώρες, καθημερινά –να σου λέει ο διευθυντής απ’ τα πριν: σου λέμε πως θα είναι, μην έρθεις μετά και μας πεις, με πονάει ο πισινός μου (μου έχει τύχει κι αυτό, ψάχνοντας εργασία). Χαμογελάς; Χαμογέλα γλυκιά μου, να ζεσταίνεται η καρδιά μου.
Ωραίος ορθόδοξος κατά όνομα! αυτός ο διευθυντής. Παρομοίως όπως λέμε: δεν κοιτώ την ομορφιά, αλλά το εσωτερικό του άλλου.
Σήμερα, για πρώτη φορά, σκεπτόμουν, μάτια μου, ακριβώς αυτό.
Η στιγμιαία εντύπωση που μας προκαλεί η ομορφιά του αντίθετου μας φύλου, που όμως μπορεί να είναι παλιοχαρακτήρας. Είρωνας άνθρωπος. Απαθής και πολλά κοσμητικά ακόμη. Χωρίς αισθήματα δηλαδή. Ή ανάγκη τελικά, δική σου, να γνωρίσεις ένα τέτοιο επιπόλαιο πλάσμα, που από τις κινήσεις και τις ματιές μόνο, καταλαβαίνεις πολλά, μέσα σε λίγα λεπτά.
Στα γράφω αυτά για να σου εξηγήσω, πως στην αρχή, μου φάνηκες τόσο γλυκιά και συναισθηματικά, ποθητή (μάλλον γιατί δεν πρόσεχα το εξωτερικό σου). Την επομένη, μου φάνηκες μια απλή κοπέλα, αφαιρώντας σου όμως, όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά. Εκεί ήταν που απόρησα, πως δεν το είχα δει, ξεφουσκώνοντας το δικό μου συναίσθημα. Πιθανόν επειδή δεν αισθάνομαι άξιος, να αγαπηθώ. Όπως μου είπε και μια ξαδέλφη μου, το έχω αυτό, να απομυθοποιώ εκείνο που έχω ανάγκη.
Τις επόμενες ημέρες, αποφάσισα να σε ξεχάσω. Κατόπιν σε σκεπτόμουν, ξεκινώντας να γράφω αυτό. Αμέσως μετά, σε έχασα πάλι απ’ το ραντάρ, ενδιαφέροντος μου (Δεν γνωρίζω τη συνέχεια. Δεν συνέβη ακόμη).
Ξημέρωσε Σάββατο 16 Δεκέμβρη 2006. Προσπαθώ αγάπη μου να μπω, στην ουρά του γυναικείου κομήτη (κι είναι αρκετές οι γυροβολιές εκεί έξω). Μήπως και τα μάτια σου, μου πουν –όπως συμβαίνει συχνά, σ’ εσάς- κείνα, που τα λόγια, απλά, δεν ικανοποιούν, να δεις το πρόσωπο, που τόση ώρα, σου μιλά. Δεν εμπιστεύονται τα λόγια, τι αισθάνεται μια γυναίκα, έως και καθόλου φορές. Δικαιολογημένο λοιπόν, να μη βρω ποτέ, σε ράφια βιβλιοπωλείου, τόμο γραμμένο από θηλυκό, με τίτλο: άντρας.
Αναρωτιέμαι γιατί είστε τολμηρές στο βλέμμα και το ντύσιμο, μα όχι στο διάλογο. Αφού ούτως ή άλλως, είμαστε και τα δύο μέρη, ανθρώπινοι και θνητοί. Με το χρόνο να μας κυνηγά. Τρέχουμε επομένως να δείξουμε ότι είμαστε νέοι, έστω και στα τριαντα-τόσα μας, έτη, χάνοντας την αίσθηση που αφήνει η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός, σε διάλογο ξεκάθαρο και μοναδικό. Μοναδικό, λόγω απλότητας. Λόγω ρεαλισμού.
Παρόμοιο με τις ιδιωτικές στιγμές, συζητήσεων, χωρίς το ρατσισμό, να εναρμονιστείς με μικρές κοινωνίες, όπως της παρέας, αναγκαστικά, φορές, ώστε να βρίσκετε κοινά σημεία. Εκεί που τα άλλα δυστυχώς, διαφέρουν. Το σεμνό ντύσιμο ή το επιμελές –να μην δημιουργώ και αντιπάθειες.
Το αντίθετο δηλαδή, από τη συστολή των ματιών, συνοδευόμενο από την εσωτερική αύρα του μέλους, που αποκαλούμε σύντροφο ζωής, το οποίο άτομο, χρειάζεται στοργή και αγάπη.
Ηρεμία. Όπως καθετί ασφαλές.
Η Whitney Huston, φωνάζει, ερμηνεύοντας: I will always love you, με παρόμοιο γνώθι εαυτόν με το οποιοδήποτε πουλί που κάνει πράξη την επίγνωση, πως πρέπει να κουνήσει πολύ γρήγορα τα φτερά του, ώστε να καταφέρει να πετάξει.
Στην αγκαλιά σου.
Με λόγια λουλούδια, και άνθη αληθινά. Τα οποία φθάνουν ως συνεχόμενη θύμηση, διαρκή σκέψη, εκεί όπου αγαπάμε. Όπως η γύρη από ορισμένα φυτά, μεταφέρεται με τον αέρα, μετακινούμενη μακριά. Τροφοδοτώντας ζωή, μερικά ακόμη εκτάρια, γης. Χώμα, χρόνος, χαρτί, καταγραφή και υλικές αποδείξεις για το αυτονόητο της αγάπης.
Κάποιος χτυπά την πόρτα

Δεν είμαι έτοιμος.
Ενδυματικά.

(Σκέψεις πριν μπεις).
«Χτες, αγάπη μου, σκεφτόμουν την ανάγκη του απλού, καθημερινού, ανθρώπου, να φλερτάρει, έχοντας βέβαια είναι, μονήρης στην επιλογή του. Ωραία προσωπικότητα που αγαπά, κείνο που δεν έχει, προτού το αποκτήσει. Ως κάτι που μπορείς να αγκαλιάζεις και ποτέ να μη βαριέσαι, που είναι και το πιο σοβαρό σε μια σχέση. Να μη σβήνει η λάμψη της ένωσης των ψυχών. Καθεμία με αδυναμίες, σαφώς επειδή, αδυναμία εστί, να απαιτείς σεβασμό απ’ τον άλλο. Την ώρα που μπαίνεις στο λεωφορείο. Δίνοντας τη θέση σου στο παγκάκι, στη στάση –εκτός κι αν είσαι λιώμα. Τα μέλη σου τα καταπονημένα, λόγω εργασιακής εκμετάλλευσης.
Μετά είδα, πως ετούτο είναι η καθημερινότητα, και η ανάγκη μας, ν’ αντικαταστήσουμε τα συναισθήματα, με αυτό το ελάχιστο –καταναλωτικά- παραπάνω. Εκτός του ότι ο οργανισμός, συνεχώς διαμαρτύρεται, για τον εσωτερικό βιασμό. Κιτρινισμένα ιδιαίτερα, ούρα. Ελάχιστο πόσιμο νερό, καθημερινά. Οργανισμός που ιδρώνει χωρίς παύση, προκειμένου να απομακρύνει το συνοθύλευμα, τελικά, άχρηστων “τροφών”, οι οποίες καταναλώνονται γρήγορα, χωρίς σκέψη, σε τι υποβάλλουμε τον οργανισμό.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, επιτιθέμεθα φραστικά σε κάποιον, ιδιαίτερα αν αυτός ο κάποιος, δήλωσε εμμέσως, ότι ο Θεός, του κάνει τη ζωή δύσκολη. Προσπαθώντας να προσαρμόσει αυτόν τον ένα –κάθε φορά- άνθρωπο, στη ζωή, έχοντας του προηγουμένως καταστρέψει την έννοια: ολοκλήρωση (εννοείται ορμονικά, επειδή αυτό είναι το μέσο, η ζυγαριά για ότι κάνουν οι άνθρωποι. Δυστυχώς). Φορές αναρωτιέσαι όμως, αν η ολοκλήρωση που μας χωράει ή που άλλοι θέλουν να χωρέσουμε, πρέπει αναγκαστικά σ’ εμάς, να είναι μόνο πνευματική. Και όχι όπως στο ζωικό βασίλειο, το καθετί στην ώρα του.
Τα ζώα φαίνεται δεν έχουν ψυχή.

Εγώ διαλέγω από δω και στο εξής, τι σημαίνει ζωή.
Για μένα,
η ζωή μυρίζει φρέσκο, μόλις –απ’ το φούρνο- κέικ (όχι σοκολάτα).
Ρωτάς αν εκτιμώ την προπαρασκευή, προτού σταλθεί η εντολή, να κινηθώ κατά το σημείο αποθήκευσης του γλυκίσματος–βίου».

Κάποιος μου χτυπά την πόρτα (η ζωή είναι σκληρή, αγενής. Γιατί, περίμενες απάντηση;).

Είναι εκείνη. Η αγάπη μου.
Συνεχόμενη (χωρίς διαφημίσεις).
Οι οφθαλμοί χαμογελούν. Τα μέλη τρέμουν.
Πέρασε, μη στέκεσαι, λένε τα χέρια.
Χαίρομαι που είσαι εδώ, ζεσταίνεται η καρδιά.
Εδώ.
Ελεύθερη βούληση. Γνωριμία κοντινότερη, δίχως εξωτερικά ερεθίσματα.
«Έχω, και σου δίνω. Όλες μου τις εμπειρίες. Στο χαρτί, τυπωμένες. Οι στιγμές. Τα λεπτά στο ρολόι, διαφορετικά ανά ποίημα. Ημερομηνία. Διαθέσεις καιρού. Έμπνευση που θυμίζει σύννεφα, που ταξιδεύουν στον ουρανό, φορές, γρήγορα. Χάνοντας όμως σε σχήμα – ομπρέλα, πάνω απ’ το κεφάλι μας. Κίνηση παντού. Η φύση που δεν αγαπιέται.

Έπειτα μου έδωσες το χέρι σου, φροντίζοντας περαιτέρω, το κοινό ενδιαφέρον. Κομμάτια φροντίδας, που κρατούσες στις λεπτές, αγαπημένες σου, παλάμες, διαβάζοντας, όποτε το αισθανόσουν ανάγκη, ή απλή περιέργεια –για την υφή του χαρακτήρα μου. Τι ήταν εκείνο που άγγιξε έναν ξένο, ώστε να προσφέρει στο χαρτί, εμπειρίες. Γράμματα, στιγμές, στο ρολόι, εκείνου που θέλουμε να φτιάξουμε: το χρόνο. Περιορίζοντας τον. Μια εμμονή να ανήκει καθετί, στον γενικότερο ισολογισμό. Έλεγχος. Παντού.

Όχι.
Εμείς είμαστε εδώ.
Δίχως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, εν λειτουργία, να αρρωσταίνουν, ότι καταφέρνουν. Επειδή οι άνθρωποι βαριούνται, ένας προς έναν. Έχουν ανάγκη από χαβαλέ. Κάτι να φάνε. Να πιουν. Να καπνίσουν. Απασχολώντας χέρια και νου. Βουλώνοντας τον “νιπτήρα” των συναισθημάτων, που φροντίζουν κάθε ακέραιο χαρακτήρα.
Πόσες φορές, στο λέω εμπιστευτικά, έκανα πολλούς στην άκρη, λόγω χαβαλέ!
Είσαι εδώ. Είσαι γλυκιά.
Είσαι το κίνητρο, που ο Θεός μπορεί να καταστρέψει –αν Θέλει- αφού δεν πάω σ’ Αυτόν. Να ευνοηθώ, μόνο πνευματικά –εννοείται.
Εκτός κι αν η λογική, αποκτάται ως ρεαλισμός, και μόνο. Χάνοντας τα μικρά και τρυφερά όνειρα. Εκείνη τη διάθεση, να ‘ρθω να κάτσω σιμά σου, για να ‘βρει το βλέμμα σου, το στόχο. Εκεί που θες τώρα, κι εσύ, αγαπημένη να δώσεις διακριτικά έστω, τη θέρμη όσων ειλικρινά και αυθόρμητα, γέννησες.
Σα δυο σώματα καλοριφέρ, σε επικοινωνία με το κατάλληλο μέσο. Σου έδωσα λίγες εμπειρίες μου. Μου δίνεις κι εσύ, την παρουσία σου. Που μιλά πιο ουσιαστικά, μαλακά και γλυκά στο κουμπί: κίνητρο. Ολοκλήρωση. Ηρεμία.
Εκείνο το λίγο, να εξατμίζεται η ταραχή. Να επιθυμείς σταθερότητα. Ν’ ανακαλύπτεις εσένα. Εκείνο που αρνιόσουν, μα στο ζωικό βασίλειο, τακτοποιείται.
Κάθε φορά που σε σκεπτόμουν ήταν σα να ‘ρχόμουν σ’ εσένα. Να σε πάρω μαζί μου. Προσφέροντας τρυφερότητα και χαμηλωμένο βλέμμα. Μάτια σε μάτια, χορδές από κιθάρα. Φτερά, ηπιότερου, διακριτικού, παγωνιού –μόνο που το τελευταίο κρύβει το πρόσωπο, κι όσα η φύση χάρισε απλόχερα, ίσως».

Αγάπη

Συζητάς: κάνουμε ότι μπορούμε. Ή οι αντοχές του νου, δίνουν εντολή, να ενεργοποιηθούμε, να σαστίσουμε, να φύγουμε μακριά. Να είμαστε ατόφιοι. Εδώ. Και στο κάθε τώρα, της στιγμής, που δεχόμαστε το χτύπημα ή εκείνο που πρέπει να αντέξουμε. Για να δίνουμε, μήπως, στο παρόν, ανάλογες στιγμές;
Φορές, η φυσιολογία κάποιου, σε αφήνει άφωνο, αναγνώστη. Εννοώ ως οργανισμός, και ψάξε στο δικό σου νου, θύμησες που επαληθεύουν το σκεπτικό μου. Που απλά είναι η πραγματικότητα. Για διαφορές. Κάτι χειρότερο, μόνιμο, μη αναστρέψιμο –όχι όμως και αρρώστια- από το να έχεις μια αρρώστια.
Εμείς γλυκιά μου, είμαστε εδώ τώρα.
Χρησιμοποιούμε με τα χέρια μας, ότι μας ευχαριστεί. Καθετί λειτουργικό ή μηχανικά. Μα είμαστε άνθρωποι, γλυκιά μου, τωρινοί, με τη γεύση του γλυκού, στο στόμα. Του κέικ που η όσφρηση απαιτεί δυναμικά. Εδώ. Τώρα. Στο παρόν. Ζωντανοί. Με σάρκα. Με ηλεκτρικές λειτουργίες, εσωτερικά. Μεταδίδοντας εντολές. Αναλύοντας αντιδράσεις. Ορίζοντας τις δικές μας, που είτε ενεργοποιούνται, είτε αποφεύγουν κάτι που ζητά λύση ή περνά ως ευκαιρία.

Ευκαιρία; Με διακόπτεις.
Ευκαιρία να πράξεις το κακό, παρά να συμμετέχεις, όπως και όταν. Κατάληξη στρεβλής διαπαιδαγώγησης: ξημερώματα, ανοίγεις το καλοριφέρ, κάνοντας φασαρία, που ακούει ο γείτονας, ακόμη και πίσω από διπλά τζάμια.
Επιλογή.
Να μη βλέπεις τη ζωή.
Συνήθισες.

Γιατί ήρθες σ’ εμένα; Ρωτάς.
Μήπως επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο;
Όπως η μανία όσων θέλουν να σε καταστρέψουν –και μόνιμα (χωρίς επιστροφή. Παράδειγμα οι μη ανεστημένοι).







Είναι μια βραδιά αγάπης. Δυνατή αγάπη, και ηρεμία.
Σαν ζεστό γλυκό, που λιώνει στα χέρια και στο στόμα.
Βραδιά αγάπης και αποδοχής των ανθρώπων, που φαίνονται ήρεμοι. Σαν να έχουν όλα, συγχωρεθεί. Τα δάκρυα εκείνων που δεν αγκαλιάστηκαν ποτέ. Ή δεν έλαβαν ένα ευχαριστώ. Ή έστω ένα ισχνό δώρο. Μια χειραψία καλής θέλησης, ως συγνώμη. Επειδή τα λόγια είναι αέρας, για να γεμίζουν χαρτιά και βιβλία. Αναλύσεις. Αναφορές. Εξιστορήσεις.
Ασφάλεια.
Μακριά από ανθρώπους, που ως ανίκανοι γενικά, αδυνατούν να δουν, πότε τους δουλεύεις, και πότε απλά δίνεις τον εαυτό σου. Αφού ο χρόνος σε αποδέχεται και σ’ αγαπά. Όπως κάθε φυσικό σχήμα και ότι φτιάχνεται με τα χέρια επιμελώς. Με συνέπεια και σκέψη μακριά, αρκετά, από συνουσίες και ακαθαρσίες του νου.

Απόψε στα νοσοκομεία, η αγάπη ρέει στους “σωλήνες” των διαδρόμων. Εκπνέει στα δωμάτια των ασθενών, φροντίδα και περίθαλψη, αληθινή. Κάτι από το αίσθημα αληθινού καθήκοντος, των καλογριών μοναχών, προς την ανθρώπινη ψυχή. Απόψε, κάθε μικρός, κάθε ενήλικας ασθενής, βλέπει τρυφερότητα στα μάτια όσων έχουν αναλάβει να κρατούν παρέα, να είναι ο χρόνος κάτι αόριστο για κείνους. Τους υγιείς αγγέλους. Όχι επειδή πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Είναι μόνο μια γιορτή. Μια φιέστα.

Είσαι τυχερή γλυκιά μου, που βρίσκεσαι εδώ, καλεσμένη καρδιά και νόηση, μια ημέρα αγάπης –τόσο σπάνια πια, και κοινωνικά.
- Πόσο χρόνο έχεις; Σε ρωτώ.
- Για τι; Ανοίγεσαι προσεκτικά.
(για να σε φλερτάρω)
- Γιατί σε εκτίμησα, αποκρίνομαι.
- Τόσο γρήγορα;
- Αισθάνομαι ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον. Κάτι ξέχωρο από τη παρούσα αγορά.
- Τι εννοείς; (όλο ρωτάς, γλυκιά μου).
- Όχι επιπόλαιο. Μου αρέσει η παρέα σου. Αυτό εννοώ.
- Θα είναι σταθερή η επικοινωνία;
- Αρκεί να υπάρχει μια γλυκιά πνοή. Ένα ενδιαφέρον, από σεβασμό, για τη ζωή. Σου αρέσει η μουσική; –πλημμυρίζω τώρα έναν άλλο τομέα, συζήτησης.
Χαμογελάς φυσικά όπως αναπνέεις. Όπως αναπαύεται κανείς, κάπου που αισθάνεται ασφάλεια.
(Μήπως επειδή έχουν όλα, συγχωρεθεί; Ή από άγνοια για το βαθύτερο χαρακτήρα του άλλου;).
- Ξέρεις, κομπιάζω.
- Πες μου (γλυκιά μου. Φωνή).
- Αναρωτιόμουν τελευταία αν απομυθοποιούμε ότι έχουμε ανάγκη, μιλώ.
- Στην καθημερινότητα εννοείς.
Κουνώ καταφατικά το κεφάλι.
- Εκεί δεν σηκώνει επιπολαιότητες.
(όλο εκεί στρέφεται η συζήτηση. Η γλυκιά μου, χτίζει, τούτη τη πυραμίδα της συζήτησης).
- Ναι, πρέπει να είμαστε αληθινοί, αποκρίνομαι. Όχι όπως μερικοί στην τηλεόραση, που τη μια, το παίζουν ευαίσθητοι, χαμηλώνοντας τους τόνους. Άλλες φορές πάλι, τις περισσότερες, προσπαθούν να μοιάσουν στην Όπρα. Η λεγόμενη διπροσωπία.
(Αγαπώ κάθε τι, πάνω σου. Πως κάθεσαι. Ένας ζωντανός οργανισμός, που γεμίζει ένα μικρό χώρο. Ένα σημείο στον καναπέ. Με το έπιπλο να αποδέχεται τούτο το “βάρος”. Που είναι ψυχή, με προσωπικότητα, όπως όλα όσα αγαπάμε να θυμόμαστε).
Ντρέπομαι να σε κοιτώ, (είναι τόση η χαρά μου).
Αναπαύομαι όμως, έτσι.
Παρομοίως όπως επιθυμώ να έχω ανάγκη να θαυμάζω το ηλιοβασίλεμα, που όμως το έχω δει, λιγότερο από δέκα φορές στο βίο μου. Αν θυμάσαι, αγαπημένη ψυχή, το έντονο της φύσης, τούτου του φαινομένου.
- Έτσι να μου μιλάς –παίρνεις το λόγο.
- Χτες σκεφτόμουνα αγάπη μου, πως τα λόγια και η ποίηση, είναι όμορφα και αποδεκτά, ιδιαίτερα αν είναι χρωματισμένα με τρυφερότητα, μα η αγκαλιά ή να σου κρατώ τη παλάμη, είναι μια αίσθηση, πιο ζεστή. Που θυμάσαι, όταν είστε χώρια. Μόνο που δεν σέβονται όλοι, πως δεν θα ζήσουμε αιώνια.
- Τι θέλεις να πεις;
- Γίνομαι λίγο στρυφνός, τώρα, μα ποτέ δε μάσησα τα λόγια μου. Θέλω απλά να επαναλάβω, πως οι ζωηροί και επιπόλαιοι άνθρωποι, ποτέ δεν θα μοιάσουν ή θα “διαβάσουν” μια αξιόλογη και διαχρονική μορφή, που αρκετοί Έλληνες, ξεχώρισαν. Τούτη η άποψη, είναι αληθινή, κι όχι, πείσμα ή φραστικός πόλεμος, που είναι και ψυχοφθόρος.
- Χωρίς λόγο ύπαρξης, μιλάς τώρα.
- Χαμένος χρόνος, συμφωνώ.
- Γι’ αυτό και πολεμά ο ένας τον άλλο.
- Ως ένδειξη ανωτερότητας; -προσπαθώ να σου αφήσω μια φράση στη γνώμη, ακόμα.
- Κακή ένδειξη ελευθερίας θα έλεγα. Στρεβλή δημοκρατική έκφραση.

Πίνεις μια ακόμη γουλιά, από τσάι, με μέλι.
Το απολαμβάνεις.

- Πως τα πέρασες όλες αυτές τις μέρες; Ρωτώ.
- Κούραση (πολλές ημέρες, δουλειά).
- Καταλαβαίνω.
- Εσύ; Στρέφεσαι σ’ εμένα.
- Προσπαθούσα να σε σκέπτομαι.
- Γιατί προσπαθούσες;
- Για να δεχτώ τη ζωή.
- Τι σου έκανε;
- Η ζωή; απορώ…
Τα μάτια σου χαμογελούν.
Σαν να ‘ναι “ο δικηγόρος” της ζωής, “παρών”.
Μια ένδειξη προσέγγισης.
- Όλοι έχουμε ανάγκη από τρυφερότητα –μιλάς, πολύ γλυκά.
Συγκινούμαι.
Θέλω ν’ αγγίξω τη παλάμη σου, απαλά και τρυφερά, σα να ‘σαι η σύντροφος που επέλεξες η ίδια, να ξύσεις περισσότερο, με προσοχή, όμως, την φθαρμένη επιφάνεια, του: ανοίγομαι.
Με την ίδια αθωότητα που σε κοιτά ένα τρίχρονο παιδί. Με τα μεγάλα και λαμπερά του μάτια. Που δεν απαιτούν επεξήγηση. Ούτε οτιδήποτε άλλο, δημοκρατικό. Όπως τούτο το γραπτό που δεν στέκεται τεμπέλικα απέναντι σε ανθρώπους που ξεχωρίζουν, το γιατί. Που σέβονται. Αφήνουν.
Επειδή Δημοκρατία δεν σημαίνει να κυριαρχεί το θρασύ θάρρος. Η κατά μέτωπο, επίθεση, λόγω κυριαρχίας μιας άποψης ζωής. Ή επειδή, μας έθιξαν...
Την καλοπέραση, μήπως;
Θέλω όμως, γλυκιά μου οργανισμέ, να δίνω έμφυτα. Αυθόρμητα. Να δίνω σε μια κοινωνία που επικρατούν οι φελλοί και οι ατάλαντοι. Καλύτερα ακραίος, καρδιά μου, παρά επιπόλαιος.
Δεν έχουμε ανάγκη, ο ένας τον άλλο;
- Μετανιώνεις ποτέ, για κάτι; Εμβαθύνεις στη συζήτηση.
- Θέλω να μετανιώσω όσον αφορά σε δικούς μου ανθρώπους. Θα ήταν όμως, μια ακόμη “αγορά” εφημερίδας, αγγελιών. Όπου χιλιάδες άνθρωποι, στοιβάζονται, ψάχνοντας ο καθένας ότι απαιτεί. Απλά στοιβάζονται, όμως. Σαν απρόσωπο φάντασμα της όπερας. Ξέρεις τον χαρακτήρα.
Σε παρατηρώ που συγκαταβαίνεις.
- Δεν μπορούμε όμως να περιμένουμε την αντίδραση, πάντα, όπου επιθυμούμε.
- Δεν είμαι τόσο ακραίος, χαμογελώ. Ούτε και καλλιεργώ δύναμη (μετριάζω τι εξηγώ, μες την τελευταία φράση).
- Είχες θάρρος όμως, να με πλησιάσεις.
- Ναι, στην αρχή.
- Έτσι λοιπόν; -σου ξεφεύγει ένα παράπονο;
- Θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντι σου. Η φωνή σου, μου αρέσει πιο πολύ. Η φωνή, «του νοιάζομαι», που αντικαθιστά το άγγιγμα, ή φέρνει κοντά, το άλλο πρόσωπο, όταν επικοινωνείτε τηλεφωνικά.
- Δεν σου αρέσω; -εκπλήσσεσαι.
- Εκείνη η ζεστασιά που γέννησες σ’ εμένα, την πρώτη φορά, δύσκολα τη συγκρατώ (επειδή δεν σε έβλεπα συχνά όπως το είχα ανάγκη). Τη διατηρώ, πιότερο τούτη την ημέρα αγάπης. Μα λέω ευχαριστώ στο χρόνο που ξεδιαλύνει, αραιώνει, την ομίχλη της αντίστασης.
- Ως προς την απόρριψη; Με διακόπτεις.
- Περίπου, κομπιάζω.
- Εσύ δεν με απορρίπτεις τώρα; Υψώνεις λίγο τη φωνή.
- Αν σε απέρριπτα, θα είχα φύγει μακριά. Και δεν θα έγραφα, τούτο εδώ. Απλά θα έβλεπες παγετώνα στο κενό μου.
- Δεν θα ήμουν εκεί, να το δω.
- Θα το καταλάβαινες, όμως.
- Τι θέλεις από μένα; -δειλιάζεις τώρα, να με αγγίξεις.
- Λίγη υπομονή –τα μάτια μου, μόλις, κοκκινίζουν.
- Αν αγαπά κανείς, πρέπει να ‘ναι, πολύ.

Δεν αποκρίνομαι.
Βρίσκομαι εδώ;

Θέλω να τα ξαναπούμε.
Είναι εφικτό;





Θέλω να σε ξαναδώ.
Γιατί μου το στερείς αυτό;
(Φτιάχνει τα μαλλιά της στο πλάι, σκύβει λίγο το κεφάλι, και χαμογελά).
Θέλω να ‘ρθεις κύριε ποιητή, εδώ, ανάμεσα στα εποχιακά, Χριστουγεννιάτικα είδη, που πωλούνται σ’ ετούτο το μαγαζί. Με τις κάρτες, γεμάτες ευχές, που σπάνια μεταδίδονται, απλά γιατί ελάχιστοι, ψωνίζουν. Κλείνω με σάλιο, το φάκελο, κι έπειτα, αν η ευχή είναι από καρδιάς, ο νους είναι ευχαριστημένος.
Θα ‘ρθείς;
Σε περιμένω. Δεν εννοώ τι συμβαίνει.
Κι είναι τόσο ίδια, όλα, σε κάθε ωράριο. Η ορθοστασία με τσακίζει.
Αλήθεια κατάλαβες ότι είμαι γλυκιά;
Ένα μικρό όνειρο, να διαβαίνει η μέρα, οι ώρες, τα λεπτά. Σ’ ετούτο το ρημάδι που ονομάζεται δουλειά.
Όλα αυτά τα στολίδια, χωρίς πνοή. Χωρίς να φύγουν από δω. Να κλείνονται σε ζεστές, ανθρώπινες παλάμες, με αληθινές ζωές, σε μόνιμη κατάσταση. Σταθερή. Γιατί κι εγώ να μην είμαι ευτυχισμένη, όπως ευχήθηκες. Χωρίς να με ξέρεις καν. Μόνο από την αύρα. Αυτό το λίγο, που με κρατά και αισθάνομαι άνετα.
Άραγε, τι σκέπτονται οι άντρες όταν κοιτούν μια γυναίκα.
Σ’ αρέσω πραγματικά;
(τα μαλλιά της είναι μακριά και όμορφα. Η φωνή γλυκιά, αν και λιγότερο, όταν μιλά δυνατά, στη συνάδελφο, στο ταμείο. Να συνεννοούνται -εξηγείται).

Θυμήθηκα που ξύπνησα ξανά, μόνη, το πρωί.
Κάθισα λίγα δευτερόλεπτα στην άκρη του κρεβατιού, με τις πατούσες σαν μπαλαρίνα, στον αέρα. Λες και πετούσα, ψάχνοντας τα κύματα που εκπέμπει το δικό μου ταίρι. Έπειτα κοίταξα τις παλάμες μου, μα δεν με είδα να κρατώ, κάτι σημαντικό –εκτός από τον βίο μου.
Σαφώς επειδή, μόνο επειδή ένα δικό σου πρόσωπο, απέναντι σου, γίνεται ο φάρος, το φως μες την ομίχλη της καθημερινότητας. Το μικρό όνειρο. Η επικοινωνία που επιθυμείς να είναι τακτική. Στην θέση που σε περιμένω, ποιητή μου, άνθρωπε. Να έρχεσαι, να λες μια κουβέντα –όχι τόσο γρήγορα.
Σε προειδοποιώ όμως. Θα είμαι προσεκτική. Θα είμαι, είμαι δηλαδή, το αντίθετο σου φύλο, μόνο. Άνθρωπος είμαι. Έχω ψυχή. Αξίζω περισσότερα, για να μ’ έχεις να περιμένω.
Στο ρολόι που ρυθμίζεις, να ξυπνάς στην ώρα σου. Καταλήγοντας στον ουρανοξύστη της Κοινωνίας. Με όλες αυτές τις επίπονες σκάλες, επειδή από ψηλά, η θέα είναι πιο όμορφη. Τ’ αστέρια, το ηλιοβασίλεμα. Ακόμη και η πόλη. Που σπάνια στεκόμαστε, να δούμε όλα αυτά ή να χαρούμε.
Μα δεν μπορείς κάθε μέρα να ανεβαίνεις όλα αυτά τα σκαλιά.
Της ευτυχίας (αν με συλλογίζεσαι). Άραγε γράφεις τώρα; Έχεις ξυπνήσει; Εργάζεσαι; Ποιητή μου. Άνθρωπε πάνω απ’ όλα.
Πάλι ξύπνησα σήμερα. Επειδή έπρεπε. Είμαι εδώ. Ανάμεσα στα άψυχα στολίδια. Με τις γιορτές να πλησιάζουν. Ποιον θα κεράσω, πίσω, στο σπίτι, ένα γλυκό; Που είσαι να με βοηθήσεις με τα δικά μου στολίδια. Τη δική μου ψυχή. Το μικρό όνειρο που αρκετοί αρνιούνται και κατακρίνουν,
(Έχει αφαιρεθεί, η νέα, ετούτη. Άραγε).

Ύστερα θα ‘ρθεις να με βρεις. Φορώντας λευκά. Η καπαρντίνα “μοιάζει” με τον χιτώνα των ιπποτών, όσο είμαστε ικανοί να ονειρευόμαστε. Μες το όνειρο που θεμελιώνουμε και μπορούμε. Όπως η ατμόσφαιρα μιας θεατρικής παράστασης, που σε χαρίζει σε άλλους κόσμους. Ακόμη και σε τοπία, σα να μετατέθηκες σε άλλη χώρα. Σε τόπο που σε κάλεσε ο χρόνος. Μια σύμπτωση ίσως. Το μικρό όνειρο που φροντίζεις, πασπαλισμένο με ρεαλισμό.
Επειδή είμαι εκείνη που είδες. Τωρινό παρόν. Εργασία. Αναγκαστικά ή από συνήθειο. Να κινείσαι μες τον κόσμο, μήπως βρεις αυτό το ένα πρόσωπο που από κοινού, αποδέχτηκε την ανθρώπινη αξία. Απλά, ρεαλιστικά μα πασπαλισμένα (χαμογελά ξανά), για πάντα, με δόσεις ρομαντισμού και μικρών ονείρων, σε όσα θα ζήσουμε. Συντροφικά με το πρόσωπο που επικρατεί στο τώρα. Ορίζοντας το ίδιο, ακέραια, τις αξίες ως θέλω, χωρίς να ‘ναι προϊόν, λίγα δευτερόλεπτα, κάνοντας ζάπιγκ. Ιδιαίτερα, αργά το βράδυ, που στα μισοσκότεινα, οι άνθρωποι αισθάνονται τόσο απελευθερωμένοι, πιστεύοντας πως τα πάντα είναι εύκολα. Εφικτά. Επιπόλαια δηλαδή.
Αλήθεια, εσύ τι πιστεύεις πως θα συμβεί. Αν αποφασίσεις να ‘ρθείς, να σε δω. Τα μάτια, το βλέμμα, δίχως τα γυαλιά ηλίου –σε κλειστό χώρο. Αλήθεια, για ποιο λόγο;

Η συνάδελφος θα με “ξυπνήσει” ξανά.
Είναι ψυχοφθόρο να δουλεύει κανείς, πολλές ημέρες, συνέχεια.
Τι όρεξη, με τι όρεξη, να σκέπτεσαι κάτι άλλο,
Τώρα που επιστρέφω με αργό βήμα, έχοντας επιτέλους, σχολάσει. Ψωνίζοντας λίγο πρόχειρο φαγητό. Αν θα βρω όρεξη να διαβάσω λίγα ακόμη ποιήματα, που όμως δεν αντικαθιστούν τη φωνή. Τη χροιά. Τα σκαμπανεβάσματα της. Όταν τα μάτια δεν μιλούν, επειδή απορροφάσαι.
Άραγε είμαι η γλυκιά, στα γραπτά. Είμαι, γλυκιά;
Πρέπει να διαβάσω, παρακάτω;
Άνθρωπος είμαι, κι έχω αμφιβολίες.
Το πρόσωπο του καθενός, είναι απλά εκείνο που του ταιριάζει. Ότι μας κάνει μοναδικούς.


Μοναδικούς, ναι, γλυκιά μου, αποκαμωμένη, ψυχή.
Τι πρέπει να περιμένω από τη ζωή. μαζί σου. Ο βίος, μαζί σου. Η παρέα σου είναι, πρέπει να είναι, ο βίος; Οι ημέρες και τα διαστήματα χρόνου, που διάβηκαν, σα νερό, κατηφορικά, με ρεύμα δυνατό, φορές, στο ποτάμι που ονομάζεται ζωή. όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Αν εννοείς πως το άλλο πρόσωπο δικαιούται να ‘χει σκέψεις. Αν το δέχεσαι όπως είναι ή απομυθοποιείς ένα παρουσιαστικό, που μόνο η γλυκιά φωνή, της, συγκρατεί τα κομμάτια –σαν οστό- της αρχικής εντύπωσης.

Ο χρόνος που σου αφιερώνω. Σα να ‘ναι σημάδι.
Το μόνιμο το μελλοντικό στο τώρα, εκεί και όπου βρίσκεσαι.
Σίγουρα κοιμάσαι.
(Έχω τσακίσει το βιολογικό μου ρολόι. Ξημερώματα. Ακόμη ξύπνιος).
Δίχως χρήματα.
Δίχως σκοπό ή στόχο, στο δάσος της ζωής. Που άλλοι φυτεύουν τις εμπειρίες τους. Άλλοι ξεριζώνουν ανθρώπους, για πάντα εννοείται.
Μερικοί κλαδεύουν τις ικανότητες των διπλανών τους ή των προσωπικών τους δυνατοτήτων. Μες τη φύση. Με ήχους πουλιών και μικρών πλασμάτων για συντροφιά ή προς αποδοχή του ανθρώπινου είδους.
Όλα όσα θέλω να σου πω, ξέχωρα από ποίηση, που έτσι κι αλλιώς είναι παλιά, ξεχασμένα –όχι ξινά- σταφύλια. Τόσα που μόνο ένα ζευγάρι κάνει το χρόνο ν’ ανησυχεί, μη μπορώντας πλέον, να στενοχωρεί έν’ ακόμη πρόσωπο. Θνητό. Στεγνό δηλαδή από αγάπη.
Σίγουρα.


Μπορώ να σου μιλήσω;

Μπορώ να έρθω;
Η πίστη σε κάτι μικρό.
Εκείνος ο ονειροπόλος, που υπήρξε κάποτε, παιδί, έστω κι αν οι αναμνήσεις του τείνουν να ξεφτίσουν.
Η πίστη, ότι σε μικρά, οικογενειακής φύσεως, πράγματα, κατοικεί η ευτυχία. Όχι ως φάντασμα, μα με υγιή μυελό. Προσέχοντας από πολύ νωρίς, την υγεία,
Σαν πρόταση που δεν ολοκληρώνεται, η ζωή, μ’ εμάς απλά να προβλέπουμε,
κάτι, τέλος πάντων.
Προσφέροντας ότι θεωρούμε οι ίδιοι, όμορφο, αρκεί να το προσέχουμε, ποτίζοντας το, σαν θερμό αποχαιρετιστήριο πάρτυ ή ημερολόγιο που γράφτηκε με αγάπη και διάθεση αληθινής εξιστόρησης. Με συναισθήματα, κεφαλαίων ζωής μόνο. Αφού ούτως ή άλλως, ο καθένας βιώνει το τώρα, τη στιγμή που συμβαίνει. Με φύλλα μαργαρίτας σκορπισμένα από δω κι από κει. Θετικές ή αρνητικές απαντήσεις. Με θέλει. Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά. Κυριαρχεί ειλικρίνεια. Ως κάτι μόνιμο. Όπως οι πίνακες στα μουσεία. Η στιγμή που καταγράφεται. Η έμπνευση. Το όμορφο τώρα, με τη σκέψη ενός άλλου προσώπου ή απλά παραδομένος στην θεά έμπνευση. Γευματίζοντας μαζί της, με αληθινά φαγητά. Ζεστά. Τωρινά. Θελκτικά και απλά, εξίσου.
Ανησυχώντας, σαν νότες τραγουδιού, που γρήγορα ολοκληρώνουν το κομμάτι: να έχω, έμπνευση. Όπως είμαι. Χωρίς να ντροπιάζεται η θύμηση, από πληγές. Δίχως το σεβασμό που έπρεπε, την εποχή που όλοι μας μεγαλώναμε. Δοσμένοι στο ρόλο του, ο καθένας.
Η ζωή είναι σπίτια σφουγγαρισμένα –αν κατοικούνται.
Μελωδία στο πιάνο -όταν σε σκέπτομαι.
Τρυφερότητα, στην όψη ενός λευκού τριαντάφυλλου, που ομοιάζει με ότι φορώ, πλησιάζοντας σε, εκεί όπου εργάζεσαι.
Τρυφερός, αγαπούλα μου. Γλυκιά μου πηγή, ζωής και φροντίδας. Καρδιά μου εσύ. Δάκρυα και αγάπη εσωτερική. Όσα σου δίνω, χωρίς ανταλλάγματα. Μία μικρή εύνοια συζήτησης, προεπιλέγω, μόνο.
Ή προλογίζω, ως αντικατάσταση όσων μας έχουν πληγώσει.
Πότε θα ‘ρθεις αγαπούλα, να σε δω, να μου χαμογελάσεις;
Σε ένα άλλο σπίτι, όπου θα είναι δικό μου ή μισθωμένο. Αρκεί, ότι υπάρχει εκεί μέσα, να ‘ναι προϊόν, κόπου μου (ναι, καλά το κατάλαβες. Δεν είμαι τεμπέλης). Εκτός κι αν οι συγγραφείς είναι. χαμογελώ.
Πότε, σαν παιδί της φύσης, νοητικά, θα ολοκληρωθώ;
Μόνο να γράφω, ξέρω, γι’ αυτό μη μου ζητάς περισσότερα.
Η ζωή σε απογοητεύει, για να πάψουμε να έχουμε χιούμορ. Ή να αποζητούμε την πνευματική επαφή, η οποία γεννά σκέψεις γόνιμες. Σκέψεις που ενώνουν δυο ψυχές. Σε μια κοινή πορεία ζωής, έστω και φιλικά. Ή να πεις στον άλλο, με λόγια, πως δεν σου λέει, τίποτα.
Ο φόβος της απόρριψης, εντελώς όμως, που είναι, το πιο δυσάρεστο που ενδέχεται να προκύψει;

Ξυπνώ, ξανά τα ξημερώματα.
Μες τη προσπάθεια να κρατήσω ζεστή, τούτη τη τρυφερότητα, και πίστεψε με, σου μιλώ ειλικρινά, αγωνιώ, αν παίζω το παιχνίδι της μοίρας, που με οδηγεί κοντά σου ή απλά, η επικοινωνία μας ήταν μια σπίθα που κράτησε λίγο. Ωσότου η συνείδηση ανάψει το δικό της φάρο, μιλώντας μου, καθοδηγώντας με στην τιμιότητα, απέναντι σου. Δεν ξέρω, γιατί αισθάνομαι έτσι.
Ξανά προφανώς, από έλλειψη εμπειριών, με γυναίκες. Όπως κατέληξα.
Αν σημαίνει τιμιότητα να μένεις μόνος, είτε από φόβο προς τις γυναίκες, είτε λόγω έλλειψης κοινωνικότητας. Είτε επειδή φοβάσαι τη δέσμευση και ότι συνοδεύει αυτό. Μόνος, λόγω έλλειψης επικοινωνίας. Ή κινήτρου, πλαϊνά με το σημείο που στέκεται η μαμά ελπίδα. Ένα δωμάτιο φωτισμένο, με διακριτικό φως. Φως προερχόμενο, δυνατότερο, από τη φύση, παρά από λαμπτήρα.
Μήπως είναι το δικό σου φως, αυτό;
Θέλω να είμαι αληθινός απέναντι σου, και όχι να συνάψω μαζί σου, σχέση μες σ’ ένα θολό δωμάτιο, όπου κανονικά, κανείς δεν θέλει μα και βαριέται, να εισέρχεται. Δωμάτιο τούτη τη φορά δίχως προστατευτικούς τοίχους. Που είναι και το πιο τραγικό;
Παρά η απόρριψη;

Δεν ξέρω τι φοβόμαστε, τι θα απορρίψουν, σ’ εμάς. Στον καθένα μας.
Όσων τουλάχιστον το πρόσωπο δεν έχει ακμή, έστω κι αν είναι μόνοι, κρατώντας τα μάτια, καθαρά, μες τη διαίσθηση του προσώπου που συντελεί σ’ ετούτο το γραπτό, ενεργοποιημένη (συ είσαι).
Προσπαθώ απλά, να σου εξηγήσω, όχι ως μορφή αλληλογραφίας, μα άμεσα, τι αντιμετωπίζω, όταν κοιτώ εσένα, παρά οποιαδήποτε γυναίκα, που δεν θα εκτιμούσε άλλωστε τη νόηση μου.
Τούτο είναι το κλειδί το κατάλληλο. Η εκτίμηση.
Η προσωπική, για το: δεν με κατατρέχει τίποτα. Όλα είναι καθαρά, μες το νου, σε προέκταση συγχρόνως, μιας ειλικρινούς διάθεσης, για κάθε επαφή, ειδικά μαζί σου: να ‘ναι ξεκάθαρη, σα δροσερό νερό, ψηλά στα βουνά. Καθαρό. Χωρίς ύπαρξη απολογίας.
Ζώντας σε μια Κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν απολογούνται πλέον, για τη μη χειραγώγηση των συναισθημάτων τους, κι ας χρησιμοποιούν ένα άλλο πρόσωπο, χτυπώντας τον καρκίνο της μοναξιάς.
Κοιτώ το μελάνι στο στυλό, που λιγοστεύει, όπως και η υπομονή της ελπίδας, απέναντι μου. Ή η δική σου πρόθεση, να καλλιεργήσεις, να ψάξεις τούτο το άμεσο κάλεσμα, της μοίρας ή της φιλίας. Πασπαλισμένη με συμπαράσταση και καρτερία, δική σου. Που θα καταλήξει αυτό. Αν θα ‘ρθω σ’ εσένα, ως λευκός ιππότης ή απλά ως άνθρωπος, φιλικά (μόνο που δεν έχω ανάγκη ένα φιλικό δέσιμο, μα ένα μόνιμο, πολύχρονο, δέσιμο). Και αυτό που με κρατάει σ’ εσένα, για μένα, δεν είσαι απλά ο μαγνήτης που παράγει ενέργεια –όπως στα υδροηλεκτρικά εργοστάσια –στα φράγματα- όσο ρέεις επάνω, πίεση.
Το ψεύτικο, ποτέ, δεν ευδοκίμησε. (Βέβαια υπάρχουν και οι υποκριτές ή αλλιώς, οι καλοί.. ηθοποιοί).
Επιθυμώ απλά, μια επικοινωνία. Ή γεύομαι και παρασύρομαι, στο πεδίο επιρροής της “μάζας του πλανήτη” ζωή. Του: υπάρχω, όπως και όταν, λειτουργώντας ενστικτωδώς, με τρίμματα ονείρου. Εξακολουθώντας το πρόσωπο του καθενός, να γερνά, που είναι κι η όψη που ενημερώνει, για την ηλικία μας.
Μακάρι να ήταν έτσι, επίσης, η επικοινωνία
Η απλή ματιά, ενός ανθρώπου, προς άλλο, άνθρωπο, μόνο που δεν συμβαίνει –αν και θα ‘πρεπε- μεταξύ των δύο φύλων. Προφανώς λόγω πονηριάς, στο ντύσιμο και το βλέμμα. Ιδιαίτερα στο ύφος και σε ότι υποβόσκει. Σίγουρα όχι, σταθερό.
Πού θέλω να καταλήξω;
Τι βλέπω, όταν κοιτώ εσένα. Εννοείται από κοντά, επειδή η μνήμη μου δεν μου παρουσιάζει καθαρά, την όψη του προσώπου σου. Προσπαθώ να σε δω στο νου μου. Προσπαθώ να παραμερίσω τα δικά μου πρότυπα, που δεν ακολουθούν όμως τα εσφαλμένα ωραιοπαθή.
Οπότε σε σέβομαι ακόμη.
Η γυναίκα πρέπει να είναι γυναίκα. Να ‘χει αυτοσεβασμό.
Με ένα χαμόγελο, αποζημιώνομαι.
Αναρωτιέμαι αν είναι το δικό σου.
Η γλυκύτητα της φωνής σου. Η παρουσία σου, σ’ ετούτο το βιβλίο.

Ότι υφίστανται άνθρωποι, εδώ μέσα, αμόλυντοι από εφήμερα ένστικτα, μακριά από τη δυσωδία της ψευτιάς.
Γιατί όμως εξακολουθώ, ν’ ανησυχώ για σένα;
Γιατί θέλω να είσαι ευτυχισμένη;
Πιθανόν επειδή έχω ανάγκη –άλλη μια φορά- να το λέω αυτό. Έχω ανάγκη ν‘ ανησυχώ, να είναι οι γυναίκες, ευτυχισμένες.
Αναρωτιέμαι ακόμη, για σένα.
Τι περιμένεις εσύ, από όλο ετούτο. Αν απορείς, πού θα καταλήξει,
Παρόμοιες ώρες που μιλάμε ειλικρινά. Πρώτα σ’ εμάς τους ίδιους. Δίχως ανάγκη κριτικής ή φθόνου, προς οποιονδήποτε. Ή διάθεση να κοροϊδέψεις, ειδικότερα, τα συναισθήματα, μιας φύσης, που απλά ήρθε, ακριβώς στο παρόν, με την επιθυμία της ασφάλειας και της ηρεμίας.
Άραγε, εσένα γλυκιά μου, πως θέλεις να σε φλερτάρουν;
Με την εύνοια της απλότητας. Με ρεαλιστική σαντιγί, που πάντοτε αποδεικνύεται θρεπτική και ωφέλιμη, φυσικά, δίχως φανφάρες.
(ακόμη θυμάμαι ένα φιλί, στο μάγουλο, που δέχτηκα σ’ ένα πρόσφατο όνειρο μου, από μια γυναίκα). Μήπως ήσουν εσύ; (το δικό σου ευχαριστώ για την κίνηση μου, να σου προσφέρω λίγα ποιήματα μου). Εξίσου με τη διάθεση να απομυθοποιήσω τελικά, το παρουσιαστικό της γυναίκας, το τρυφερό, που έχω ανάγκη. Ορίζοντας τη γυναίκα ως άνθρωπο. Να έχεις όρεξη να μιλάς, μ’ έναν άνθρωπο.
Με ανθρώπινη αγάπη, που είναι άφταστο, για πολλούς, όσον αφορά τα δύο φύλα.
Αυτοί οι άνθρωποι που κοροϊδεύουν, μόνο για την επιβεβαίωση, σίγουρα είναι ανίκανοι να εκτιμήσουν, ανθρώπινα, με απλό βλέμμα, συμπονώντας μια γιαγιά, που έλαβε σύνταξη με πλαστά Ευρώ.
Η ζωή οφείλει να είναι απλή. Σαν κερί για το λαό, σε ορθόδοξη εκκλησία. Όπως το δίκαιο της ξεκούρασης, μετά από αφοσιωμένο κόπο. Αν είναι υπερβολικό, να το περιμένεις. Όπως να σέβονται οι γείτονες, εμένα και τους γύρω. Να μην ακούω τον καυστήρα τους, όλη νύχτα (έστω κι αν κάνει κρύο –φορές ανάβουν το καλοριφέρ, μέρα νύχτα. Άραγε, συλλογιέμαι, τότε, μήπως είναι τόσο πλούσιοι. Τόσο απαθείς. Τόσο φιλάρεσκοι; Μάλλον γι’ αυτό δεν έχουν κάνει παιδί ακόμη).

Προσπαθώ ακόμη να δω τι θα κάνω, γενικά.
Διστάζω απέναντι σου (η συνείδηση με σταματά;).
Τότε τι ήταν η πράξη μου, να σου προσφέρω ποιήματα μου;
Δεν σε είχα δει, καλά, παρά μόνο την αύρα σου, την ζεστή;
“Ζαλισμένος” ακόμη από το ιδανικό, που εν τέλει, στο πρόσωπο, δεν το βρίσκεις.
Έχουν λοιπόν, τόση σημασία, τα συναισθήματα;
Περιμένω τη δική σου συνεισφορά.
Γλυκά και ανθρώπινα, όπως η όψη πολύ μικρών παιδιών.

Προς το παρόν

Κρατώ τη γλυκιά σου όψη, ομιλία, και συστολή, έπειτα από τη σημερινή μου επίσκεψη, στον τόπο εργασίας σου.
Γλυκιά μου, νομίζω ότι σ’ ερωτεύομαι.
Αποκτώντας, τούτα τα Χριστούγεννα, μια πιο απαλή υφή, η οποία μαλακώνει την καρδιά.
Πιστεύεις καρδιά μου, πως θέλω να μιλώ όμορφα, σ’ όλο τον κόσμο; Μην κουράζεσαι, αγάπη.
Σε φιλώ στο μάγουλο, απαλά, με τις πιο ζεστές μου ευχές, για το μεγαλύτερο κίνητρο που μου έδωσε η ζωή. Στο να εργαστώ, εννοώ.
Κάνω ησυχία, καρδιά μου. Σκύβω το κεφάλι, ενώνοντας ξανά τα κομμάτια του πάζλ, του προσώπου σου. Επειδή αγάπη μου, μόνο τα όνειρα έχουμε, και τη φαντασία που χτίζει πύργους στην άμμο ή εκείνη την απίστευτη, γιγάντια φάτνη από άμμο, αν το είδες στις ειδήσεις.
Μόνο που η ζωή, αγαπούλα, είναι και πικρή.
Όπως η εικόνα που συνάντησα το μεσημέρι στη στάση του λεωφορείου, αφότου σε συνάντησα: Έναν ναρκομανή, που ενώ ήταν, φαίνεται, καθισμένος στο παγκάκι της στάσης, πλέον πολύ αργά, κατρακυλούσε προς τα εμπρός. Με τα χέρια του, προς τα πίσω, σαν γάντζοι. Να επιχειρεί να κρατηθεί. Μα όλο λύγιζε τα γόνατα, με το πρόσωπο ολοένα σκυφτά. Ολοένα προσπαθώντας να εννοήσει μες τον δικό του κόσμο πλέον, πως και τι. Που πατά. Που η νόηση του, του εξηγεί όλα τα αυτονόητα σε εμάς τους υπόλοιπους ελάχιστους, που τον κοιτούσαμε στην στάση. Κρίνοντας τον αφότου, μια στιγμή, σηκώθηκε όρθιος, φεύγοντας μακριά, με σπασμένες κινήσεις, ανάμεσα στα αυτοκίνητα –ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ήταν κόκκινο το φανάρι.
Είχα σκεφτεί να τον βοηθήσω να καθίσει ξανά, στο παγκάκι, μα φοβόμουν ότι θα λερώσω τα χέρια, ακόμη και τα καλά μου ρούχα (συγνώμη γι’ αυτό).
Όλη ετούτη η κοσμοπλημμύρα, μεσημεριάτικα, στα μαγαζιά, κι ύστερα μιλάμε για ακρίβεια και χαμηλούς μισθούς. Ή τρέχουν, με τον δέκατο τρίτο μισθό, στην τσέπη, να βγάλουν το άχτι ολόκληρης της χρονιάς –ή ακόμη και όλου του βίου.
Αν είναι δυνατόν ένα υλικό αγαθό ν’ αντικαταστήσει την αγάπη, τη συντροφιά. Τη συγχώρεση.
Τη συντροφικότητα.

Μόνο να περιμένω, λοιπόν, μπορώ.
Να σ’ ακούσω.
Κι ίσως συλλογιστούμε μαζί, το φετινό δέντρο, καθένας στο σπίτι του. Επικοινωνώντας τηλεφωνικά. Μια γλυκιά και όμορφη συνομιλία.
Τι λες;

Όπου να ‘ναι Χριστούγεννα.
Στο δρόμο, όλοι φαίνονται όμορφοι. Λόγω γιορτών, φαίνεται.
Φορές, σπάνιες εννοείται, σκέφτεσαι ότι οι γονείς σου υπήρξαν νέοι. Όμορφοι στο πρόσωπο. Θυμάσαι βέβαια λίγο, τις παλιές τους ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα τις ξεχνάς, επειδή όπως τα νεαρά πουλιά, τα σπρώχνει ο γονιός, στην άκρη της φωλιάς, έτσι κι εμείς (αν είμαστε τόσο τυχεροί, να μας νοιάζονται), πρέπει να πετάξουμε. “Δικαιολογημένα” λοιπόν, ξεχνάμε. Τι πέρασαν εκείνοι. Πόσο η τριβή της ζωής, κατέβαλε εκείνη την ομορφιά. Τα νιάτα.
Λίγο αχαριστία εκ μέρους των παιδιών, μου φαίνεται τούτο. Να μην σκεπτόμαστε ότι κι εκείνοι, υπήρξαν νέοι.
Όπως τώρα, γλυκιά μου, κουρασμένη, γυναίκα.
Που προσπαθούμε να έρθουμε κοντά, μέσα στο γήινο κλίμα-κτίσμα που έχουν οργανώσει οι άνθρωποι. Χάρη στο οποίο βρίσκει κανείς, εργασία (πιθανόν με μια επιπρόσθετη, μικρή, ειλικρινή, προσευχή, μια φορά στο τόσο). Μια τρυφερή σκέψη, σε όλους τους μοναχικούς και τα ορφανά της γης, που δεν έχουν το αίμα τους, πια, κοντά. Να γεννά όπως παλιά: τα τείχη τα προστατευτικά. Το γλυκό φιλί για καληνύχτα και η πίστη ότι όλα βαίνουν καλώς (όχι όταν σε ζει ο άλλος), μα ενόσω συμπαραστέκεται.
Νοητικά; Ρωτάς.
Δεν ξέρω αν βοηθά η “τηλεπάθεια”.
Απλά είναι τόσο γρήγοροι οι ρυθμοί, που δεν στεκόμαστε να κοιτάξουμε τα πρόσωπα. Τη νόηση, πίσω από τις κόρες των οφθαλμών. Όπου παίζονται, πικρές και όμορφες αναμνήσεις. Στη χαρά και τη στέρηση. Στα λάθη και τις ειλικρινείς διαθέσεις. Τα δάκρυα και τα τρανταχτά γέλια. Τα δώρα από το υστέρημα. Η τύχη, όταν μας χτυπά την πόρτα.
Το πρόσωπο σου, κι η αγάπη, μαζί, που εγκωμιάζεται.

Σου χτυπώ την πόρτα, της ψυχής,
Περιμένω να μου ανοίξεις. Ως κινητήρια δύναμη, τώρα και για πάντα (σαν όμορφο ιρλανδέζικο ορχηστικό).
Όχι επειδή είναι Χριστούγεννα, και όλοι –στο μέτρο του δυνατού- αισθανόμαστε μοναδικοί.
Όπως τα τραγούδια που αγαπάμε,
Συντροφιά, όσο λείπουμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.
Πάντοτε αγαπούσα τη μουσική.
Θα μ’ αφήσεις, εσένα;

Παρομοίως όπως τα πόδια μου λύνονται, κάθε φορά που σε συναντώ. Ακόμη θυμάμαι το πρόσωπο σου. Λίγο με μπέρδεψες σήμερα, που έβαψες τα μαλλιά σου, ή τ’ άφησες στο φυσικό τους χρώμα; Από ξανθό σε καστανό. Μ’ αρέσεις πιο πολύ έτσι. Καρδιά μου.
Όπως λέει εκείνο το πανέμορφο τραγούδι των Fleetwood mac – Land slide, αισθάνομαι ασφαλής, γλυκιά μου δύναμη, μόνο γύρω από σένα.
Αναρωτιέμαι τι συναισθήματα έχω γεννήσει σ’ εσένα. Ξημερώνοντας η παραμονή των Χριστουγέννων.
Εσύ αγαπημένη, κοιμάσαι τώρα –αύριο ξανά, δυστυχώς, Κυριακή, εργασία. Βυθισμένη σε κάποιο όνειρο;
Ακούω τραγούδια, τα αγαπημένα μου, δεκαετίας του ’80 και σε σκέπτομαι. Για μια στιγμή,
θυμάμαι, πως πήγα να ξαναπέσω, να απογοητευτώ.
Παρατηρώ όμως, το πάθος εκείνων των μουσικών, στο γυαλί, που αφιερώνονται στη μουσική τους, με ένα αίσθημα καθήκοντος, συνοδευόμενο από ταλέντο που διαχέεται τόσο φυσικά, που σε καθηλώνει.

Νύχτα.
Ξημερώματα.
Οι βιτρίνες στην πόλη είναι στολισμένες γι’ άλλη μια φορά.
Ακόμη δεν έχω κατεβάσει το δέντρο να το στολίσω. Κάτι μέσα μου, με σταματά. Μάλλον επειδή δεν έχω υπεύθυνη ζωή –δεν εργάζομαι, στο είπα. Ίσως να είναι χαραγματιές στην προσέγγιση μου. Ίσως τούτο να σε κάνει να φύγεις μακριά μου. Μα σε κρατάω στη σκέψη μου, πεισματικά. Από αγάπη όμως.
- Γιατί μ’ αγαπάς, με ρωτάς στο όνειρο σου, και χαμογελάς τρυφερά,
Όπως χθες το μεσημέρι που ήρθα να σε βρω, μες τη λευκή μου πανοπλία. Με το απλό μου, πάντα και ειλικρινές, βλέμμα. Επειδή έτσι πρέπει να επικοινωνούν οι άνθρωποι.
Γιατί σ’ αγαπώ (όσο πρόωρο κι αν ακούγεται).
Επειδή δεν μακιγιάρεσαι, ούτε θέλεις να πουλήσεις την θηλυκότητα σου.
Επειδή είσαι γυναίκα. Ντροπαλή και γλυκιά. Όχι μόνο στα δικά μου μάτια. Μια όμορφη ψυχή μες σ’ ένα γλυκό και ανεξίτηλο στα μάτια μου, καλούπι.
Δυστυχώς παραλείπεται η γνώση του χρώματος των ματιών σου, όμως και μόνο που υπάρχεις και έρχομαι και σ’ ακούω (να ‘βλεπες τη χαρά μου), χαρά μου. Τόσα χρόνια που ‘χω να αγαπήσω, όπως πρέπει να αγαπά, κανείς. Ειλικρινά. Τρυφερά. Αληθινά. Σε βάθος χρόνου, με την καρδιά εύπλαστη και ζεστή, να μένει θερμή η θύμηση. Σα να ‘ναι αγκαλιά. Κάτι δικό μας. Δεν θα ‘θελες; Μακάρι να είχες περισσότερο χρόνο, μα δείχνεις πως είσαι υπεύθυνη με το να εργάζεσαι. Χαρακτηριστικό, μελλοντικό, μιας σωστής μητέρας.
Αρκεί να χαμογελάς.
Χαμογέλα, χαρά μου.
Θα ‘ρθω να σε ξαναδώ, όταν βρω ξανά, λίγο κουράγιο, μια ελάχιστη ώθηση.


Θα ξεκινήσει λοιπόν, τούτη η δύσκολη κυριολεκτικά, για σένα, ημέρα. 10 είναι; συνεχούς εργασίας, φαντάζομαι (το ‘χω ζήσει και ξέρω).
Θα ανοίξεις τα ματάκια σου, δίχως το δικό μου φιλί ή τη δική μου πρωινή αγκαλιά, παραμονές Χριστουγέννων.
Θα ψάξεις το φως στο πατζούρι, μα θα ‘ναι νωρίς ήδη. Φυσάει σήμερα. Το κρύο θα είναι επίμονο και βασανιστικό.
- Θα ‘ρθείς σήμερα; Ρωτάς από μέσα σου, κλείνοντας ξανά τα γλυκά σου τα ματάκια. Θα ‘ρθείς, ποιητή μου;
(όχι σήμερα, καλή μου. Όχι σήμερα).
(Περιμένω να φτιάξουν τα οικονομικά μου).

Το ξυπνητήρι χτυπά προειδοποιητικά, για δεύτερη φορά.
Τεντώνεσαι. Γουργουρίζεις. Αναστενάζεις βαριά, λόγω κούρασης. Όπως και να ‘ναι, δεν υποχωρείς στις απαιτήσεις της σημερινής εποχής.
Αν είσαι τυχερή, θα ακούσεις τα πουλιά που καλωσορίζουν την νέα ημέρα.
Η μητέρα σου εισέρχεται στο δωμάτιο, σου χαϊδεύει τα μαλλιά και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, να σου δώσει κουράγιο να σηκωθείς.
(Επόμενο να είσαι τόσο γλυκιά. Είχες αγάπη στο βίο σου).
Τεντώνεσαι ξανά, και η μαμά, σου λέει καλημέρα.
Υπομονή λες από μέσα σου. Μια μέρα είναι, θα περάσει.
Θα του περάσει άραγε;
(Η αγάπη μου για σένα;).
Σηκώνεσαι καθιστή στο κρεβάτι, με τα μάτια να επιμένουν, σφαλιστά. Οι πατούσες στις μεγάλες βαμβακερές παντόφλες, δώρο της νονάς.
Ξεφυσάς.
Η μαμά σου έχει βγει απ’ το δωμάτιο.
Τεντώνεσαι. Καθαρίζεις τη σκέψη σου.
Το σπίτι είναι κρύο.
Αυτοί οι διαχειριστές της πολυκατοικίας, πεισματάρηδες.
Δεν ανάβουν το πρωί, καλοριφέρ! Μόνο μεσημέρι και μια με δυο ώρες, το βράδυ. Δεν βάζουν μυαλό.
(ούτε και οι χουντικοί, καρδιά μου).


Αφότου έχεις ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο, παίρνεις πρωινό. Ζεστό γάλα. Φρυγανιές. Τυρί. Και λίγο ζεσταμένο φαγητό από χτες.
(Είσαι όμως, τόσο αδύνατη).

Η μαμά σου σε κοιτά με στοργή. Χαμογελά συμπονετικά.
Μπρρρ, τρεμουλιάζεις απ’ το κρύο. Θα το συνηθίσεις;

Φοράς πάλι, κάτι απλό, για τη δουλειά. Αναρωτιέσαι, πότε τα μαλλιά σου θα επανέλθουν στο φυσικό τους χρώμα, μετά την τελευταία βαφή.
- Θα ‘ρθείς σήμερα;
(όχι γλυκούλα μου. Λυπάμαι. Όχι σήμερα. Σε σκέφτομαι όμως. Με το ίδιο αίσθημα ευθύνης: όπως εκείνο το ζευγάρι σε μια παλιά Ιταλική ταινία, όπου εργαζόντουσαν και οι δύο, στην ίδια επιχείρηση, μα το έκρυβαν από το αφεντικό, ώστε να μην τους απολύσουν. Το ζευγάρι έμεναν προσωρινά με τους γονείς της κοπέλας, ωσότου καταφέρουν να τα φέρουν βόλτα μόνοι τους, δουλεύοντας ο ένας νύχτα και ο άλλος μέρα. Τουλάχιστον ήταν υπεύθυνοι).

Στο λεωφορείο, απορείς κι εσύ, γιατί οι περισσότεροι νέοι, σήμερα, φοράνε ρούχα στις αποχρώσεις του μαύρου, χωρίς ικανή φαντασία, ή γούστο.
Ξαφνικά, σα να ανακατεύεσαι.
Ναυτία τώρα. Αυτό μας έλειπε, μιλάς από μέσα σου.
Κουράγιο καλή μου.

Η πόλη είναι τόσο σκληρή, χωρίς καν, να προσπαθεί.
Μου φαίνεται ότι είμαι μικρή για σένα, λες από μέσα σου.
(Πόσο είσαι; 23, 24, 21 ετών; Τι σημασία έχουν τα χρόνια, μπρος στην αγάπη, με φροντίδα, τρυφερότητα και σεβασμό. Σκέψου μόνο όσα θα βιώσουμε μαζί, ιδίως στην εποχή μας, που λόγω ακρίβειας και εργασιακής ανασφάλειας, κινδυνεύουμε. Όχι μόνο από νόμιμους και παράνομους, γνωστούς αγνώστους).

Πάλι αργούν να ανάψουν το καλοριφέρ, μες σ’ ετούτο το ρημάδι.
Άψυχα υλικά προϊόντα. Τόσο άσχημα μου φαίνονται.
(τουλάχιστον εσύ εκεί μέσα, κάνεις τη διαφορά
Η ζωή μάτια μου, δεν μυρίζει άρωμα, ούτε καλοπέραση, όπως εκείνοι οι αχάριστοι, που λαβαίνουν μισθούς, άνω των 1000 Ευρώ.
Μακάριοι όσοι αντέχουν να είναι εργαζόμενοι σε καταστήματα, παντός νομίμου είδους. Οι υπόλοιποι απλά πιστεύουν, πως το σαββατοκύριακο είναι μια αδιαπραγμάτευτη άνεση.
Τι κρίμα να αρχίσει να δουλεύει κανείς, και κυριακή.
Ετούτο φοβάμαι.
Μη δε βρίσκω χρόνο να έρχομαι κοντά σου. Εκτός εργασίας, όμως.

Αναρωτιέμαι αν πρόσθεσα λίγο παραμύθι στη ζωή σου.
Είναι αναγκαίο το όνειρο, πια, δε συμφωνείς;

Η τρυφερότητα που σου προσφέρω, δεν είναι όνειρο).


Ενόσω εσύ διένυες τα τελευταία λεπτά, του πρωινού σου ύπνου, εγώ σχημάτιζα το πρόσωπο σου, στον νου μου. Το σχημάτιζα.
Δεν σε σκέφτηκα ούτε μια φορά, πονηρά, κι αν ετούτο δεν δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον, δεν ξέρω τι, τότε.
Εύχομαι ο Άγιος Βασίλης, να σου δείξει κάτω από το δέντρο, φέτος, την αγάπη που τρέφω για σένα, επειδή θα ‘ναι πιο ζεστή εκείνη η γωνιά, σε σχέση με το υπόλοιπο δωμάτιο. Έστω και αν οι διαχειριστές δεν σας ανάβουν το καλοριφέρ, τα πρωινά. Πιστεύω πως το συγκεκριμένο, των Χριστουγέννων, θα κάνουν μια εξαίρεση. Ενόσω θα δέχεσαι τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Με τη φαντασία σου, θα δεχτείς επίσης εμένα, στο σπιτικό, ως σύζυγο.
Ως άνθρωπο.
Φορώντας τα λευκά μου ρούχα, με τη καφέ καπαρντίνα και τα ασορτί καφέ, καλά παπούτσια.
Θα με υποδεχτείς στη πόρτα, μ’ ένα φιλί, και κρατώντας την ζεστή μου παλάμη –από αγάπη μόνο- χαμογελώντας μου, αποκλειστικά όπως εσύ γνωρίζεις.
Θα με οδηγήσεις στο φιλικό σου χώρο. Ακούγοντας Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όχι μόνο στα αγγλικά (ελπίζω φέτος να πουν τα κάλαντα, παιδιά της γειτονιάς). Όλοι σήμερα, φόρεσαν τα καλά τους συναισθήματα, ως συνέχεια όμως του: κάθε εμπόδιο για καλό. Και έχε ελπίδα.
Δες με πως σε κοιτώ, απλά.
Σαν αίσθηση. Πνεύμα των Χριστουγέννων, χαρμόσυνο.

Καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε. Όλοι μαζί. Ίσως να γνωριζόμαστε από παλιά. Για λίγο ζήτησες απ’ τη μητέρα σου, κάτι από το γιορτινό τραπέζι, που δεν έφθανες, μα όταν έστρεψες τα μάτια σου στην διπλανή καρέκλα, έλειπα.

Ναι. Εξακολουθείς να θυμάσαι, το σημερινό όνειρο, προτού καλά ξυπνήσεις. Πριν το δεύτερο ντρίν, του ξυπνητηριού.
Ακόμη, παραμονή Χριστουγέννων. Στη δουλειά.
5 παρά τέταρτο το απόγευμα.
Δε λέει να περάσει η ώρα. Η ορθοστασία, σ’ έχει λυγίσει πιο δυνατά, σήμερα. Σαν εργαλείο που στρίβει βασανιστικά μια βίδα, λες και θα περάσει και τον τοίχο.

(Τι κρίμα να μην ακούτε μουσική εκεί μέσα).



Είχες ρωτήσει, γιατί σ’ αγαπώ.
Γιατί σ’ έχω κοντά μου διαρκώς, με τη σκέψη.
Γιατί θέλω να ‘ρχομαι να σε βλέπω περισσότερο.
Γιατί επιθυμώ να μιλήσουμε, μόνοι μας, από κοντά. Γιατί η ζωή είναι μικρή κι όταν αγαπάς, δεν πρέπει να κρατάς τα προσχήματα.
Σ’ αγαπώ γιατί δεν έχεις τίποτα πονηρό πάνω σου.
Άρα –πίστεψε το- αξίζεις περισσότερο.
Σ’ αγαπώ όπως η όψη ενός ζεστού, ξύλινου σπιτιού, ή έστω με ξύλινη επένδυση εσωτερικά, από τοίχο σε τοίχο.
Σ’ αγαπώ όπως ένα ραντεβού, Χριστουγεννιάτικα, βράδυ, σε ένα όμορφο εστιατόριο, μες την αίγλη της Ελληνικής επαρχίας. Στολισμένο όμως κι αυτό, σε σημεία που στέκουν διακριτικά. Όπως είναι η γνήσια αγάπη για καθετί.


Σ’ αγαπώ για ότι θα συμβεί το βράδυ, αφότου ξεκουράσεις λίγο, τα ανθρώπινα, μα τόσο ντελικάτα, πόδια σου.
Ενόσω κατέκλυσε κι εσένα, η μελαγχολία. Ή έχει φτάσει σ’ εσένα, η δική μου, επειδή στέκομαι μακριά σου. Έστω και ξεκούραστος. Μη νομίζεις όμως πως δεν καταλαβαίνω.

Δεν χρειάζεται να ξαναγίνεις παιδί, και να καθίσεις στα γόνατα του Άγιου Βασίλη, ώστε να πιστέψεις σ’ Εκείνον, που φροντίζει τ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Έστω κι αν πράττουν λάθη (αν τα επαναλαμβάνουν;).

Κάτι σε στενοχώρησε, αγάπη μου.
Δεν είναι η κούραση τόσο, ούτε η αβεβαιότητα, αν “θα μου περάσει” όπως μου αφηγήθηκες –τηλεπαθητικά.
Μήπως επειδή “δεν σου κρατώ το χέρι” πλέον;
Γιατί αισθάνεσαι έτσι, αγάπη μου;


Ένας αδύναμος –μοναδικός- κτύπος κουδουνιού, στο τηλέφωνο.
(Δεν είμαι όπως εκείνοι που τσακώνονται με το ταίρι τους. Δεν θα σου φερθώ, ποτέ, άσχημα. Για μένα είσαι τόσο πολύτιμη).

Τίποτα απ’ όσα κοιτάμε γύρω μας μέσα στο σπίτι, δεν αντικαθιστούν έναν άνθρωπο.
Άλλος ένας αδύναμος κτύπος, στο τηλέφωνο.

Ξέρεις τι θα ‘θελα πραγματικά.
Να έρθεις κοντά μου, να σε κοιτάξω στα μάτια (να δω τι χρώμα έχουν), κι εσύ να γίνεις μέλος τούτης της αύρας, της διακριτικότητας.
Όλα όσα αποκαλύπτεις με μια τέτοια κίνηση. Ή λέγοντας «με αγάπη», ώστε να αφήνεις να εννοήσουν, πως τους αγαπάς, μα ο καθένας έχει ανάγκη το χώρο του. Το πλάνο βίου. Ήρεμο και ευωδιαστό, από το λουλούδι των χαρισμάτων.


Τώρα το τηλέφωνο χτυπά, κανονικά. Κουδουνίζοντας επαναλαμβανόμενα. Είναι βράδυ. Παραμονή Χριστουγέννων.
Το σηκώνω.
- Ναι; Ρωτώ ποιος είναι.
- Εγώ …
- Ποιος είναι, παρακαλώ –διατηρώ την ήρεμη φωνή.
- Εγώ είμαι. Η …
- Το ξέρω γλυκιά μου.
- Μ’ αγαπάς; ρωτάς μ’ ένα μικρό παράπονο.
- Σ’ αγαπώ. Πιστεύω πως ως τώρα θα έχεις καταλάβει το ενδιαφέρον μου.
- Αλήθεια; -μιλάς σιγανά τώρα.
- Αληθινά, σπουργιτούλα μου.
Εκείνη, την παίρνουν τα κλάματα.
- Τι είναι; Τι έχεις;
- Τίποτα. Δηλαδή (διστάζεις). Έτσι, χωρίς λόγο. Να, πριν …
- Είσαι καλά; Όλα εντάξει; -ανησυχώ.
- Ναι, ναι. Φυσικά –δυναμώνει την ένταση της φωνής. Απλά πιο πριν, να, έτσι, χωρίς λόγο, είχα συγκινηθεί. Για 4, 5 δευτερόλεπτα δηλαδή.
- Όλα εντάξει;
- Ναι, βέβαια. Καλά. Ανησυχείς; (γλυκαίνεις τη φωνή σου).
- Πάντα θα ανησυχώ.
- Πάντα;
- Ναι, γλυκιά μου.
- Είμαι γλυκιά; -εξακολουθείς να μιλάς γλυκά.
- Πολύ, γλυκούλα μου.
- Έχεις γράψει κάτι άλλο για μένα;
- Ναι.
- Θα μου το διαβάσεις;
- Το θέλεις;
- Το θέλω.
- Ότι θέλεις. Όλα για σένα. Περίμενε λίγο.
Αφήνω απαλά το ακουστικό, και σηκώνομαι σα σίφουνας.
Επιστρέφω πολύ γρήγορα.
- Έλα.
- Εδώ είμαι –μιλάς τώρα, φυσικά. Ήρεμα.
- Έτοιμη;
- Έτοιμη (χαμογελάς).
Ξεκινώ να διαβάζω:

«Εσύ που με κρατάς στα χέρια σου, ξανά, απόψε. Χρόνος δικός σου, από μένα. Η παλάμη μου, γλυκά, στο μάγουλο σου.
Φύλλα λόγια, κομμένα απ’ το δέντρο της ψυχής. Πράσινα φύλλα, σαν από βροχή, υγρά. Η δροσιά μου ποτίζει τη δική σου. Τις ντελικάτες σου παλάμες. Τα λεπτά δάκτυλα, που γυρίζουν σελίδα σελίδα, τον κόπο των ματιών, σε τέσσερις τοίχους. Είσαι εδώ. Γράφω σα να σ’ αγκαλιάζω, κι εσύ να περιμένεις τις επόμενες λέξεις. Για σένα μόνο. Αναρωτιέμαι αν θα με θυμάσαι αύριο, που θα δουλεύεις. Ακόμη κι αν δεν κράτησα το χρώμα των ματιών σου –σε ποια φύλλα να κοιτάξω, μήπως δω το καθρέφτισμα τους. Μήπως σε αισθανθώ, όπως αισθάνεται κανείς το λουλούδι στα χέρια του.
Λουλούδι που κόβεις στο δρόμο προς την εργασία ή όταν επιστρέφεις. Ποια μάτια, τα μάτια σου, χορδές από κιθάρα. Μουσική που ανατριχιάζεις, ενορχηστρωμένος με την αγάπη.
Αναρριχόμενα έγιναν τα δικά σου χέρια κι ήρθαν και αγκάλιασαν το λαιμό μου, τόσο γλυκά, επειδή εσύ η ίδια είσαι γλυκιά, ακόμη κι αν δεν είχαν χρώμα τα μάτια σου. Πρέπει να σε αγαπήσω, μήπως τα βαπτίσω καστανά, σα να ‘μαστε τώρα ένα, τώρα και για πάντα. Να αγχώνεσαι λιγότερο, στη δουλειά. Να σε ποτίζει η ζεστασιά των συναισθημάτων που χρόνια αρνιόμουν, ανολοκλήρωτος.
Φαντάσου ότι η αύρα μου σε τυλίγει και κάθε τόσο, σε φιλά, για να χαμογελάς μόνο. Μια τρυφερότητα που προσφέρεται τώρα, σα χορός και σφιχταγκάλιασμα λικνιστικό, μέσα στη νύχτα. Κάπου έξω, να βλέπουμε θάλασσα, πίσω από την μεγάλη τζαμαρία. Υπό το φως των κεριών. Πέτρα σα νιάτα που μένουν για πάντα, νιάτα. Σφρίγος συναισθημάτων. Άλλο ένα φιλί.
Όσες μπόρες και να ‘ρθουν, εμάς, γιατί να μας πειράζουν; Όσο είμαστε κοντά. Σου προσφέρομαι. Εσύ από κει που ξεφυλλίζεις τα φύλλα της καρδιάς μου. Τα ποιήματα που θέλανε να γίνουν εμπειρίες. Θέλανε ν’ αποκτήσουνε φωνή. Μια απαγγελία από τα χείλη σου. Όπως ένα ήσυχο σπίτι, που χαίρεσαι να επιστρέφεις και να φροντίζεις. Πρώτη την ψυχή που βρίσκεται μέσα.
Τι χαρά, γλυκιά μου, να μπορώ να αγγίζω έστω κι έτσι, μετά από χρόνια, πολλά, μια γυναίκα, που είναι η ώρα που γέρνει, μαζί με το όνειρο που ακολουθεί, ενόσω κοιμάσαι, με εμένα φρουρό της ψυχής σου. Ακροδάκτυλα που μόλις αγγίζω. Βλέμμα που φροντίζει μόνο εσένα.
Κοιμήσου αποκαμωμένη μου, γλυκιά ύπαρξη.
Το βλέμμα μου είναι σα μάγουλο πλάι, τρυφερά, στο δικό σου. Η νύχτα γεννά χρώματα στου καθενός το περίγραμμα. Η κουβέρτα έχει γήινους τόνους. Η ώρα είναι τώρα και πάντα. Οι δείκτες, φύλλα που χορεύουν –να άκουγες τη μουσική. Η καθημερινότητα όμως, αγωνιά να μας χωρίσει. Σα πλάκες στα πεζοδρόμια που δεν σφουγγαρίζονται. Σαν μαυρισμένες προσόψεις, κτιρίων, που όλοι αποδέχονται. Το στυλό, βάφει μπλε, το χαρτί. Την υγρασία φοβάμαι. Την άρνηση της καθημερινότητας, έτσι απαιτητική όπως έγινε.
Έπειτα, έκλεισα τα μάτια: είδα πως ξημέρωσε.
Σου έφτιαξα πρωινό. Σε φίλησα στο πλάι του λαιμού. Κράτησα την παλάμη σου, για λίγο μόνο. Έστρωσες τα μαλλιά σου, μαζί με την δική μου τη ζωή.
Σε είδα απ’ το παράθυρο που σκούπιζες τα παπούτσια στο γκαζόν, το νοτισμένο από τη βροχή. Τύλιξες πιο σφιχτά τώρα, το κασκόλ. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Κάθισα για άλλη μια φορά να σου γράψω. Ένα μικρό δώρο που ξέρεις, είναι πάντα, μοναδικό.
Οι προσόψεις των κτιρίων στολισμένες, περιμένονουν την παραδουλεύτρα χαρά, να πάει παντού. Δωρεάν. Δίχως κόπο.
Έπειτα ήταν μια ώρα μια πόρτα, που η κλειδαριά ήταν εσωτερικό σπιτιού, ολόκληρο. Τοίχος πίσω από την πόρτα της εισόδου. Ελληνική γλώσσα χωρίς την κατάλληλη έκφραση».

- Αυτό ήταν.
- Τέλειωσε; Ρωτάς.
- Ναι.
-μικρή παύση αμηχανίας-
- Είσαι κουρασμένη;
- Κάθομαι πιο άνετα, τώρα.
- Ακόμη δεν έχεις ρωτήσει τ’ όνομα μου, προσθέτεις.
- Όλες αυτές οι μέρες. Δίσταζα.
- Γιατί;
- Από αμηχανία.
- Κι όμως είσαι τόσο άμεσος στο τηλέφωνο.
- Όταν αγαπά κανείς, δεν κρατάει τα προσχήματα.
- Αυτό, ισχύει και για μένα; (γίνεσαι όλο και πιο πολύ ρεαλίστρια).
- Το είδα στο τρυφερό σου χαμόγελο, την τρίτη φορά που ήρθα να σε δω.
- Ήταν τόσο έκδηλο;
- Δεν υπάρχει αυτό που λέμε, χρόνος επαρκής, για άλλα λάθη, που λέει και το τραγούδι –χαμογελώ.
- Σχετικά με τι;
- Με τη ζωή. Με τον παράγοντα ολοκλήρωση.
- Μίλα μου απλά.
- Απλά, καρδιά μου.
- Πως σου φαίνομαι κατά τ’ άλλα;
- Γλυκιά.
- Είμαι; -γουργουρίζεις.
- Είσαι.
- Και λίγο μικρή, ε;
- Για ποιον;
- Για σένα.
- Για μένα ή για σένα; (παίζουμε το μπαλάκι της ευθύνης).
- Δεν είναι όλες οι γυναίκες, ίδιες.
- Thank God, αποκρίνομαι.
- Ούτε όλες, είναι ήρεμες, όπως εγώ.
Ευχαριστώ γι’ αυτό.
- Μ’ αγαπάς; Ρωτάς.
- Λειώνω.
- Γιατί;
- Μου αρέσεις.
- Αληθινά;
- Αληθινά. Διαφορετικά δεν θα ξεκινούσα την προσέγγιση.
- Έστω και άνεργος;
- Ναι. Συγνώμη γι’ αυτό.
- Διστάζεις; Νόμιζα ότι ήσουνα πιο διαχυτικός, τόση ώρα.
- Είμαι. Δεν με σταματά η πεπατημένη. Ούτε έχω χρεία για υλικά. Μπορώ να σου πω πως δεν δίνω ούτε σημασία. Σε αντιστοιχία με το να αγαπάω και το έχω ανάγκη να δίνω. Καιρός ήταν. Μόνο έτσι μαλακώνει η καρδιά μου.
- Όποιος έχει αγάπη, έχει τα πάντα, (μιλάς ειλικρινά).
- Δεν ισχύει πάντα. Τι να την κάνεις την καλοσύνη, αν δεν δείχνεις τρυφερότητα.
- Μπορούν μεταξύ μας να είναι όλα, τόσο απλά;
- Ναι αγάπη μου, μπορεί. Θα δεις το βλέμμα μου, από 27 του μηνός που θα ‘ρθώ. Να δω επιτέλους το χρώμα των ματιών σου.
- Θα ‘ρθείς;
- Θα ‘ρθώ, άγγελε μου.
- Θες να σου πω τι χρώμα έχουν;
- Όχι, άσε με να τα κοιτάξω μόνος.
- Έλα να τα δεις.
Χαμογελώ, χαρούμενος.
- Τι φάγατε σήμερα; Αλλάζω θέμα συζήτησης.
- Χυλοπίτες με κρέας.
- Νόστιμο ακούγεται.
- Ναι, ποιητή μου.
- Με εμπιστεύεσαι, λοιπόν.
- Κάνω μια αρχή.
- Κι ο ίδιος την αποδέχομαι. Όπως και το δέντρο, όταν είναι αναμμένα τα λαμπάκια.
- Έχεις στολίσει;
- Όχι γλυκιά μου. Κάτι με σταματούσε, μέσα μου. Εσύ;
- Το κατέβασε η μαμά, μα είμαι τόσο κουρασμένη, τόσες ημέρες, εργασία.
- Καταλαβαίνω. Σ’ ακούει κανείς, τώρα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: