Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

(συνέχεια)

- Όχι. Η μαμά είναι πολύ διακριτική. Συνήθως πάει στην κουζίνα, κι όλο και κάτι ετοιμάζει, όταν μιλώ στο τηλέφωνο. Θέλεις να στολίσουμε μαζί; -μιλά τώρα, πιο ανέμελη.
- Ξεκουράστηκες;
- Ότι μου δίνει χαρά, με ανανεώνει.
(μόνο λίγη;)
- Εσύ θα στολίσεις; Παίρνει ξανά, το λόγο.
- Μισό λεπτό να κατεβάσω το δέντρο απ’ το πατάρι. Έχεις ανοιχτή ακρόαση;
- Έχω.


Το δέντρο μου είναι πλαστικό, σε τρία κομμάτια, αν και όλα, είναι τόσο βαριά και άτσαλα να τα χειριστείς.
- Είσαι εκεί; ρωτάς.
- Ναι. Μισό λεπτό ακόμα, παρακαλώ.
Επιτέλους καταφέρνω να ενώσω τα κομμάτια. Μου σπάσανε τα νεύρα.
- Πως πάει εσύ;
- Ά, το δικό μου είναι ήδη έτοιμο, στημένο από χτες, μα χωρίς στολίδια.
- Καλό είναι αυτό. Σε φροντίζουν.
- Είμαι τυχερή.
(αγαπούλα μου)

- Δεν έχω και πολλά στολίδια (ακούγεσαι).
- Δεν πειράζει. (Τώρα μιλάς φυσικά ήρεμα. Ίσως και τυπικά).
- Μόνο το χρόνο το τωρινό, μπορώ να εμπιστευτώ. Ήθελα να το ξέρεις, μιλώ.
Ακούω ήχους στολιδιών να βγαίνουν από σακούλες. Πράττω το ίδιο.
Η συνομιλία έχει γίνει ανθρώπινη.
Τωρινή. Ανοιχτή επικοινωνία. Ανθρώπινη. Δίχως την υποκρισία ότι υποδύεσαι έναν άλλο εαυτό.
Αν και ήμουν περισσότερο διαχυτικός, για πρώτη φορά, απ’ όσο έπρεπε (Και ο κεραυνοβόλος;)
Ή μήπως εκείνη, “έσπασε” και παραδέχτηκε ότι της αρέσω, επειδή είναι κουρασμένη.

- Τι κάνεις; διακόπτεις, τις σκέψεις μου.
- Έχω αραδιάσει τα στολίδια και προσπαθώ να δω, τι θα πρωτοβάλω στο δέντρο.
- Είναι ψηλό;
- Γύρω στο 1 και 70 εκατοστά, νομίζω. Εσένα;
- Κάπου εκεί, πιστεύω. Ίσα ίσα, με φτάνει (διαισθάνομαι ότι χαμογελάς).
Της εξηγώ τώρα ότι διαλέγω κάτι κουτάκια δωράκια, καμιά εικοσαριά, δεμένα σ’ ένα σπάγκο. Σε διάφορα χρώματα. Μια μικρή θηλιά και τα υπόλοιπα κρέμονται κάθετα, σε ευθεία. Εκείνη κρεμά εδώ κι εκεί, τρεις μπάλες κόκκινες, με λευκή χρυσόσκονη, μέχρι τον “ισημερινό” του στολιδιού.
Βρίσκω μια μπάλα, καφέ, με παραστάσεις Χριστουγεννιάτικες και μια περίεργη γραφή.
- Τι λέει; Με ρωτάς.
Κοιτάζω πιο προσεκτικά.
- Νότες! Μιλώ ξαφνιασμένος. Πρώτη φορά το παρατηρώ. Ωραίο είναι.
- Φαντάζομαι.
- Φάτνη έχετε; Σου στέλνω την απορία μου.
- Μπα, δε μ’ αρέσει. Το βλέπω σα κοροϊδία.
- Καταλαβαίνω.
- Έχουμε όμως ένα καραβάκι.
- Παραδοσιακά. Μεγάλο;
- 40, 45 εκατοστά, στο μήκος. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς.

Εκείνη του ρίχνει τώρα, μια πιο προσεκτική ματιά.
Περιγράφει: έχει ένα πανί μπροστά. Μια καμπίνα, και χώρο πίσω. Δεν έχω ιδέα από ψαροκάικα. Εσύ;
- Όχι, δυστυχώς. Για φάτνη που μου είπες πιο πριν, όχι, δεν έχω. Αλλά θα ήθελα να πάρω κάποια στιγμή. Μια καλή. Εκεί όμως που έφτασαν οι τιμές. Γύρω στα 20 Ευρώ για μια περιποιημένη φάτνη, σαν αληθινή. Όχι βέβαια πλαστική.
- Δεν μπορείς;
- Είμαι άνεργος τώρα, και δυσκολεύομαι.
Καμία αντίδραση της.
- Βρήκα μια φορά ένα ωραίο μήλο, ¼ δηλαδή, κι αυτό το στολίδι με ασημένια σκόνη. Και φθηνό. Το ‘κανα γούστο –μ’ ακούς που μιλώ.
- Τι θα πήγαινε τώρα; Αναρωτιέσαι φωναχτά. Ά, βρήκα κάτι ωραία κόκκινα τσαντάκια. Δύο. Σαν γούνινα, μ’ ένα τριαντάφυλλο κόκκινο, πιο ανοιχτό τώρα, να σφραγίζει ας πούμε, τον σάκο.
- Ο ίδιος, έχω τοποθετήσει λίγο ψηλά, μια ασημένια μεγάλη μπάλα. Λίγο ψηλότερα. Τώρα δένω κάτι χρυσούς κόμπους, φιόγκους, χρυσούς από ύφασμα.
Ακούω Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μέσω της τηλεφωνικής γραμμής, από το σπίτι της.
- Τι βάζεις τώρα; Ρωτάς.
- Κάτι μουσικά όργανα. Μια άρπα, δηλαδή δύο, διαφορετικές. Η μία φέρνει στο πιο αρχαίο. Ένα άλλο είναι σα μπουζούκι, στο πιο παραδοσιακό. Και.. Αυτά. Εσύ;
- Έχω τακτοποιήσει έναν μεγάλο Άγιο Βασίλη, κούκλα, πλάι στο δέντρο.
- Στο πάτωμα είναι το δέντρο σου; σε διακόπτω.
- Ναι. Που αλλού; Πατάει σ’ ένα Χριστουγεννιάτικο χαλί. Εσένα;
- Πάνω σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι. Κάτι έλεγες.
- Μετά την κούκλα Άγιο Βασίλη, κρέμασα μια ωραία μικρή κρυστάλλινη άμαξα, όπως οι βασιλικές, οι παλιές. Τώρα κρεμώ έναν ωραίο άγγελο, κούκλα, όσο μια αντρική παλάμη, νομίζω. Δεν μου άρεσε και τόσο το πρόσωπο, αλλά δεν έβρισκα κάτι καλύτερο. Και τώρα … Περίμενε.
Βρίσκω ένα ωραίο ελάφι. Ο σπάγκος το συγκρατεί σ’ ένα κλαδί, με χάρη. Τοποθετώ τρεις φιγούρες από πορσελάνη, αντί για φάτνη, στη βάση του δέντρου. Είναι σα χιονάνθρωποι, με τα σκουφάκια τους. Κάτι κρατούν. Δεν μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Τέσσερα δάκτυλα ενωμένα στο πλάι, για να σου δώσω μια πρώτη εικόνα για την όψη τους.
- Είπες κάτι; στρέφει σ’ εμένα την προσοχή της.
- Μ’ ακούς; Νόμιζα ότι ήθελες να μιλάμε. Είναι και η μουσική.
- Σ’ ενοχλεί;
- Όχι. Απλά..
- Στάσου, βρήκα κάτι καλό.
- Τι, γλυκιά μου;
- Ώρα είχες να με πεις, έτσι.
- Ναι –χαμογελώ.
- Και τώρα –ενθουσιάζεσαι- κάτι ωραίες πορσελάνινες, πολύ μικρές, κούπες, με σκοινάκια-κλωστές. Και, και, περίμενε!
- Τι, τι; Συμμετέχω στη χαρά σου.
- Κορνιζούλες. Οι αγαπημένες μου. Χωρίς φωτογραφία όμως, σε διάφορα χρώματα.
- Έχεις τόσο ωραία στολίδια.
- Τι είπες;
- Έχεις τόσα ωραία στολίδια, φωνάζω λίγο δυνατότερα.
- Δεν είναι τίποτα, αποκρίνεσαι. Μόνο μικρά, ωραία, αντικείμενα για τούτες τις μέρες.
- Σου χάλασα την όρεξη;
- Όχι, απλά πεινώ πάλι. Μισό, να πάρω κάτι από την κουζίνα.

Η φωνή της σταμάτησε να ακούγεται. Δεν είναι ο τύπος της να φωνάζει. Τουλάχιστον έχει τρόπους. Δεν είναι κακιά, όπως τόσες και τόσες, εκεί έξω, που αν τους πας κόντρα, είναι έτοιμες να χιμήξουν να σε φάνε. Και η πιο απλή γνώμη, τις ενοχλεί.
Με πιάνει κι εμένα, πείνα.
Κάθομαι για λίγο. Καθαρίζω ένα πορτοκάλι.
Εξακολουθώ να ακούω κάλαντα στα αγγλικά, από κάποιο cd της.
Προσπαθώ να ξεγελάσω τον χρόνο και την ώρα που απομακρύνεται, βραδιάζοντας γρήγορα. Λεπτά που μου αφιερώνει απ’ τον πολύτιμο χρόνο της, τούτη η νέα γυναίκα. Που μια ανοίγεται, μια είναι σκεπτική. Δίνεται, μα επιμένει στην ελευθερία της. Όπως πρέπει δηλαδή. Ότι χρειάζεται μια ανθρώπινη επικοινωνία, για να επιβιώσει.
Ακούω τώρα, κάτι περίεργους θορύβους από την άλλη πλευρά της γραμμής.
Είναι τόσο μονότονα τα δικά μου στολίδια, εμπρός στα δικά της.
Έχει χαμηλώσει τη μουσική.
Ένας ξύλινος ήχος ακούγεται τώρα.
- Τι ‘ναι αυτό; Ρωτώ.
- Μια συρταριέρα, με δύο θήκες. Ξύλινη. Όμορφη. Με σκεπή. Έχει πλάκα.
- Που θα τη βάλεις;
- Χμ. Δεν ξέρω.
- Πως πας από φιλίες; Δεν θα ‘θελες να στολίσεις μαζί τους, το δέντρο;
- Αν ήθελα, θα το είχαν κάνει μόνες τους, χωρίς εμένα.
- Πως έτσι;
- Είναι πολύ φίλες, γι’ αυτό.
- Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο.
- Να έχεις φίλους;
- Όχι, αποκρίνομαι. Να σε συμπονάνε στην πράξη.
- Ενώ εσύ.
- Όχι, δεν έχω παρέες. Μόνο μια ξαδέλφη που με νοιάζεται.
- Πάλι καλά.
- Ναι, πάλι καλά. Εσύ;
- Τι εγώ;
- Οι φίλες σου.
- Τι, οι φίλες μου; Μην είσαι περίεργος.
- Συγνώμη.
- Έλα, χιούμορ. Ποιητή μου.
- Μ’ αποδοκιμάζεις.
- Όχι. Απλά ευθύμησα. Και για να ξέρεις, είμαι πολύ προσεκτική τι συζητάω με τις φίλες μου.
- Συγνώμη. Κάθεσαι; -ρίχνω τους τόνους.
- Περίπου.
- Τι άλλα στολίδια έχεις; (να ‘μουν εκεί, μαζί σου).
- 4 υπέροχα κοτσάνια, καλαίσθητα πλαστικά, ψεύτικα λουλούδια. Τα τοποθετώ ανάμεσα στα κλαδιά, προς τα έξω. Έτσι κι αλλιώς δεν κρεμιούνται.
- Ωραίο ακούγεται.
- Περίμενε. Κι άλλα: Γιρλάντες. Χάρτινες Χριστουγεννιάτικες παραστάσεις, με σπάγκο. Όχι σαν κάρτα. Πιο μικρές. Μια κάλτσα εορτών, που έτσι κι αλλιώς, δεν χωρά τίποτα –γελά.
- Αγαπούλα μου.
- Ένα ξύλινος Άγιος Βασίλης, με σπαστά μέλη, σα μαριονέτα. Μερικά άλλα στολίδια που συμβολίζουν τις διαθέσεις του καιρού: Ήλιος, σύννεφα, συννεφιά βαριά. Χιόνι. Δεν ξέρω αν πάνε, αλλά μου άρεσαν.
- Φορτώνεις συχνά, το δέντρο;
- Με πειράζεις (μιλάς σα να νιαουρίζεις).
- Όχι, απλά διασκεδάζω.
- Όπως νομίζεις.
- Τι άλλο; Στην κορυφή του δέντρου σου;
- Ένα άστρο, έχω, και, περίμενε, (ο ίδιος ολοκληρώνω το δικό μου στόλισμα), και κάτω από αυτό (σε ακούω να μιλάς ξανά), το άστρο που σου είπα, φαίνεται ένα γιορτινό χαρτόνι, που κλείνει σα κολάρο, πάνω στο οποίο έχω κολλήσει φωτογραφίες, μικρές, αγαπημένων μου προσώπων.
- Εσύ; Προσθέτεις.

- Ένα περίεργο, πράγμα, σα στεφάνι να το πω; Ασημένιο περίπου. Με χάντρες κολλημένες, που έχει φορεθεί από την κορυφή. Εμένα δε μ’ αρέσουν οι γιρλάντες. Μ’ αρέσει να ‘ναι πράσινο, τα κλαδιά, η όψη του δέντρου. Εσύ;
- Αν δεν… Χρειάζεται ένας τόνος διαφορετικός, κατά τη γνώμη μου. Στο σπίτι δηλαδή.
- Τι άλλο κάνετε αυτές τις ημέρες;
- Παραδοσιακά. Πάντως μ’ αρέσει να κλείνω το φως, παρακολουθώντας τα φωτάκια στο δέντρο, ακούγοντας μουσική. Εσύ;
- Χτύπησες τζακ ποτ.
- Δηλαδή;
- Συμφωνώ μαζί σου. Και με τη μουσική.
- Μου επιτρέπεις; Γύρισε ο μπαμπάς.
- Θα τα ξαναπούμε;
- Έλα απ’ τη δουλειά –τώρα μου μιλά απ’ το ακουστικό. Η φωνή σου είναι πιο καθαρή και δυνατή.
- Θα χαρώ.
- Εντάξει.
- Καλή ξεκούραση.
- Επίσης.
Πατώ το κουμπί. Απενεργοποιώ την ανοιχτή ακρόαση.


Παράγοντας θαυμασμός

Χριστούγεννα.
Ο καιρός από χτες, είναι μουντός και απαίσιος. Μια παγωνιά που σε ρίχνει σε περαιτέρω λήθαργο ύπνου.
Μια κουβέρτα. Άλλη μία, λιγότερο ζεστή, συν το σεντόνι, κι ακόμη κρυώνω. Ούτε κάλαντα άκουσα χτες. Οι γείτονες ανάβουν το καλοριφέρ μέρα νύχτα. Φορές απορώ, πως ευλογούνται, ορισμένοι άνθρωποι (Μα ας μη γίνομαι κουραστικός. Το χαρακτηριστικό της σημερινής γενιάς, που απαξιεί την συζήτηση).

Φυσικά και δεν περιμένω, σήμερα, να με πάρει τηλέφωνο η γλυκιά μου.
Εξάλλου, βρισκόμαστε στην αρχή τούτης της γνωριμίας. Ούτε ματιές, επίμονες δεν καταφέραμε ακόμη, να ανταλλάξουμε.
Εκείνη, σήμερα, θα τα περάσει οικογενειακά. Όπως πρέπει. Ή αυτή χρειάζεται. Όπως οι απλοί άνθρωποι έχουν ανάγκη. Την ευθύτητα.
Θυμάμαι μια Μαρία, σε παλαιότερη εργασία μου, που υπήρχε ένδειξη σπίθας, κάτι παραπάνω όμως από μια φιλική διαδρομή, στον αναμεταξύ μας χρόνο. Που διανύαμε στο περιβάλλον εργασίας. Όπου η βοήθεια μου προς εκείνη, εκτιμήθηκε, απλά και κατανοητά. Φιλικά, με μια σπίθα.
Σα να λέγαμε: Είναι τιμή μου, να με συνόδευες σε μια έξοδο.
Πόσοι είναι ικανοί να ξεστομίσουν κάτι τέτοιο;
Να ορίσουν ένα άλλο πρόσωπο ως μοναδικό, όπως κι εσύ ο ίδιος γνωρίζεις, πως θέλεις να σου φέρονται, κατά το γνωστό ρητό.
Και άσε τους άλλους, γκρινιάρηδες, να μιλάνε για αυτογνωσία και αυτοπροσδιορισμό. Με κουράσανε, μάτια μου, οι ώριμοι! Τους σιχάθηκα. Όλα τα ‘χουν τακτοποιημένα, εκτός από το να παραδέχονται τα δικά τους λάθη. Μόνο των άλλων επιθυμούν να τακτοποιήσουν. Επομένως τους βγάζω από τη ζωή μου.
Επειδή, γλυκιά μου ύπαρξη, δεν σου ‘δωσα τα ποιήματα για να με θαυμάσεις ή να υποδυθώ κάτι ιδιαίτερο, ως προσωπικότητα. Μα για να με μάθεις. Όλα τα καλά στοιχεία μου. Τις όποιες ενστάσεις στη διαφήμιση που ονομάζεται ζωή.
Πιθανόν να αντιλήφθηκες ότι, μόνο τρυφερότητα και αγάπη, επιθυμώ να σου δώσω, και όχι ερωτικό σύντροφο. Κάτι που μου συμβαίνει για πρώτη φορά.
Κι αν σου μιλώ –γραπτώς- πολύ, κι αν τα ραβασάκια μου, σου εμπιστεύονται πολλά, απλά συμπέρανε πως θέλω να σε λατρέψω, μέσω της οδού: προσφορά συναισθημάτων και στοργής. Επειδή είναι το μόνο σημείο εκδήλωσης της προσωπικότητας μας, όπου δεν μπορεί κανείς, να επέμβει. Όπως με το ντύσιμο, όπου μας κρίνουν πρώτα, εξωτερικά, λες και ότι φοράμε, είμαστε. Αναγκασμένοι να ακολουθούμε την μόδα ή να δείχνουμε ολοένα το γούστο μας στα ρούχα, λες και είμαστε υπόχρεοι στην “επιτροπή της Κοινωνίας”.
Κι αν έρχομαι, πάντα, ντυμένος καλά, όταν σε πλησιάζω στη δουλειά, το κάνω για σένα, για να δεις, πως όταν θα βγαίνουμε, θα αισθάνεσαι ακόμη πιο άνετα. Πιο ευχαριστημένη; Πιθανόν.
Έχω ένα προαίσθημα πάντως. Πως εσείς οι γυναίκες, όταν θέλετε να αρέσετε, αγοράζετε καινούρια ρούχα ή είστε πιο επιλεκτικές, βάση της γκαρνταρόμπας σας. Εσύ όμως, είσαι απλή, μ’ έναν όμορφο τρόπο. Απλότητα: η λέξη που αγαπώ.
Ουσία: Κάτι, σαν άρωμα, που αναδύεται χωρίς προσπάθεια.

Συλλογιζόμουν μόλις, τι παρέες ενδέχεται να κυκλοφορεί, μια 22χρονη. 23 είσαι; Εικοσιένα; Τι σημασία έχει; Ή μήπως ναί;
Οι παρέες των νέων.

Εγώ στα 34. Εσύ τόσο νέα. Αν και μετά τα τριάντα, οι περισσότεροι ανησυχούμε πιότερο για το πέρας των χρόνων, παρά για την επιλογή συντρόφου. Απλά, μετά τα τριάντα, το σκεφτόμαστε. Ως κάτι που θεωρείται φυσικό, να συμβεί. Ο γάμος. Παρομοίως το πνεύμα ενεργοποίησης μας, ως άντρες, για το πώς σκέπτονται και λειτουργούν, οι περισσότερες γυναίκες. (όσοι τις εκτίμησαν).
Οι σαραντάρες είναι νευρωτικές, επειδή δεν έκαναν ευτυχισμένο γάμο. Οι τριαντάρες και κάτι, ως επί τω πλείστων, είναι ανίκανες να διακρίνουν το αξιόλογο στη ζωή τους. Υπάρχουν γυναίκες συγγραφείς, με διπλό επίθετο, που έχουν καβαλήσει το καλάμι. Τώρα συζητάμε για το σκεπτικό των γυναικών, κάτω από τα τριάντα. Με σπάνια δείγματα ψυχικής ωριμότητας και διέγερσης του νου.

Μου είπες στο τηλέφωνο πως δεν συζητάς με τις φίλες σου, τα πιο προσωπικά. Ναι;
Είσαι είπες, προσεκτική.
Αναρωτιέμαι όμως, πόσο έτοιμη είσαι, να δεχτείς να χάσεις την ελευθερία σου, από τόσο νωρίς. Αλήθεια, τι νόμιζες;
Πως ετούτη η γνωριμία είναι για τον έρωτα;
Ή για να μην αφήνουμε τον χρόνο να περνά;
Αυτή η άρρωστη άποψη, πως πρέπει να παντρεύεσαι μετά τα τριάντα. Άρα, μια γυναίκα προσφέρει αισθήματα, μόνο εάν θέλει να παντρευτεί. Είναι λοιπόν, τόσο ζώα;
Εκείνο που με ανησυχεί, είναι αν θα έχω ο ίδιος, υπομονή μαζί σου, αρκεί εσύ να μην παρεξηγήσεις την λατρεία μου, πρώτη φορά, τόσο τρυφερή, για σένα. Πως το είπε εκείνος; Ως εχθρότητα, κατακάθι των προηγούμενων γυναικών που με πλήγωσαν, άρα εμφανή η βιασύνη να αποδείξω την ουσία του είναι μου. Ή αδιαφορία, με το να σου αφήνω χρόνο να σκεφτείς, τι αξίζω; Προς θεού, όχι.
Κι άσε τους άλλους να βάζουν σε κουτάκια τις ανθρώπινες συμπεριφορές, πως αν δείξεις πολύ νωρίς, τις μελλοντικές σου προθέσεις για το πρόσωπο που ενδιαφέρεσαι, “θα πάει για τσιγάρα”, χωρίς επιστροφή.
Παρόλα αυτά ανησυχώ για τις παρέες σου τις όντως νεανικές. Ζηλεύοντας τους φίλους άντρες, στην γυναικεία παρέα που ανήκεις. Άμ τι άλλο θα ήμουνα υπερβολικός να υποστήριζα, πως μια γυναίκα, κοντά στα 21 ή 22 –πόσο είσαι άραγε- δεν ψάχνεται, δεν ψάχνει να αναπτύσσει κοινωνικές επαφές.
Φοβάμαι τι σου λένε οι φίλες σου για μένα.
Μήπως όμως, σε μειώνω, κατ’ αυτό τον τρόπο;


Χριστούγεννα είναι.
Αποφασίζω να γράψω μια δική μου ιστορία, στο κλίμα των εορτών. Έτσι. Να ξεχαστώ λιγάκι.
Έχω ανάγκη να παρατηρώ τα λαμπάκια στο δέντρο, σε λειτουργία. Και το πράττω.

Ο τίτλος.
Δεν τον έχω σκεφτεί ακόμη.
Θα δείξει.
Μες το φλάς της ιδέας, τούτο είναι το ξεκίνημα:



Μια φορά κι έναν καιρό,
στο πιο ψηλό βουνό της πόλης, ζούσαν ο Άγιος Βασίλης και η γυναίκα του. Για άλλη μια φορά, όλες οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα, όλες οι προθεσμίες να ετοιμαστούν τα δώρα, χάρη στη βοήθεια των ξωτικών, σιγά σιγά, ολοκληρώνονταν πλήρως.
Μόνο που στο σαλόνι του σπιτιού, του ζευγαριού, παραμονές Χριστουγέννων, ακόμη δεν είχε στολιστεί το δέντρο. Δεν υπήρχε, και φαινόταν πως κάτι έλειπε. Παρακολουθούσες δε, τον Άγιο Βασίλη, που πυρετωδώς ετοιμαζότανε, έχοντας τη λίστα με τα σπίτια των παιδιών, στο χέρι, μελετώντας ξανά τη διαδρομή. Κι όσο κι αν προσπαθούσε η κυρία Βασίλη, να φαίνεται εύθυμη, αντ’ αυτού παρατηρούσες στα μάτια της, μια μελαγχολία. Που μόλις εξομάλυνε, το γλυκό χάδι του συζύγου. Εκείνος ήταν για άλλη μια χρονιά, γιορτινές ημέρες, πολυάσχολος, με μικρά άγχη, αν θα καταφέρει να ευχαριστήσει τα παιδιά όλου του κόσμου. Πόσο δε τα μεγάλα, αφού ο καθένας λαβαίνει, εκείνο που του πρέπει: Έλεος. Μια μικρή έλλειψη, μια αναπάντεχη έκπληξη. Μια γνωριμία. Μια εύνοια ανησυχίας, επειδή κανείς καλός άνθρωπος δεν αξίζει μεγαλύτερη στενοχώρια απ’ όση αντέχει. Ή μοναξιά. Ένα μικρό πένθος. Μια κατάσταση που δεν αλλάζει.
Ο Άγιος Βασίλης κοίταξε το κενό σημείο, στο σαλόνι, για άλλη μια φορά, παραμονή Χριστουγέννων. Άλλοτε φιλοξενούσε ένα στολισμένο δέντρο. Με τα λαμπάκια και τα ιδιόχειρα στολίδια και των δύο, του ζευγαριού.
Ο Άγιος Βασίλης έριξε ένα στοργικό βλέμμα στη γυναίκα του, και βγήκε από την πόρτα, ανεβαίνοντας στο έλκηθρο. Ελέγχοντας για άλλη μια φορά, ότι αφορούσε το καθήκον του.

Η κυρία Βασίλη, έκλεισε απαλά την πόρτα. Πήγε και ξάπλωσε στην κρεβατοκάμαρα, σε στάση κουλουριάσματος. Μ’ ένα μικρό κύμα δακρύων, πλέον, να ποτίζει το μαξιλάρι.
Κουδουνάκια που απομακρύνονταν, ακούστηκαν.
Το έλκηθρο έφυγε.
Η κυρία Βασίλη άνοιξε τα μάτια, στέλνοντας το βλέμμα της στους υδρατμούς στο παράθυρο, όπου πρέπει να πλησιάζεις αρκετά κοντά για να διακρίνεις έξω, αν συμβαίνει κάτι.
Η κυρία Βασίλη “κοίταξε” μέσα της, μήπως της κρατήσει κάποιος, συντροφιά. Μήπως γίνει η ίδια το θαύμα των Χριστουγέννων. Το θαύμα της φύσης, που μπορεί και πλέον, να απολαμβάνει κάτι καινούριο. Ένα δικό της παιδί, “απ’ το τίποτα”. Μια άλλη ζωή, στην μήτρα της, ξαφνικά, απ’ το μηδέν. Το κέντρο του δικού της σύμπαντος. Ξανά Χριστούγεννα λοιπόν, και η κυρία Βασίλη, άτεκνη και μοναχική. Νοσταλγώντας εκείνο που δεν έχει. Μελαγχολώντας.
Χωρίς θέληση να στολίσει το δέντρο του σπιτιού. Που ούτε οι χαρούμενες φωνές κάθε συνεπούς και ενθουσιασμένου εργάτη, ξωτικού, δεν την ενεργοποιούσαν.
Απλά, τούτες τις ημέρες, ασχολήθηκε με τη ζαχαροπλαστική, λόγω ανάγκης προσφοράς από αγάπη, προς το σύζυγο. Επίσης για να μη του χαλάσει, εκείνου, η διάθεση. Ενόσω σπάνια, κάποιο παιδί πιθανόν να τον συναντούσε επ’ αυτοφώρω, πλάι στο δικό του δέντρο, εκεί μακριά. Αφήνοντας ήδη, ένα δώρο. Επειδή τα παιδιά περιμένουν το χαμόγελο. Άρα ο Άγιος Βασίλης, δεν έπρεπε να στενοχωρηθεί.

Έχεις την αίσθηση, πως και του χρόνου, θα βρίσκεσαι εδώ; Ψελίζει, ρωτώντας τον εαυτό της. Στη στάση ετούτη, του σώματος.
Το κρύο έξω, περόνιαζε τις ίδιες τις αισθήσεις, λείποντας η ομορφιά ενός, δικού της, παιδιού, να χαμογελούν, με μια κουβέρτα στα πόδια, μες σε μια χαρούμενη και νωχελική, διάθεση.
(χωρίς παιδί, λοιπόν).
Τι τύχη, σκέπτεται, να ‘χει πατέρα, ένα παιδί, τον χοντρούλη γεράκο, με τα λευκά γένια και την κόκκινη στολή.
Τι ατυχία όμως, τόσα χρόνια, εκείνη, να μην είναι μητέρα. Να μην μπορεί, έτσι όπως είναι ξαπλωμένη, στο διπλό κρεβάτι, να φιλοξενεί την ανάσα ενός δικού της παιδιού. Ότι φύλο κι ας ήταν. Να το παρακολουθεί να κοιμάται –μετά από πολλά παιχνίδια και εξιστορήσεις. Μια πλαινή ψυχή. Αλήθεια, τι ξεκούραση προσφέρει μια τέτοια παρουσία. Κάτι από σένα βγαλμένο. Μια παρέα, σάρκα από τη δική σου σάρκα. Σαν από το πουθενά, ένα κομμάτι σου, που αποφάσισε να γεννηθεί ή και να ξεκολλήσει, μαζί, αποφασίζοντας να πει: ως εδώ με την έλλειψη σου. Ως εδώ με τη μοναξιά.

Εκεί που έμεινε ξαπλωμένη, τη βρήκαν τα Χριστούγεννα, με μια χοντρή, ζεστή κουβέρτα να τη σκεπάζει, και την ανάσα του Άγιου Βασίλη, που κοιμότανε ήδη κουρασμένος, στη διπλανή πολυθρόνα. Μετά την παγκόσμια περιοδεία, με προσφορά παιχνιδιών και δώρων.
Πλέον στο σαλόνι, βρισκόταν ένα μικρό έλατο.
Αστόλιστο όμως.

Η κυρία Βασίλη, αφότου χάιδεψε τη γενειάδα του συζύγου της, μετακινήθηκε προς προετοιμασία, ζεστού κακάο και για τους δύο.
Με την κούπα της στα χέρια, πλησίασε τελικά, το έλατο, στο σαλόνι. Το κοίταξε έτσι κενό από στολίδια, όπως ήτανε. Αποφασίζοντας σήμερα, να μην το αφήσει, παραπονεμένο.
Προς στιγμή, τοποθέτησε την κούπα σε ένα τραπεζάκι, πλησιάζοντας την επιθυμία της, να ‘ναι κοντά στο έλατο.
Στην αρχή, θέλησε να χαιδέψει επιαφανειακά τα κλαδιά του δέντρου, στο ύψος των ώμων της.
Αυτόματα, με μια παλάμη της, χαμηλώνοντας και λυγίζοντας τα γόνατα της η γυναίκα, χάιδεψε ένα κλαδί, προς το εσωτερικό, το οποίο με τη σειρά του, με μια μικρή λάμψη, άλλαξε σε παιδικό χέρι και όλο το δέντρο στη συνέχεια, μεταβλήθηκε! σε ένα νεαρό παιδί. Χαμογελώντας στη μητέρα του. Την κυρία Βασίλη.
(Μήπως ήταν το δώρο του Άγιου Βασίλη, προς εκείνην;).

Ωραίος τίτλος για την ιστορία: Το δώρο του Άγιου Βασίλη.


Σταματώ να γράφω την ιστορία. Που αν τραβούσε σε βάθος ή χρόνο αφήγησης, ίσως έχανε την κύρια ιδέα της.
Με απασχόλησε όμως, δύο ημέρες.

Αύριο 27 Δεκέμβρη, που είναι ανοιχτά τα καταστήματα,θα πάνω να συναντήσω τη γλυκιά μου και να δω, ο ίδιος, τι χρώμα έχουν τα μάτια της.



Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα.
(που είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί, αν το επαναλαμβάνεις).

Για τέσσερις ώρες, είχα κλειστά τα μάτια, και κάπου κάπου, με ασκήσεις αναπνοής, προσπαθούσα να χαλαρώσω, ώστε να με πάρει ο ύπνος.
Αφότου αποφάσισα πλέον, να παρατήσω τις προσπάθειες και ν’ ανασηκωθώ –μες το ψοφόκρυο που κατέκλυζε το σπίτι- προσπάθησα πλέον να βρω κάτι, να περάσει η ώρα.
Το χαζοκούτι ενεργοποιείται.
Η καθημερινότητα με αηδιάζει ωσότου να θυμηθώ τα σημερινά μου σχέδια επίσκεψης στην αγαπημένη μου.
Προσπαθώ να βρω το κουράγιο, ο τωρινός ενθουσιασμός μου για κείνη, ν’ αποτελέσει το ουσιαστικό κίνητρο, ώστε να ψάξω να βρω εργασία. Ώστε εκείνη να με επιλέξει, να είναι τιμή της –εξίσου- να μ’ έχει, σύντροφο της.

Δεν παίρνω καν, πρωινό.
Μαθαίνω από ένα τηλέφωνο πληροφοριών, για διευθύνσεις ανθοπωλείων, στην περιοχή μου –που βρίσκεται κι εκείνη.
Πλησιάζοντας τη στάση του λεωφορείου –με τον μουντό καιρό στο στερέωμα- το κρύο προσπαθεί να με πονέσει, στην καρδιά, με όλα αυτά τα μάλλινα που φοράω, συν το κασκόλ. Μέχρι το επόμενο σοκ, κατόπιν εκείνου της παγωνιάς: Το λεωφορείο προσπερνά μια νεκρή γάτα, αφημένη ακριβώς στη διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας. (Δεν δίνω μεγάλη σημασία, παρόλο που αγαπάω τις γάτες). Προσπαθώ να φαίνομαι φρέσκος, αν και άυπνος.
Εύχομαι ο αέρας ν’ ανοίξει τα μάτια μου, όπως μου είχε εξηγήσει, παλιά, μια κοπέλα, θέλοντας να μου την πει. (Μια σχέση στο ξεκίνημα της, που τελικά ναυάγησε, ύστερα από δική της αδιαφορία, να ξανασυναντηθούμε).
Η αϋπνία καταβάλλει τις αντιδράσεις μου.

Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με όμορφο σχηματισμό στα πέταλα, κρέμεται από το αριστερό μου χέρι. Κοιτώ τους περαστικούς θεατές, στον δικό μου κόσμο, των ερωτευμένων, με χαμόγελο. Απορούν ορισμένοι, με το θάρρος μου. Σ’ ένα μαγαζί, κάποια με ρώτησε, για ποια προορίζεται. Ένας ξίνισε τα μούτρα του. Άλλοι πάλι, θα χάρηκαν για το θάρρος να λες, μεγάλα λόγια, αγάπης, με μια τέτοια φυσική, δύναμη, στην κίνηση.

Έχω στο “σακίδιο” που κρέμεται απ’ τον ώμο, πλάι στο πλευρό μου, μέσα σ’ ένα φάκελο, ένα ιδιόχειρο σημείωμα. Για κείνη. Αναφέροντας περισσότερα για μένα. Επειδή κυκλοφορούν και γυναίκες –με μυαλό- που απαιτούν να γνωρίζουν, τι αντιμετωπίζουν.
Ιδίως, αν ο ένας από τους δύο, το πάει σοβαρά.


Είναι αρκετά νωρίς, μόλις 10 λεπτά, αφότου εκείνη έχει πιάσει δουλειά. Εδώ, ανάμεσα στα εποχικά είδη. Τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Την πλησιάζω με χαμόγελο, λέγοντας καλημέρα, με χρόνια πολλά.
Αυτά για σένα, προσφέρω το λουλούδι με τον φάκελο.
Εκείνη δεν κάνει προσπάθεια, έστω και μόνη εδώ μέσα, να διαβάσει όσα θέλω, ή ήθελα να της μεταφέρω.
Ένας πνιγμένος δηλαδή, ενθουσιασμός.
Αυτόματα, απορώ, πως ξεφούσκωσε, με το που την είδα σήμερα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο δικός μου ενθουσιασμός. Η αγάπη!

Ή μήπως ανάγκη, να προσεχτούν τα ευαίσθητα πέταλα του λουλουδιού;
Προσπαθώ να δείχνω χαρούμενος.
Χαρούμενος;
Μάλλον υποκριτής.

Απορώ πως είναι δυνατόν, να ξεφούσκωσε όλη εκείνη η πρόθεση των προηγούμενων ημερών, να λυγίζει η καρδιά μου. Να πάλλεται ασύγχρονα, με αγάπη. Που πήγε τώρα;

- Ξεκουράστηκες; Τη ρωτώ.
- Ναι, μου απαντά ξεψυχισμένα.
- Είσαι καλά; Ρωτώ.
- Καλά, αποκρίνεται.

Προσπαθώ να μην είμαι τυπικός.
Προσπαθώ να βρίσκομαι κοντά της, όπως ήθελα άλλες φορές. Κόβω βόλτες γύρω γύρω.
Εκείνη δείχνει αδιάφορη.

Που πήγε η τρυφερή ατμόσφαιρα μέσω τηλεφώνου;

Απορώ γιατί προσπαθώ.

Δεν είχα χρόνο να διαβάσω, άλλα …
(ποιήματα μου εννοούσε). Είναι λίγο απότομη. Μήπως δεν ενδιαφέρεται; Να μη θέλω εγώ να το δω;
Δεν νοιάζομαι αν διάβασε ποιήματα μου.
Προσπαθώ να εννοήσω αν με ενδιαφέρει εκείνη, που τις προηγούμενες ημέρες, αισθανόμουν τόση αγάπη. Με τέτοια ένταση, ύστερα από τόσα χρόνια, αγαπώντας τόσο τρυφερά.
Που πήγε το αληθινά; Συλλογιέμαι.
Πως ξεφούσκωσε τόσο άμεσα.

Κάποιος άλλος τη πλησιάζει, κάτι τη ρωτά, κι εκείνη κολλά πάνω του. Αισθάνομαι ενοχλημένος.
Πλέον καταλαβαίνω πως δεν ενδιαφέρεται για μένα.
Και η τηλεφωνική μας συνομιλία;
Αισθάνομαι τόσο αμήχανος απέναντι της.
Προσπαθώ να πιέσω, τι, άραγε, σήμερα;
Συναισθήματα που τ’ ανακύκλωσε ο τωρινός αέρας. Ή μήπως κατέληξαν στη χωματερή;

- Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι; ρωτά.
Κοιτώ κάτι ημερολόγια, όπου πίσω από τα χαρτάκια, ανά ημερομηνία, γράφονται ποιηματάκια ή στιχάκια.
Κοιτώ την τιμή. Έξι Ευρώ, και κάτι. Ήμαρτον.
- Κοστίζουν πολύ για μένα, αυτή τη στιγμή (λόγω ανεργίας μου), της εξηγώ.
Παρατηρώ, πως το κλίμα δεν σηκώνει πολλά.
Κάτι της λέω ξανά, κι εκείνη δείχνει πλέον, ανοιχτά, απαντώντας μου: εντάξει; (Δεν ενδιαφέρεται, λαβαίνω το μήνυμα).
Γιατί πιέζω καταστάσεις, ενώ ξεφούσκωσε το συναίσθημα;

Αλήθεια, πως αλλάζει κανείς, γνώμη, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Φαίνεται, πως το δικό της τηλέφωνο ήταν μόνο μια στιγμή αδυναμίας. Και η δική μου προσέγγιση; Μήπως αφέθηκα να παρασυρθώ συναισθηματικά, ενώ είχα κάτι άλλο ανάγκη; Ας πούμε, αυτονομία. Με βάσεις.


Απομακρύνομαι, λέγοντας: χαιρετώ, μ’ ένα χαμόγελο, προσπαθώντας να μπαλώσω την κατάσταση. Με όλα τα τελευταία μου προσωπικά στοιχεία, στα χέρια της. Λέγοντας της ότι μου αρέσει αληθινά. Φαίνεται τελικά, πως η νεκρή γάτα στο διαχωριστικό, στη μέση του δρόμου, ήταν ένα σημάδι.
Της ανέφερα ότι μου αρέσει, χωρίς επιπολαιότητες και άλλα τέτοια, που κατέρρευσαν σαν πυραμίδα από χαρτιά τράπουλας. Εφήμερα τελικά αισθήματα. Και όμως, η προτελευταία μας συνάντηση που αποφάσισα τελευταία στιγμή, μεσημεριάτικα, φορώντας τα λευκά μου ρούχα, με την καφέ καπαρντίνα, με ξαναγέννησε, πέρα για πέρα.
(Στο τελευταίο σημείωμα μου, το τωρινό, ανέφερα τελικά, πως επιθυμώ να ξέρω από τώρα, αν έχει κάποια σχέση ή όχι).

Επιστρέφοντας σπίτι, λέω συνέχεια από μέσα μου: Που πας ρε καραμήτρο, ψεύτη, υποκριτή, που νόμιζες ότι θα τη ρίξεις με λίγα ποιήματα;
Μόνο που δεν ήθελα να σε ρίξω, γυναίκα.
Φαίνεται πως ήταν ένας πρόσκαιρος ενθουσιασμός, όμως τότε, γιατί τις προηγούμενες ημέρες, υπήρξε στιγμή που σε σκεφτόμουν, και πήγαν να μου έρθουν δάκρυα; Γιατί άραγε, το προηγούμενο πρόσφατο διάστημα, είχε μαλακώσει η καρδιά μου, γεμίζοντας αγάπη, ακόμη και για τους γύρω;
Δεν προσπαθώ, γυναίκα, να απολογηθώ, αλλά φαίνεται, πως η μοίρα πλησιάζει για να διορθώσει την άκρατη ελευθερία που μας διακατέχει, ως ανθρώπους. Τουλάχιστον όσοι αφήνουν τον Θεό να τους ελέγχει.

Από τη στιγμή που επιστρέφω στο σπίτι, παρακαλώ συνέχεια, το Θεό, να μη με πάρεις τηλέφωνο, γυναίκα, που τον προηγούμενο καιρό, μου προξένησες τόση εντύπωση.
Που πας ρε καραμήτρο, χωρίς δουλειά; καταχερίζω τον εαυτό μου. Πως θα κάνεις μια προσέγγιση. Να έχεις έστω μια τηλεφωνική συνομιλία ή έστω να βγείτε δυο τρεις φορές, μέχρι να μονιμοποιηθείς –μέσα σου- σε μια θέση εργασίας. Να ήταν και αληθινό το συναίσθημα, να κράταγε εννοώ –αυτό που λένε για τα μάτια που δεν βλέπονται.
Να το ανεχτώ, εαυτέ μου. Όχι όχι. Τύψεις με κατακλύζουν.
Μα πως ξεφούσκωσε έτσι;


Να όμως, που εκτός από τους προδότες, στους απλούς ανθρώπους, όλα εδώ πληρώνονται. Και τα αισθήματα που ξεφουσκώνουν.
Προσπέρασαν δυό μέρες. Σε άλλες δυο, αλλάζει ο χρόνος.
Το τηλέφωνο χτυπά. Απόγευμα. Μόλις έχω ξυπνήσει και αποφασίζω να μιλήσω με κάποιον άνθρωπο. Τόσο καιρό μόνος, με τις επαφές από τον προηγούμενο μου τόπο, εργασίας, ξεγραμμένες θαρρώ.
Μηχανικά σηκώνω το ακουστικό.
Και ο κεραυνός πέφτει.


(καστανά είναι τα μάτια σου. Καστανά.
Το πιο βαθύ. Το πιο ωραίο.
Αναρωτιέμαι τόσα χρόνια, που κρυβόμουν εγώ).


- Παρακαλώ, μιλώ φυσικά, μα αυτόματα ένας φόβος, ανεβαίνει στο λαιμό.
- Καλησπέρα.
- Ποιος είναι παρακαλώ;
- Τι ποιος είναι; Εγώ, η γυναικεία πηγή έμπνευσης σου –υψηλός τόνος φωνής, χαμηλωμένος τόνος, φωνής.
- Έ, καλησπέρα. Είσαι καλά;
(βγάλτα μόνος σου, πέρα, τώρα).
- Καλά είμαι. Εσύ;
- Μια χαρά –διαπεραστική ξαφνική φωνή. Ελάχιστα φάλτσα.
- Ωραία.
- Τώρα γύρισες από την δουλειά;
(Γιατί πιάνεις κουβέντα; Ανόητε).
- Περίπου πριν λίγο. Ενοχλώ;
- Όχι βέβαια –υψώνω αμυδρά τη φωνή.
- Αν έχεις κάτι να κάνεις…
- Όχι, όχι. Πες μου.
(πάει η ευκαιρία να γλιτώσεις τη Θεία δίκη).
- Λοιπόν; Πως πήγε η μέρα σου;
(Τώρα αυτή θέλει να με ψαρέψει, να δει αν πήγα να ψάξω για δουλειά. Να δούμε που το πάει).
- Καλά, αποκρίνομαι. Οικογενειακά. (Ψεύτη!).
- Κι εγώ. Είναι κι οι μέρες που πέρασαν.
- Έ, εντάξει. Πριν δυο τρεις μέρες, ήρθα και είπαμε το κατιτί ΄μας. Είπα να μη σε πιέσω.
- Μου φάνηκες λίγο απόμακρος.
- Είδα πως ήταν λάθος μου. Εννοώ, πολύ νωρίς ήρθα στη δουλειά σου. Δεν θα ‘χες όρεξη, και απομακρύνθηκα.
- Καταλαβαίνω. Αν κι αυτό δείχνει αδεξιότητα, αν μου επιτρέπεις, που στο λέω. Ίσως και λίγη αδιαφορία.
- Προσπαθούσα να.. (διστάζω).
- Τι; Ρωτάς μ’ ευθύτητα.
- Να σε κάνω να αισθάνεσαι άνετα.
(Το ‘σωσες, μεγάλε).
- Ίσως να σε διασκεδάζω ή να με χρησιμοποιείς για κάποιο βιβλίο σου.
- Γιατί το λες αυτό;
- Μου φάνηκε πως έλειπε ο πρότερος ενθουσιασμός, όποτε με συναντούσες.
- Γιατί νόμιζες ότι είναι εύκολο;
- Τι;
- Η προσέγγιση. Εξάλλου εσύ …
- Τι, εγώ, (με διακόπτεις).
- Πήρες τηλέφωνο, ενώ…
- Ενώ; Δεν καταλαβαίνω, που μου φέρεσαι έτσι (θύμωσε;).
- Πως θα ‘θελες να σου φέρομαι; Με υπομονή; Ή όπως θα ‘θελα να μου φερθεί εμένα, μια γυναίκα;
- Έκατσες να το σκεφτείς;
- Μπορώ να πω, πως ναι. Μόλις χτες. Μα ο ίδιος, ίσως και να ‘κανα πίσω.
- Λόγοι αυτοπεποίθησης; Εμένα, άλλα μου έδειξες.
- Το θάρρος που σου ‘δωσα το βιβλίο. Αυτό.. Ναι. Αλλά…
-παύση για σκέψη-
Ακούω την ανάσα σου.
- Δεν σ’ ακούω.
- Εδώ είμαι. Το βιβλίο στο ‘δωσα πολύ αυθόρμητα, μόνο που στο δρόμο, η προσέγγιση …
- Τι απέγινε;
- Είμαι αμάθητος από αυτά, και όντως μου φάνηκες πολύ νέα.
- Έλεγα πότε θα το πεις.
- Πολύ απλή, εξίσου. Στο ντύσιμο και στις κινήσεις. Στο πρόσωπο.
- Αλλά κάπου χάθηκε η σπίθα, ε; Δεν ακούγεσαι ορεξάτος, τώρα.
- Να σου πω, δεν έχω και πολύ όρεξη.
- Να μιλήσουμε;
- Να προσπαθήσω, μεταξύ μας.
- Γιατί έτσι;
- Μάλλον επειδή μου φέρθηκες κι εσύ, ψυχρά, στις 27 του μηνός.
- Πως λες, τότε, ότι καταλαβαίνεις; Γιατί ήμουν κουρασμένη.
- Ξενυχτισμένη;
- Ζηλεύεις;
- Τα νιάτα σου, ναι.
- Κάτι άλλο;
- Όσους τα καταφέρνουν.
- Σε τι;
- Στη δημιουργία σχέσεων. Λες και έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Όχι όπως εγώ.
- Που; …
- Απομυθοποιώ αμέσως, ότι μου άρεσε.
- Σου άρεσε, ε; -λίγο κοροϊδευτική, φωνή. Άρα όλη αυτή η τρυφερότητα από το τηλέφωνο, την πρώτη φορά. Σου το ‘χα πει, τότε, κάποια στιγμή, πως είχες αργήσει για πολλά λεπτά, να με πεις, γλυκιά μου. Όχι πως τώρα έχει σημασία.
- Σου το είπα. Είμαι αμάθητος. Και ναι, βιάζομαι. Όταν, βιάζομαι –κοφτή, αυτόματη απάντηση.
- Για ποιο λόγο;
- Όχι ότι τώρα έχει σημασία, ε; ρωτώ. Αλλά αφού θες να ακούσεις. Γνώρισμα εξάλλου των γυναικών, που έχουν νου.
- Για τι, πράγμα; -φωνή φυσική, χωρίς νεύρα.
- Ν’ αυτοπροστατευτούν. Λάθος μου φαίνεται να σου αναφέρω τόσα για μένα. Πίστεψα όμως, πως έτσι θα με μάθαινες. Μου φάνηκες όμως, ευαίσθητη.
- Είμαι όσο πρέπει.
- Χαρακτηριστικό των νέων της ηλικίας σου.
- Μπηχτή ήταν αυτό;
- Όχι. Απλή διατύπωση.
- Γιατί; Πιστεύεις ότι δεν υπάρχουν ευαίσθητες γυναίκες, εκεί έξω; -μιλάς απότομα ξανά. (σε δικαιολογώ).
- Οι ευαίσθητες είναι μόνες τους, και φαίνεται.
- Ενώ με εμένα;
- Μου φάνηκες πολύ ρεαλιστική, τελικά. Κι εγώ δεν κάνω για τέτοια.
- Να είσαι ώριμος;
- Αμάθητος απλά…
- Να μην δέχεσαι ότι δεν γοητεύεις; (Με διακόπτεις).
- Και αυτό, τώρα που το λες, μιας και τα λέμε όλα και παραμένεις στο ακουστικό.
- Και τι άλλο; Μήπως εξίσου ανώριμος να δεις τι είναι η ζωή;
- Δεν χρειάζομαι μαθήματα –προσπαθώ να δείχνω απότομα κοφτός.
- Μόνο συμπεριφοράς. Φαίνεται όντως, με χρησιμοποιούσες.
- Δεν σε χρησιμοποίησα, ποτέ –μιλώ ήρεμα. Απλά, έκανα το λάθος, να παρασυρθώ τόσο γρήγορα. Λίγο επειδή το ήθελα, το χρειαζόμουν μέσα μου. Να νοιάζομαι. Όμως μια ζωή, μου έμενε η εντύπωση πως πρέπει εγώ πάντα να προσπαθώ για μια σχέση. Μάθε όμως, πως δεν σε σκέφτηκα ούτε μια φορά, πονηρά. Περίεργο για μένα, αν και είμαι τρυφερός από πάντα, με τις γυναίκες. Κάτι που επηρέαζε και όποιες παρέες, αφού δεν εκχυδάιζα τις συζητήσεις. Το μόνο άσχημο από την αρχή, ήταν που δεν θυμόμουν το πρόσωπο σου, αφού το αίσθημα ξεφούσκωσε, στις 27 του μηνός, από τη πρώτη στιγμή που σε συνάντησα εκείνο το πρωί. Κακώς βέβαια. Θυμάμαι που ξαφνιάστηκα, πριν από, όταν ξέβαψαν τα μαλλιά σου. Μα ακόμη και τότε;
- Τότε; Ρωτάς. Ήρεμα τώρα.
- Μου άρεσε το τρυφερό σου χαμόγελο, έτσι ντυμένος στα λευκά, αν θυμάσαι, που ήρθα, χωρίς να σε πλησιάσω αμέσως. Μου φαίνεται πως από εκείνη τη μέρα, έπαιρνα ενδείξεις.
- Για τι;
- Πως κάτι στράβωνε στην υπόθεση. Πίεζα καταστάσεις. Πιθανόν απλά να χαμογελούσες με τις όποιες προσπάθειες μου.
- Ενώ εσύ ο επιπόλαιος;
- Σου το είπα. Αμάθητος.
- Φαίνεται δεν ξέρεις από ζωή.
- Έχεις δίκιο, κάπου, αποκρίνομαι. Αλλά πάντα ήμουν υπέρ των αξιών, και,
- Στον ρεαλισμό όμως, δεν τα πας καλά –με διακόπτεις, κοφτά.
- Όχι. Είναι αλήθεια. Έχεις δίκιο. Αλλά δεν υποφέρω από ψευδαισθήσεις, αν υπονοείς αυτό –σα να θυμώνω. Και κακώς.
- Δεν είπα αυτό. Απλά δεν ήταν σωστό αυτό που κάνεις.
- Εντάξει. Φέρθηκα επιπόλαια. Δεν είμαι τέλειος. Μετά τα Χριστούγεννα όμως, σκέφτηκα να μη σε ξαναδώ.
- Έτσι απλά; Δίχως να φανεί η αλήθεια; Αν πράγματι αισθανόσουν κάτι για μένα. Και το πιο εκπληκτικό, ξέρεις ποιο είναι; -υψωμένη φωνή, σαν ξαφνιασμένη. Ότι περίμενες, και το ‘γραφες σε ένα από αυτά τα σημειώματα. Περίμενες, πως θα σου ‘λεγα αμέσως, αν είμαι μόνη, ή όχι. Λες και ήμουν υποχρεωμένη. Ή θα έπεφτα στα δίχτυα σου. Του ποιητή. Δεν ξέρω σε τι κόσμο ζεις.
- Εγώ δεν σου μιλώ άσχημα.
- Εσύ, φέρεσαι μόνο, άσχημα!
(να που σου φέρθηκα άσχημα, και έλεγα πως δεν θα το ‘κανα, στη κοπέλα “μου”, ποτέ).
- Ή νόμιζες –προσθέτεις- πως όταν ο ένας θέλει κάτι, πρέπει να βαπτίζει τις συγκυρίες, συμπτώσεις;
- Τώρα ετοιμαζόμουν να στο πω, και φαίνεται πως έχεις δίκιο. Μα σου είπα,
- Απορώ και η ίδια, γιατί σου μιλώ τόση ώρα ακόμη.
- Φαίνεται ότι φοβάμαι τις γυναίκες –ξεστομίζω χωρίς ενδοιασμούς.
- Τότε γιατί ήθελες με όλα αυτά: το βιβλίο με τα ποιήματα σου, τα σημειώματα, το λουλούδι. Τι ήθελες; Να με κάνεις να νοιώσω ιδιαίτερη; -υψωμένη φωνή σα παράπονο (ή παρεξηγώ ξανά;).
- Λίγοι άντρες το κατορθώνουν.
- Όσοι λένε αλήθεια. Εγώ όμως δεν το είδα. Κι ότι την κοπάναγες αμέσως, λες και …
- Δεν χρειάζεται να είσαι απότομη μαζί μου.
- Με δουλεύεις; -γελάς.
- Εσύ δεν ήσουν αυτός που το πήγαινε σοβαρά; Χωρίς να ρωτήσεις, βέβαια.
- Είμαι υπέρ της άποψης, πως η ζωή δεν έχει δοθεί για να περνάει η ώρα μας.
- Και εγώ τι ήμουν; Το θύμα; Το ψάρι; Η μαριονέτα; Η ήσυχη κοπέλα που θα θαμπωνόταν από μερικά ποιήματα;
- Δεν στα έδωσα με τέτοιο σκοπό –μιλώ, σαν να είμαι υπό. Κι όμως υποφέρω.

- Στα έδωσα, προσθέτω, γιατί μου ‘κανες εντύπωση. Θεώρησα πως το άξιζες. Πως ήταν η ώρα του βιβλίου, μιας και περίσσευε, να το δώσω κάπου. Σε εσένα.
- Αμάν πάλι αυτή η ιστορία με τις συμπτώσεις. Επειδή θες εσύ, να συμβαίνει. Έπρεπε να ΄μουν σπίτι σου τώρα, να σε ταρακουνήσω.
- Κι όμως, το καθετί συμβαίνει στην ώρα του.
- Ως μάθημα ίσως –απαντά.
- Ίσως θα ‘πρεπε να μάθεις κι εσύ, να συγχωρείς.
- Επειδή είμαι νέα, ε; Και δεν έχω μυαλό; (κοροϊδεύεις;).
- Δεν εννοούσα αυτό.
- Μάλλον θα έπρεπε να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις.
- Δεν είμαι αλάθητος.
- Μόνο ξεπερασμένος.
- Και άνεργος.
- Δεν το είδα ποτέ, έτσι –προσπαθείς τώρα να ρίξεις τους τόνους. Ούτε συνέβη κάτι, επειδή σε πήρα τηλέφωνο. Απλά το ήθελα. Δεν νομίζω πως πρέπει να απολογηθώ. Δεν ήμουν εγώ που προσπαθούσα, χωρίς προοπτικές.
(Γι’ αυτό και θα μείνεις μόνη σου, αν δεν ανοίγεσαι).
- Εντάξει εντάξει, παίρνω τη σειρά μου, να μιλήσω. Προσπαθούσα να σε αγαπήσω, παρόλο που δεν θυμόμουν το πρόσωπο σου, μακριά από σένα. Θα σου ήμουν όμως, πιστός.
- Και επιπόλαιος –χαχανίζεις.
- Μην κοροϊδεύεις.
- Τι να μη κοροϊδέψω, καημένε; Δεν πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός;
- Τότε γιατί κρατάς τόση ώρα, τη συζήτηση;
- Γιατί είμαι άνθρωπος, και αξίζω αξιοπρέπεια.
- Ο ίδιος στη στέρησα;
- Αν φέρεται έτσι, κάποιος που τη μια μιλά γλυκά και την άλλη, εξαφανίζεται.
- Ζήτησα συγνώμη.
- Άκου κει, πρέπει να σ’ αγαπήσω, μου λέει! Σε τι κόσμο ζεις; Σε έχει πιάσει τρελή αγωνία να παντρευτείς, πουλάκι μου. Με κούρασες. Δεν μπορώ να είμαι υπομονετική μαζί σου. Αφού το θες, διακόπτουμε. Όχι πως θα είχε μέλλον εξάλλου, μεταξύ μας. Δεν μπορείς να πιέζεις καταστάσεις. Ούτε και να λες ψέματα. Φτάνει! Ακούς;
- Ναι, απαντώ ξεψυχισμένα.
- Αν περιμένει όμως, κανείς, τόση αγένεια, ακόμη κι από σένα, που δείχνεις τόσο ευαίσθητος στα γραπτά, τότε …

Μου κλείνει στα μούτρα, το ακουστικό.

Ο κονιορτός κατακάθισε

Αυτό που συμβαίνει στην ώρα του, είναι ένα καλό ταρακούνημα.
Είναι 2 Γενάρη. Νέος χρόνος.

Τώρα δε σε σκέπτομαι τόσο, ούτε και το θέλω.
(πόσο επιεικής, μπορείς να φανείς, με τον ίδιο σου τον εαυτό).
Οι τύψεις με έπλυναν, ξεπλένοντας με πρώτα, με τα απόνερα της δίκαιης κρίσης. Κατόπιν, δεν έχω όρεξη για τίποτα πια.
Το ουσιαστικότερο κίνητρο μου να βρω δουλειά, χάθηκε και πάει, σα έκρηξη πυροτεχνημάτων στον ουρανό που όλοι κοιτάμε, όταν ονειρευόμαστε. Εκεί που τ’ αστέρια, βαστάνε τα κλειδιά της ευτυχίας μας, όχι όμως, του παρόντος, μέλλοντος μας.
Γιατί, για ποιο λόγο να είναι κανείς ανεξάρτητος, αν όχι πρώτα για τον εαυτό του; Μήπως και τούτο, δηλώσει λίγη ακεραιότητα. Σε έναν πολιτισμό που θεωρείται φυσιολογικό, να σκοτώνονται άνθρωποι, ή να υπάρχει μια βόμβα, που μπορεί να καταστρέψει όλες τις εκατομμύρια εργατοώρες που δαπανήθηκαν από ανθρώπινα χέρια, για την κατασκευή τόσων και τόσων, κτιρίων.
Όπου παρατηρούνται συμπεριφορές και συμπεριφορές.
Ανεξάρτητων και εργαζομένων.
Ζώντας κανείς, με τις αναμνήσεις, που ξυπνούν με μια μικρή μυρουδιά ή με το αίσθημα του Ντεζαβού. Τούτο το ‘χω ξαναζήσει. Εκτός από όσα πάνε στραβά (όπως ορίζει ο καθένας το στραβό) ενόσω πρέπει να είσαι τίμιος με τους άλλους. Αφού δεν προβλέπεις το μέλλον, ή την τακτοποίηση των πραγμάτων. Για δικό σου καλό. Ή μάθημα. Να μην επαναλάβεις το λάθος. (Να κοροϊδέψεις τα συναισθήματα ενός άλλου προσώπου. Λόγω ορμονών).

Προς τι όμως, τόση τρυφερότητα απέναντι σου; Γυναίκα. Σε έναν κρύο, λόγω ατολμίας, κόσμο, μέσα στον οποίο, τοποθέτησες και μένα. Όπου ο καθένας τρέχει στο καβούκι του να κλειστεί, ώστε να τον αφήσουν λίγη ώρα, ήσυχο.
Οι εργοδότες. Οι γονείς. Οι κλέφτες των ονείρων μας.
Οι επιπόλαιοι ψεύτες, αν και υφίστανται διάφορες κατηγορίες επιπόλαιων ανθρώπων, μόνο που δεν ανοίγει κανείς, κείνο το σεντούκι της αλήθειας, επειδή είναι πολύ καθαρό, και οι βρώμικες πράξεις – συμπεριφορές, μυρίζουν σαν σκουπίδια, αφημένα στο σπίτι, για μέρες. Ψέμα στο ψέμα. Ψεύτικες σχέσεις. Απαθή άτομα, να αρθρώσουν μια άποψη. Να αφιερώσουν χρόνο στον εαυτό τους και τους άλλους, αληθινά όμως, με όρεξη προσφοράς και περαιτέρω, προσωπικής αυτοεκτίμησης.
Αν είχα, τούτο το αγαθό, δε θα σου φερόμουν επιπόλαια, γυναίκα, μα η ζωή δεν δόθηκε για να περνάει η ώρα μας. Ίσως όχι και για να μετανιώνουμε, επειδή πολύ παλαιότερα, δεν παντρευτήκαμε, εκεί που μας εκτιμούσαν. Σου ‘κανε κλικ, ως ιδέα πρώτα. Και στις δύο πλευρές.

Είναι αλήθεια, πως αρκετοί χειρίζονται το ψέμα, ως καραμέλα. Κάτι φυσιολογικό.
Είχα υποσχεθεί όμως, στον εαυτό μου, να μη σου πω ψέματα, γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα, κι αν είσαι, όπως σε θέλω ή μου πρέπει. Στην κοινωνία των καλωδίων, όπου εκεί συμβαίνουν εξίσου γρήγορα, τα πάντα. Μετά το ανεξέλεγκτο άγχος, την ταχυφαγία άχρηστης τροφής, και την επικάλυψη των συναισθηματικών μας αναγκών με πλαστικό χρήμα και ιδιοτελή θέλω. Ζώντας σε έναν φανταστικό κόσμο από θέλω, κοιτώντας από το παράθυρο τη ρεαλιστική γη, με τις οργανωμένες οδικές αρτηρίες. Τα κτίρια. Μ’ εμάς, παρέα με την επίσης, ζωντανή χλωρίδα, ν’ αγωνιζόμαστε να αναπνεύσουμε την ίδια μας την ρύπανση. Που απόκτησε ορισμό, αφού εγκαταστάθηκε μέσα μας, ως αλλοπρόσαλλη επίσης, συμπεριφορά. Καταστροφική.

Δεν ξέρω, γυναίκα, τι άλλο να σου πω. Για τι, να απολογηθώ και αν αύριο θα θυμάσαι τα λόγια μου, που εκφράζουν μόνο μεταμέλεια. Κάποιοι τα καταφέρνουν φαίνεται, μόνο από το τηλέφωνο.
Να χωρίζουν.

Όμως, όλος ετούτος ο χρόνος που σου αφιερώνω δεν δαπανείται επιπόλαια, και είναι απ’ όσο φαίνεται, το μόνο, μη επιπόλαιο.
Δεν είμαι όμως κακός άνθρωπος. Φάνηκε σε εκείνα τα λίγα ποιήματα ή στο τι θα πρόσφερα, αν σου ανήκα.

Όχι, όχι. Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ. Για τίποτα πλέον.
Τις πληγές μου τις κλείνω, ακούγοντας μουσική.
Χωρίς εικόνες που δεν μπορώ ή δεν θέλω να έχω, όταν μου είναι αναγκαίες. Μα πόσο καιρό ακόμα, μπορείς να πιέζεις τον εαυτό σου, να μην πέφτει, να μη χαλά η διάθεση;
Τι να κάνω;
Να πάθω κατάθλιψη;
Όχι αυτό. Όχι πάλι.
Μακάρι να με αφήνανε ήσυχο.
Επειδή η ζωή απαιτεί κόπο, παρομοίως η αγάπη.
Η διαχρονική τουλάχιστον.
Όχι σε κρατώ στο χέρι, κι ετούτο είναι αγάπη.

Τόσες ημέρες κάνει παγωνιά. Κρύο πολύ. Ήλιος, πουθενά.
Εσύ θα εξακολουθήσεις να δουλεύεις.

Ξανά θα γονατίσω στη μουσική.
Θα την αφήσω να με διευκολύνει, στις όποιες “επιπολαιότητες” μου.
Στο κατάστημα


5 Γενάρη. Παρασκευή.

- Μα τι έχεις τόσες ημέρες, Δήμητρα;
- Τίποτα, Μαρία μου. Καλά είμαι.
- Εσύ, πριν τα Χριστούγεννα, όλο σιγοσφύριζες της Ευσταθίας το τραγούδι: Λάτρεψε με. Μετά όμως, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, η δεσποινίς.
Την κοιτά από πλάγια, η Μαρία, χαμογελώντας.
Τώρα έχω πάψει να σ’ αγαπώ, σκέφτεται η Δήμητρα. Ότι τέλος πάντων γέννησες, κύριε, μέσα μου. Όπως λέει και το άλλο τραγούδι, τα βράδια παγώνει η ψυχή. Γιατί να δουλεύεις και παραμονή Πρωτοχρονιάς, 31 Δεκέμβρη; Κυριακάτικα! Που το είδαν γραμμένο αυτό, οι άθεοι!

Σκέφτεται, εκείνη. Εξυπηρετώντας κάθε τόσο, τους πελάτες, τούτο το πρωινό.
«Από το νούμερο του τηλεφώνου σου, μπορώ να μάθω που μένεις. Τι σημασία όμως θα έχει; Τι να σε κάνω, έτσι όπως είσαι; Αν και όμορφος, ψεύτης. Ή έστω αδέξιος, χωρίς πείρα είπες. Από τι;
Από αλήθεια;
Δεν έπρεπε να σε πάρω τηλέφωνο, την πρώτη φορά.
Έπρεπε να περιμένω να ‘ρθείς ξανά και ξανά, να με κατακτήσεις.
Έπρεπε να περιμένεις να σου δώσω το τηλέφωνο μου, αν αυτό ήταν εφικτό. Αφού μόνο έτσι θα εννοούσες ότι μου αρέσεις. Έτσι πράττουν, όλες οι λογικές γυναίκες. Ποτέ όμως, δεν μου άρεσαν τα γρήγορα. Ούτε και το τσουβάλιασμα.
Μόνο λίγη τρυφερότητα, ζητούσα.
Τι να κάνεις τώρα;
Γράφεις. Διαβάζεις;
Μετανιώνεις;

Απορώ γιατί σε σκέπτομαι».
- Δήμητρα;
- Έ;
- Που τρέχει ο λογισμός σου;
- Σίγουρα κάπου έξω από δω πέρα.
- Υπομονή. Δυό μέρες ακόμη.
- Υπομονή. Σίγουρα! Μεθαύριο λέγαμε, ρεπό αύριο και κάθε αύριο, επαναλαμβάναμε ξανά, Σάββατο. Καθόμαστε για δυο μέρες, από απόγευμα. Δεν μπορώ να ζω έτσι.
- Μήπως είσαι λίγο υπερβολική;
- Λιγουλάκι, Μαρία.
- Το λιγουλάκι δε βλάπτει, δήμητρα μου. Ξέρεις ποιος σε μελετούσε ξανά;
- Ποιος πάλι –σηκώνει τα χέρια ψηλά.
- Ο έτσι.
- Ποιος έτσι; Με κουράζεις –η καρδιά της πήγε να φτερουγίσει. Λες; Γοργοκινείται ο νους.
- Ο κολλητός του γιου, του ιδιοκτήτη.
- Ξανά ο ενοχλητικός;
- Εγώ νόμιζα πως σου άρεσε. Όλο πάνω του κολλάς, όταν έρχεται.
- Κορίτσι είμαι. Χρειάζεται το φλερτ.
- Το επιπόλαιο;
Τούτη η λέξη “χτύπησε” τη Δήμητρα, σαν αστραπή.

«Μήπως σου φέρθηκα σκληρά;
Ακόμα σε θέλω, φαίνεται, μα όλα θολά προ πολλού, όπως λέει ένα άλλο τραγούδι. Τι να θέλω από σένα. Ας σε βγάλω από το νου. Κανείς δεν μου φέρθηκε έτσι».
- Δήμητρα.
- Έ;
- Σ’ εσένα μιλάω.
- Τι θες πάλι;
- Να χαμογελάσεις.
- Είναι απαραίτητο;
- Μουρτζούφλα θα υποδεχτείς το νέο χρόνο;
- Κάτσε να ‘ρθει πρώτα.
- Δεν το περίμενα αυτό.
- Όχι πάλι –χαμογελά τρυφερά, όπως μόνο η ίδια η δήμητρα γνωρίζει.
- Τι δεν περιμένεις; -προσθέτει η δήμητρα. Έχω και περίοδο.
Εκεί είναι που αρχίζουν τα δυνατά γέλια, που γεμίζουν το χώρο, σα κύμα τσουνάμι.








Είναι 5 Γενάρη.
Μεσημέρι, προς απόγευμα.
Κάτι γεννιέται ξανά, μέσα μου για σένα.
Μια ανάγκη να σε ακούσω, αν όχι να σε δω. Ίσως να με πάρεις τηλέφωνο. Μια ανάγκη να συνεχίσω, να ξαναρχίσω μαζί σου. Σα να ‘ταν το αίσθημα στον παγετώνα τόσες ημέρες, εσκεμμένα ή επειδή απλά έπρεπε να φύγω από εκεί. Όπου αναλαμβάνεις υποχρεώσεις. Αλλάζεις σκηνικό στη ζωή.
Απορώ γιατί σε σκέπτομαι. Γιατί μου φαίνεται ως ανάγκη.
Μεγαλύτερη απ’ όσο να ενεργοποιηθείς, πνευματικά, σχετικά με την ανάγκη για σεβασμό και ισότητα;
Αναρωτιέμαι αν δηλητηριάζεσαι μέσα σου, ενόσω δεν παραδέχεσαι το λάθος. Αν δηλητηριάζεσαι, ενόσω συγκρατείς μέσα σου, το αίσθημα να αφεθείς. Κάποιοι θα λέγανε: κι ότι βγει. Όχι. Όχι εγώ. Έστω και ως πνευματική σχέση. Εκείνου μ’ εκείνη. Να αφεθείς στην πνευματική εγρήγορση. Να βρεις χρόνο να δεις, γιατί τόσα χρόνια, αδυνατείς να στεριώσεις σε σχέση.
Φοβάμαι ότι θα δω, πως πάντα βιαζόμουν, και κάθε εκείνη πιθανόν να πίστεψε πως το πήγαινα πονηρά. Όχι. Δεν κρατώ τέτοιες γνώσεις.
Σήμερα είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς, έτσι κι αλλιώς, σε αγνές προθέσεις. Για επικοινωνία, με απλότητα και τρυφερότητα και όποια διάθεση βοήθειας. Με καθαρό βλέμμα.
Σε σκέφτομαι.
Κυρίως όπως συντάσσω μέσα μου, μια λίστα, για το πώς θα έπρεπε να προσεγγίζει κανείς, το πρόσωπο που θέλεις να γίνει ταίρι σου.
Η ζωή σε προσγειώνει απότομα. Ας το δούμε λοιπόν, ρεαλιστικά, συζητώ με το πνεύμα μου.
Φαντάζομαι πως όλα ξεκινούν απ’ το θέμα φιλίας, μεταξύ άντρα και γυναίκας, με σεβασμό και εγρήγορση, περί περάσματος της ευκαιρίας. Να δεθείς με το αντίθετο σου φύλο. Όσο είσαι ήσυχος, και δεν σε ορίζουν οι ορμόνες σου. Εμένα δεν με όριζαν, απέναντι σου, απλά φαντάζομαι –ξανά- πως χρειάζεται και ο έρωτας, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Φυσιολογικά εννοείται και τρυφερά. Η απλή αγκαλιά και να σου κρατώ τη παλάμη έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία, για μένα.
Μα, γυναίκα, δεν ήσουν ποτέ, “εδώ”.
Σου ξαναλέω, πως δεν σε σκέφτηκα ποτέ, πονηρά. Αφού σπάνιες γυναίκες εκπέμπουν κάτι τέτοιο: σεβασμό.
Αλλά η αλήθεια, μάτια μου, δεν αρέσει. Μα τους αφήνω στο βούρκο τους. Ας φάνε όλα τους τα χρήματα σε προφυλακτικά. Κάποια στιγμή, δε θα μπορούν να τεκνοποιήσουν.
Η μοίρα ευτυχώς τελικά, αποφάσισε με επιείκεια, να αποκαλυφθεί το συναίσθημα μου που ξεφούσκωσε, τόσο τραγικά, απέναντι σου, Δήμητρα. Θα με ρωτήσεις, γιατί σε σκέπτομαι σήμερα, τότε; Βιώνω μια συναισθηματική ανάγκη, με μια γλυκιά μελαγχολία και προσμονή. Μόνος μου στο σπίτι, με τάση απολογισμού της τραγικής κατάληξης της επικοινωνίας μου μαζί σου. (προσπαθώ άραγε, να με συγχωρήσω;). Προσπαθώ Δήμητρα, να ανασυγκροτήσω τις τακτικές μου απέναντι στη ζωή και στην αυτοαπόρριψη που οδηγεί σε επιπόλαιες συμπεριφορές. Ώστε να λες: είμαι καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω να φερθώ; Προσγειωμένα. (και η αυτοαγάπη;)
Είναι δυνατόν;
Να αγνοείς το θέλω σου, μιας νοητικής ολοκλήρωσης;
Και πως καταφέρνουν ακόμη και κατάδικοι, να παντρεύονται; Τελικά μου φαίνεται, πως υπάρχουν άμυαλοι και στα δύο φύλα. Γι’ αυτό ας μη λέμε: οι άντρες είναι όλοι μωρά, οι γυναίκες όλες, ώριμες. Αφού παντού υφίστανται, είδη και είδη, ανθρώπινων προσωπικοτήτων. Και στα δύο φύλα.
Πονηριά, ψέματα, συναισθηματική αδυναμία και εξάρτιση, παρασυρόμενοι στο πρώτο πρόσωπο που θα σου πετάξει ένα ξεροκόμματο αγάπης. Η απιστία ως ιδεολογία. Σαρκολατρεία. Εκχυδαϊσμός των πάντων.
Η πεποίθηση: η ομορφιά είναι προσβάσιμη πάντα.
Η εσωτερική;


Κοιτώ έξω, το φως που χαμηλώνει νωρίς, χειμωνιάτικα, με τη διάρκεια του σκοταδιού να έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, που αν και είναι 7 και κάτι το πρωί, ακόμη έχουμε ανάγκη το τεχνητό φως.
Το εσωτερικό σκοτάδι να φοβάσαι. Να φοβάμαι.
(τι σου οφείλω, εαυτέ μου;)
Όχι. Δεν προσπαθώ να με δικαιολογήσω, ούτε έχω τάσεις ν’ αφήσω να περάσει επιδερμικά από πάνω μου, με αδιαφορία, περί του τι συνέβη μεταξύ μας, Δήμητρα. Έστω εκείνα τα ελάχιστα λεπτά που ερχόμουν.
Ακόμη κι αν δεν μιλούσαμε πρόσφατα, θα με κυνηγούσαν οι ερινύες, επειδή θα αποφάσιζα να μη ξαναμιλήσουμε. Με σκοπό να κρυφτώ ώστε να μη γίνω ρεζίλι. Να ξεφύγω όπως χρησιμοποιούν ως σύστημα, οι περισσότεροι άμυαλοι. Επίσης ασυνείδητοι, που πιστεύουν πως πράττουν τα πάντα, σωστά (πήξαμε απ’ το σινάφι τους).
Υπάρχει θέμα όμως.
Να νομίζεις ότι αγαπάς, εκπρόσωπο αντίθετου σου φύλου.
(Που καταντήσαμε, να πρέπει να το δηλώνουμε, ότι θα είναι αντίθετου φύλου, με όλους αυτά τα ομοφυλόφιλα άτομα, που βρωμίσανε την Κοινωνία. Με την τάση τους, να πρέπει να ξέρουμε ποιοι είναι.
Να υπάρχουν ως άνθρωποι, ψιλοτρώγεται, αρκεί να τους πούνε ότι είναι ασθενείς και να βρουν τρόπο να γίνουν καλά. Μα αμφιβάλλω. Είναι αργά γι’ αυτούς και αυτές. Πλέον).
Ακούς Δήμητρα που καταντήσαμε;
Τι να κάνεις τώρα. Εκεί που δουλεύεις.
Πως το σκέπτεσαι το θέμα με τις σχέσεις και τι έπρεπε να κάνω μαζί σου, αν επέμενα να σε προσεγγίσω. Εννοείται αν δεν ξεφούσκωνε το συναίσθημα μου. Είναι τόσο εύκολο; Αναρωτιέμαι τώρα.
Και ο κεραυνοβόλος; Ισχύει τελικά;
Που πας ρε καραμήτρο, άνεργος;
Ξέρω όμως πως είμαι καλός άνθρωπος, διαχρονικά, ..έστω.. κι αν κάνω λάθη. Εξαιτίας όμως του πολέμου, αγνώστων μου εκεί έξω. Είτε που με κοιτούν καλά καλά στο δρόμο, τώρα γιατί δεν ξέρω. Μάλλον επειδή έχω γούστο στα ρούχα κι ίσως να με ζηλεύουν. Μ’ έχουν χλευάσει παλαιότερα που εργαζόμουν, συνάδελφοι, για τον ήπιο χαρακτήρα μου. Το παρατηρείς στους άτσαλους και αγενείς τρόπους, οπουδήποτε και αν είσαι. Στο σούπερ μάρκετ, στο πάρκο, όταν τηλεφωνιέσαι. Κοροϊδεύουν ανοιχτά, να θες να πας να δεις, κάποια παράσταση στο μέγαρο μουσικής. Κακία παντού, Δήμητρα. Να περνά η ώρα.
Λογική, ίσον, πια: η πλήρης ελευθερία. Ότι κι αν σημαίνει στον καθένα, ετούτο.
Προσωρινά; αναρωτιέσαι πιθανόν.
Δεν αντέχουν τις δυσκολίες. Αρνούνται τον έλεγχο του Θεού.
Αρνούμαι κι ο ίδιος να δω ότι δεν μπορώ να προσγειωθώ.
Μόνο αν με περιέκλειε η αγάπη μιας γυναίκας, θα το κατόρθωνα. Έστω κι αν δεν ακούγεται καλά. (να σκηνοθετείς, τι σημαίνει το ένα, και το άλλο).


Μαγειρεύω μακαρονοειδή και τα τρώω σκέτα. Απλά τα βουτυρώνω που μ’ αρέσει κι η γεύση. Όπως πάντα, ρίχνω από πάνω, επιπλέον αλάτι.
Άμεση ικανοποίηση, ψυχική, μέσω της κατανάλωσης τροφής.
Προσπαθώ αυτές τις ημέρες, όσο και όπως μπορώ, να προσγειωθώ. Ή να ξυπνήσω, όπως θα ‘λεγε κάποιος που θα ‘θελε να με μειώσει-προσβάλλει.
Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι δικές μου παρωπίδες.
Πότε θα μπορέσω να είμαι αυτόνομος και συναισθηματικά, έστω και μόνος. Όχι μισός. Τουλάχιστον να μην έχω επικοινωνία με χλευαστές. Με ανακατεύουν να θέλω να … Θέ μου σχώρα με.
Δεν τις αντέχω που δεν τις αντέχω τις δυσκολίες της ρεαλιστικής ζωής, ιδίως αν απέχεις από εργασία, μερικά χρόνια. Πρέπει μήπως να αποδεχθώ ότι δεν θα μου φτάνει ο μισθός, μόνος μου; Και πώς να δημιουργηθεί και σταθεροποιηθεί ως θεσμός, μια οικογένεια, αν το σύνολο των δύο μισθών, θα είναι μόνο 1000 Ευρώ; Από οχτάωρο. Μα μην κοροϊδευόμαστε, με τα οχτάωρα που είναι εννιάωρα και δεκάωρα. Στην καλύτερη.. περίπτωση. Ιδίως με σωματικό πόνο-μόχθο.
Όχι. Δεν σπουδάσαμε όλοι. Κι ας σπαταλήσαμε δυό χρόνια κάπου, μια τέχνη: μας εξαπάτησαν, αφού δεν μας έδωσαν τα τεχνολογικά εφόδια. Έπρεπε να πληρώσεις παραπάνω. Να μην ανοίξω το στόμα μου και πω σχολή.

Δήμητρα, Δήμητρα.
Πως πλησιάζεις μια γυναίκα;
Πως πλησιάζεις τον άνθρωπο γυναίκα. Να ακούς γύρω σου, πότε: είναι εύκολο οι άντρες να βρουν μια γυναίκα. Σε άλλη περίπτωση, παρατηρείς: η ομορφιά είναι το χωνευτήρι της αποδοχής. Δεν ξέρω για αγάπη. Να το εννοείς.

Επειδή είναι όντως, ευθύνη, να λες, σ’ αγαπώ. Προγραμματίζοντας όμως, μελλοντικά. Για μόνιμη δέσμευση.

Αν το εννοούσα, από την αρχή, Δήμητρα, μαζί σου;
Μου άρεσες. Η ευγένεια σου. Η ηρεμία.
Κάτι έξω από την γενικότερη χωματερή, που επιβάλλει το άσεμνο και το εφήμερο.
Απορώ πως δεν έχει ξέσπασε επιδημία, ως τώρα.

Τι πρέπει να κάνω, λοιπόν

Να πλησιάζω μόνο γυναίκες που τις ελκύω;
Τι αποκομίζεις, περαιτέρω;
Πραγματική φιλία; Πνευματική επαφή;
Οπωσδήποτε, υφίστανται εξαιρέσεις. Ίσως απλά συμβεί το θαύμα το ρεαλιστικό, να επικοινωνήσουν δύο απλά βλέμματα. Μόνο που αν αρνηθείς επειδή δεν σου ‘κανε κλικ, ενώ εκείνη θα έδινε ενδείξεις έλξης, πιθανόν εκείνη να σου έκοβε επιμέρους, την καλημέρα, αν τη προσέγγιζες.
(Μόνο ανθρωπιά, να χρησιμοποιούμε;).
Γενικά θα κυριαρχεί σεβασμός μεταξύ σας, μα θα ‘ναι τυπικό πράγμα. Ναι, ναι, εντάξει. Δεν είναι δυνατόν να πιέζεις να σ’ αγαπήσουν, μα δεν είναι τραγικό να σου ανοίγεται το καλό, πες και το σπάνιο –μου αρέσει να είμαι υπερβολικός- οπότε γυρίζεις την πλάτη;

Έχω συναντήσει ζευγάρια παχύσαρκων ανθρώπων, μες την κλειστή σκέψη, μα τώρα αυτοί, πως είναι μαζί;
Γενικά,
Τι στο καλό, που στο καλό πουλάνε το εγχειρίδιο, πως δημιουργείς μια σχέση;
(Να μην αηδιάζεις με την έννοια: πραγματικότητα).

Προσπαθώ ξανά να θυμηθώ, πως είναι να σε αρνούνται, επειδή κοιτάς απλά –και όχι ως γόης- μια γυναίκα.







Είναι η επομένη μετά τα Θεοφάνια.
Κυριακή.
Επέλεξα ένα έργο στο σινεμά που θα ‘θελα να δω, έστω κι αν πάω μόνος –μαθημένα τα βουνά στα χιόνια- και αποφασίζω να επιλέξω την πρώτη στη σειρά, προβολή, από τις επόμενες δύο, ενόσω θα νυχτώνει. Στις 5 και 10 το απόγευμα.
Έχω φορέσει, γιατί το ‘χω ανάγκη, τα καλά λευκά μου ρούχα, με την καφέ καπαρντίνα και τα καλά καφέ παπούτσια. Να μην αραχνιάζουν και στην ντουλάπα.

Στο λεωφορείο σκέπτομαι τακτικά, όσο περνά η ώρα:
Είμαι καλός άνθρωπος. Δε θα χαθώ.
Είμαι καλός άνθρωπος. Δε θα χαθώ.
Το βλέμμα μου είναι απλό.
Σήμερα δεν έφαγα τίποτα. Μου έλειπε η όρεξη. Μόνο τρία ποτήρια νερό. Δυο το πρωί και ένα λίγο πριν τον μεσημεριανό ύπνο. Κυριαρχεί μέσα μου η αύρα, όπως τότε που ο κόσμος, μεσημέρι προς απόγευμα, κατέκλυζαν τα μαγαζιά στις γιορτές, για να ψωνίσουν. (Ή για να δουν κόσμο; -ως περιττή αναφορά).
Η ζωή μπορεί να σε πληγώσει πολύ άσχημα, φορές.
Θέλω όμως να θυμηθώ εκείνες τις άλλες φορές, μικρότερος, όταν πήγαινα σε πολυσινεμά, και βγαίνοντας από την πρώτη ταινία, έτρεχα στην επόμενη. Είναι από όσα θυμάμαι ως ζωή, για μένα.
Σήμερα ελπίζω να είναι ενδιαφέρουσα η ταινία, μια και μου λείπει η ατμόσφαιρα της κλειστής αίθουσας. Ή ακόμη και ο κόσμος.

Απόψε δεν κάνει ξανά, κρύο. Ζέστανε τούτη τη βδομάδα, ο καιρός. Όχι υπερβολές βέβαια.
Βρίσκομαι στο σινεμά.

Δεν έχει πιάσει ακόμη, ουρά, στο ταμείο.
Ρίχνω μια ματιά στις αφίσες. Ήρθα πολύ νωρίς φαίνεται.
Κόβω βόλτες μέχρι μια στάση λεωφορείου, και επιστρέφω στο σινεμά. Στέκομαι σ’ ένα σημείο, λες και είμαι σε ραντεβού. Σκοτεινιάζει σιγά σιγά.
Δειλά δειλά, τα πρώτα φώτα ανάβουν. Πολύς θόρυβος επικρατεί εδώ με όλα τα τροχοφόρα.

Το φως στα εισιτήρια ανάβει, μα δε πλησιάζω ακόμη.
Να, φάνηκε μια υπάλληλος. Κάθεται. Περιμένει να ξεκινήσει τη δουλειά της.

Τα λεπτά περνούν. Το βλέμμα μου είναι σα να βρίσκομαι σε παράλληλη διάσταση. Προσπαθώ να αποφεύγω των άλλων. Δεν μου αρέσει η στρωμένη τους ζωή, γι’ αυτό. Βολεμένοι και λογικοί..
Κάποια ζευγάρια κόβουν εισιτήριο και εισέρχονται για την πρώτη προβολή.
Δυο. Τρεις. Τέσσερις. Η ουρά πυκνώνει. Λαβαίνω θέση. Αγοράζω εισιτήριο. Σα να φυσά τώρα. Δεν το περίμενα. Δέκα λεπτά ως το ξεκίνημα.
Στέκομαι ξανά στο “αγαπημένο” μου σημείο, ενάμισι μέτρο από τα σκαλιά του σινεμά, στο πεζοδρόμιο. Προσπαθώντας να θυμηθώ εικόνες από παλαιότερες οικογενειακές στιγμές.
Κοιτώ μακριά στη διασταύρωση όπου η βοή είναι μεγαλύτερη.
Στρέφοντας όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση, τα μάτια μου, δεκαπέντε με είκοσι μέτρα μακριά, πέφτουν πάνω στην σιλουέτα της Δήμητρας που όσο πλησιάζει, προσπαθώ ξανά, να την αναγνωρίσω (όπως τότε που ξέβαψαν τα μαλλιά της). Πλησιάζει με μια φίλη της. Είναι χαμογελαστές.
Εκείνη με αντιλαμβάνεται, χαμηλώνοντας το βλέμμα. Κοιτώντας με περίπου από γωνία, ανηφορικά προς το μέρος μου.
Η Δήμητρα κάτι λέει στην φίλη της και πλησιάζει στις αφίσες που είναι κολλημένες, κατά μήκος της τζαμαρίας. Τις κοιτά. Η φίλη της πληρώνει τα εισιτήρια, κάνοντας νεύμα ότι θα ‘ναι μέσα, λαβαίνοντας καταφατική απάντηση, μ’ ένα νεύμα της Δήμητρας.

Σε κοιτώ, κι όμως αδυνατώ να πλησιάσω.
Μα είσαι τόσο ωραία ντυμένη απόψε, που μου ‘ρχεται να σ’ αγκαλιάσω, και αγκαζέ να μπούμε μαζί, μα να ‘ταν αίθουσα θεάτρου και όχι σινεμά. Επιχειρώ λίγα βήματα, κοντά σου.
Στρέφεις και με κοιτάς πιο ανοιχτά τώρα, αν και στιγμιαία.

Ο άντρας πρέπει να κάνει την κίνηση.
Ο άντρας είναι εκείνος που φροντίζει.

Έρχομαι κοντά σου.

Εκείνη σκέφτεται: μήπως ήμουν υπερβολική; Μήπως σου φέρθηκα απότομα; Εξάλλου ήσουν διαρκώς ευγενικός. Κι είναι αλήθεια: μου αρέσεις ακόμα. Παρόλο που μου είπες ότι έπρεπε να μ’ αγαπήσεις. Ξαφνικά. Έστω και αφότου ξεφούσκωσε το αίσθημα σου;

Οι στιγμές είναι αμήχανες.
Θέλω να ‘ρθω να αγγίξω την παλάμη σου και να φύγουμε από δω. Να βρούμε μια όμορφη καφετέρια, με μαξιλάρια στις πολυθρόνες. Ένα μικρό στέκι, κατά τρία τέταρτα, φωτισμένο. Να συζητήσουμε.

Πάντοτε με απωθούσαν οι γυναίκες που φέρονται διπλωματικά, και δεν δείχνουν, μήτε άρνηση, ούτε αν σε βλέπουν θετικά. Έστω και για φίλο. Μαζί σου όμως, Δήμητρα, αισθάνομαι ότι κάτι είναι διαφορετικό. Μάλλον επειδή έψαχνα καιρό για το ήπιο. Το απονήρευτο και το μη χλευαστικό.

Σε πλησιάζω. Βρίσκομαι μια ανάσα από σένα.
Πίσω απ’ την πλάτη σου, ακούς τη φωνή μου:
- Δεν περίμενα ότι θα ήταν ποτέ, τέλεια τα πράγματα μεταξύ άντρα και γυναίκας. Το θες αλλά δεν είναι δυστυχώς ποτέ, εφικτό. Η κούραση. Τα θέλω. Άργησα, Δήμητρα, να το δεχτώ. Κάτι που δεν είναι υπέρ μου.

Εξακολουθείς να κοιτάς μια αφίσα. Δυο λεπτά πριν την έναρξη.
Συνεχίζω:
- Πάντοτε όμως αισθανόμουν ότι άξιζες σεβασμό, και το μόνο που ήθελα και μου ‘λειπε, ήταν να δω τα μάτια σου, και τι χρώμα έχουν. Είναι σημαντικό για μένα.
Στρέφεις. Με κοιτάς. Μου κάνεις τη χάρη.
Τα μάτια μου είναι κόκκινα σχεδόν. Μιλάνε: συγνώμη.
- Δεν ξέρω τίποτα από ζωή, μιλώ. Το μόνο που χρειάζομαι, είναι να βιώσω ότι μου λείπει. Δίνοντας όμως, κυρίως. Θα θες να μπεις μέσα, ολοκληρώνω το σκεπτικό μου.
Τα καστανά μάτια σου.
- Μπορώ να περιμένω, αποκρίνεσαι.
- Κι η φίλη σου;
- Θα καταλάβει. Εσύ; Θες να μπεις;
- Όχι πια.
Χαμογελάς. Σκύβεις λίγο το κεφάλι. Φτιάχνεις μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά.
- Όλοι μας είμαστε άνθρωποι, σε ακούω να μου λες. Όλοι έχουμε κοινά στοιχεία. Όλοι μας δεν είμαστε ίδιοι.
- Αν τα λέγαμε κάπου αλλού; Προτρέπω.
- Ας περπατήσουμε.
Δείχνω ότι όντως, συμφωνώ. Σε αφήνω να ξεκινήσεις πρώτη.
Βαδίζουμε πλάι πλάι. Ανηφορίζουμε τη λεωφόρο. Στρίβουμε κάθετα ένα στενό και βγαίνουμε ξανά ανηφορικά, και παράλληλα με τη λεωφόρο. Βρίσκοντας μια πυλωτή που οδηγούσε σε ένα εμπορικό κέντρο, με όλες τις βιτρίνες φωτισμένες. Παρατηρώ μια καφετέρια, με καρέκλες απέξω. Σου κάνω νεύμα να πλησιάσουμε. Παρατηρούμε κόσμο στο εσωτερικό.
Θες να κάτσουμε απέξω; σε ρωτώ μ’ ένα νεύμα. Δείχνεις να συμφωνείς. Καθόμαστε.
- Κι ο ίδιος έχω προβλήματα, απλά η υπομονή δεν είναι ο τομέας που τα καταφέρνω.
- Κι όμως. Αρκεί να ήσουν απλός και κατανοητός.
- Προσπαθούσα να είμαι. Προσπαθούσα πολύ φαίνεται.
- Δεν περιμένεις φυσικά να σε δεχτεί, πρόσωπο που δεν σε γνωρίζει.
- Γι’ αυτό σου έδωσα ένα κομμάτι δικό μου.
- Έπρεπε όμως να δεις, αν θα ‘χε ανταπόκριση. Έπρεπε να περιμένεις.
- Ναι. Ίσως έχεις κάποιο δεσμό. Ξέρω. Βιάστηκα. Με συγχώρεσες;
- Δεν συνέβη κάτι μεταξύ μας. Ή να γνωριστούμε καλύτερα, για να σου βρω άσχημα ελαττώματα. Αν και με ξίνισε που μου ‘πες, προσπαθούσες να πιεστείς να με αγαπήσεις. Και πως έσκασε σα μπαλόνι, όλη η προσπάθεια προσέγγισης. Έστω κι αν το λουλούδι ήταν ωραίο.
- Δεν μύριζε. Συγνώμη. Έπρεπε να βρω κάτι άλλο.
- Καλό ήταν. Γενικά όμως οι σχέσεις απ’ όσο γνωρίζω, δεν είναι κάτι απλό. Δεν ζούμε στον κόσμο του ΟΖ. Όπου όλοι τραγουδούν και περνάνε ωραία. Δηλαδή αφότου χάθηκε η κακιά μάγισσα.
- Της ανυπομονησίας;
- Μπορεί να ‘ναι κι αυτό. Θέλει κόπο όμως, πόσο δε οι γνωριμίες.
Τα μάτια μου εξακολουθούν κόκκινα.
- Εντάξει Μάκη, σε συγχωρώ.
- Κρυώνεις; Χαμογελώ δειλά. Μα τρυφερά.
- Λίγο μόνο. Δεν παύω ποτέ να είμαι άνθρωπος.
- Ελάχιστοι το διακρίνουν –συμφωνώ μαζί σου.
- Πως με βλέπεις τώρα; -ρωτάς.
- Σε σκεπτόμουν σήμερα.
- Μόνο σήμερα;
- Αχνά τις προηγούμενες ημέρες. Από τύψεις περισσότερο. Απόψε όμως, μια αύρα από τα παλιά, σιγόκαιγε μέσα μου.
- Πόσο σιγόκαιγε; -ρωτάς.
- Κάτι έχει αλλάξει. Θαρρώ σε βλέπω πιο σίγουρα ως άνθρωπο. Εσύ;
- Η ίδια βλέπω κάτι καλό σε εσένα. Μα ότι πράττεις πρέπει να είναι πρώτα για σένα. Όπως μια δουλειά.
- Ναι. Συμφωνώ.
- Φεύγουμε;
Κουνώ καταφατικά το κεφάλι.
- Θα γυρίσεις στο σινεμά; Ρωτώ.
- Όχι όχι. Θα πάω σπίτι. Αισθάνομαι κουρασμένη. Εσύ;
- Κι εγώ.
Σε συνοδεύω ως την απέναντι στάση.
Περιμένω μαζί σου το λεωφορείο.
Μια στιγμή, αγγίζω τη παλάμη σου, όπως έχουμε κατεβασμένα τα χέρια, κι εσύ δεν αντιστέκεσαι. Εξακολουθώντας να κοιτάς προς τα πάνω, στη λεωφόρο.
Η παλάμη σου είναι τόσο απαλή.
Η ψυχή σου είναι απαλή.

Εκείνη τη στιγμή πλησίαζε το λεωφορείο σου.
- Τι σκέπτεσαι; στρέφεις και με ρωτάς.
- Ότι σ’ αγκαλιάζω.
Θα σ’ αγαπήσω λοιπόν, αγάπη μου, με νέο τρόπο. Με σεβασμό. Με πίστη, πως όλα διορθώνονται, αρκεί να ‘χεις τη σκέψη σου, μ’ ευγνωμοσύνη, τακτικά, προς το Θεό.

Μια μέρα σου είπα πως βρήκα δουλειά, κάπου όπου δεν περίμενα καν, ότι θα άλλαζε το σκηνικό, εργασιακής μου απασχόλησης: Εκπαιδευόμενος ηχολήπτης σ’ έναν μικρό τηλεοπτικό σταθμό, ως παρακίνηση κάποιου παλαιού προσώπου που εκτιμούσα. Και τώρα είχα αποφασίσει να το κυνηγήσω.
Νέοι ορίζοντες ανοίγονταν εμπρός μου.
Έμαθα να προσθέτω μουσική στα βίντεο που μόνταραν εκεί. Πρότεινα κι ο ίδιος ορισμένα κομμάτια. Τους άρεσαν.
Δεν κράτησε όμως πολύ, η χαρά μου. Αισθανόμουν να πνίγομαι εκεί μέσα. Τόσο στενό το στούντιο. Αποπνικτικό και λίγο βαρετό. Οπότε, γρήγορα έφυγα.
Μα δεν έχασα την πίστη μου. Βρήκα άλλη δουλειά από τις αγγελίες. Περιέργως, άμεσα. Σ’ ένα μανάβικο.
Πλησίαζε η πραγματικότητα, δίχως να μου προκαλεί αηδία. Πλησίαζε φυσικά. Ήθελες να πεις: αποδέχομαι, συμβιβάζομαι, Δήμητρα μου.
Έγινες ξανά, με τον καιρό, η Δήμητρα μου. Ως αποτέλεσμα μιας ζεστής φιλίας, με αλληλοσυμπαράσταση, αντίθετοι στα θέλω των γύρω που δεν δέχονται την ευτυχία, ως συμβατή με την πραγματικότητα.
Πλησίαζαν τα γενέθλια μου. Πρώτοι μήνες του παρόντος νέου χρόνου.
- Είσαι αληθινά ευχαριστημένος, εκεί; με ρώτησες μια βραδιά.
- Όταν σ’ έχω μαζί μου, ναι, σου απάντησα.
Κάτι κοινό, μα ενώνει: η αλληλεγγύη στην αγάπη.
- Πάντα σε σκέφτομαι. Τώρα θυμάμαι κάθε μέρα, το πρόσωπο σου, προσθέτω.


Τώρα μπορώ να θέλω να παρακολουθώ το ηλιοβασίλεμα. Τώρα βγαίνω στην ταράτσα και κοιτώ τ’ αστέρια. Τώρα γράφω με αγάπη, με τροφοδότρια δύναμη, τα μάτια σου, γυναίκα.

Μια κυριακή πρωί, στο ξεκίνημα της Άνοιξης, συμφωνήσαμε να πάμε εκδρομή στην Αίγινα.
Δώσαμε ραντεβού σε μια στάση του ηλεκτρικού, και με τα σακίδια μας επ’ ώμου, φτάνοντας στο τέρμα, περπατήσαμε νωρίς το πρωί, στο λιμάνι. Έως το κιόσκι όπου κόψαμε εισιτήριο, ανεβαίνοντας στο φέρι μπόουτ.

Μην ξεχάσω: στη στάση του ηλεκτρικού που δώσαμε ραντεβού, μπαίνοντας στο βαγόνι, ήρθες και με αγκάλιασες, δίνοντας μου το πρώτο φιλί, ενόσω τα χείλη μας ενώνονταν.
Ρίγησα με τα χέρια σου να “κρέμονται” απ’ τον λαιμό μου.
Επιτέλους αγαπούσα τη ζωή. Μάθαινα να είμαι υπεύθυνος και η ζωή, με αντάμειβε.

- Δεν είναι όλοι κακοί, μίλησες πρώτη, γελώντας, ενόσω ξεκινούσε αυτόματα, ο συρμός, προσπαθώντας με χαμόγελο και οι δυο, να πιαστούμε από κάπου.
- Αυτό ήταν πρόβλημα για χρόνια, στο δικό μου βίο, απάντησα. Είχαν πέσει όλα πάνω μου να με φάνε. Όλοι οι ναρκισιστές της ζωής, κενοί από συναισθήματα, όμως.
- Μόνη μας δύναμη, τα συναισθήματα, -μίλησες.


Πεινούσες. Έβγαλες ένα σάντουιτς.
Καθόμασταν στο σαλόνι του φέρι μπόουτ.
Όλα τούτα ήταν νέα για μένα. Μα δεν τα αντιμετώπιζα, πια, ως βουνό. Ως υποχρεώσεις, να είσαι με κάποιο πρόσωπο, μα να φοβάσαι τη δέσμευση.
Ναι. Τώρα μάθαινα να αγαπώ.
Τη ζωή. τη γυναίκα. Τον άνθρωπο γυναίκα.
Τώρα αγαπούσα με νέο τρόπο. Με σεβασμό.







Διακριτικότητα

Πρέπει κανείς να ‘χει πονέσει αρκετά, για να εννοήσει, πως μπορεί και ν’ αγαπάει. Χωρίς να διαφημίζει στους γύρω, τι αγαπάει. Πως αγαπάει. Πως στα μάτια κοιτά. Πως κρατάς τη παλάμη της αγαπημένης σου. Τι θαυμάζεις, στο ανθρώπινο πλάσμα, πλάι σου. Πως αναζητάς τα καστανά μάτια. Το βλέμμα, που συνάντησε τον πλαϊνό πόνο, και τον κουβαλά, σαν οχρηστικό μελαγχολικό, που ξύνει τις πληγές, ιδίως τις οικογενειακές. Κατόπιν τις αποθηκεύει, και τις ξεχνά.
Στιγμές που πονάς και δακρύζεις μέσα σου, αποφοιτώντας από ένα ακόμη μάθημα ταπεινότητας.


Κρατώ στα χέρια μου παλάμη και παλάμη σου, από ραντεβού σε ραντεβού, φιλώντας το εσωτερικό για δευτερόλεπτα, ενόσω σ’ έχω αγκαλιά, επειδή με ανακουφίζει από την χρόνια έλλειψη.
Αυτά τα μάτια, τα μάτια σου, χορδές από κιθάρα.
Καστανό ζεστό, ανθρώπινο, συναισθηματικό. Να τροφοδοτείται με ορμή, η θέληση για ζωή. Ελαφριά χροιά η ρεαλιστική ζωή. του ανθρώπινου μόχθου. Ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, σ’ όσους ελάχιστους έχουν μείνει που κρατούν λίγο Θεό, μέσα τους. Σαφώς επειδή δεν τους πίεσε κανείς, μα το επέλεξαν, από αγάπη και ευγνωμοσύνη.

Το απόγευμα των γενεθλίων μου, ήσουν βραδινή στη δουλειά και επικοινωνήσαμε απλώς, τηλεφωνικά.
Ήμασταν το ίδιο, κουρασμένοι.
Αναλωθήκαμε σε λόγια αγάπης, σα τριαντάφυλλα έντονα κόκκινα και φωτεινά, σε κάθε γωνιά του δωματίου, σε βάζα. Στα δάκτυλα. Στη καρδιά.
Λίγο πριν κλείσουμε το ακουστικό, ρώτησες:
- Τι σκέφτεσαι;
- Ότι σ’ αγκαλιάζω, απαντώ, ξανά τώρα.
Ένα τώρα φωτεινό. Δικό μου όχι εγωιστικά. Παρόν πλούσιο σε πνευματική επικοινωνία.
Επειδή η ζωή μπορεί να είναι όμορφη, στο φως του χαρίσματος: ανοίγομαι. Ειλικρινά, με όποια σφάλματα, που πρέπει να αναδύεις στην επιφάνεια, ώστε να εξιλεώνονται. Τούτο σημαίνει, αληθινή, όχι υποκριτική, ταπεινότητα. Να το γνωρίζουν μόνο οι δύο, που γι’ αυτούς σημαίνει κάτι.
Το σέβομαι: στην πράξη, όχι μόνο λόγια.
Είναι τιμή μου να σ’ έχω πλάι μου.
Κάτι παρόμοιο όπως το να δίνεις το λόγο σου.



Γεράσιμος Μηνάς 2006-2007


Δεν υπάρχουν σχόλια: